Κυριακή 2 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η τελευταία ευκαιρία

Γρηγοριάδης Κώστας

Το δικηγορικό γραφείο του Κ. Τριανταφυλλίδη, που στεγαζόταν σε παλιά πολυκατοικία της οδού Σταδίου στον αριθμό 38, έσφυζε κάθε μέρα από ζωή. Τα τηλέφωνα δε σταματούσαν να χτυπούν, ενώ κόσμος πήγαινε και ερχόταν, και οι βοηθοί του ηλικιωμένου, αλλά αναγνωρισμένου δικηγόρου, στριφογύριζαν μέσα στο στενόμακρο γραφείο κρατώντας φακέλους στα χέρια τους και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο Γιώργος, ο Μιχάλης και ο Παυσανίας έβαζαν τα δυνατά τους, για να τελειώσουν με επιτυχία τις υποθέσεις τους και να αποκτήσουν την εύνοια του Τριανταφυλλίδη. Οι δύο πρώτοι μόλις είχαν αρχίσει την καριέρα τους και δούλευαν με ζήλο. Υποχρεώσεις οικογενειακές δεν είχαν και γι' αυτό έμεναν τις περισσότερες φορές μέχρις αργά το βράδυ στο γραφείο. Ο Γιώργος ήταν λιγομίλητος, κλειστός, με ύφος βλοσυρό, ενώ ο Μιχάλης ξεχώριζε για το κέφι και τη ζωντάνια του. Ηταν το πειραχτήρι της παρέας και τζίνι στη δουλιά. Ο Παυσανίας, κόντευε τα εξήντα, είχε μείνει ένας μέτριος δικηγόρος και εργαζόταν με ρυθμούς νωχελικούς. Δεν ήθελε πολλά από τη ζωή, του αρκούσαν τα χρήματα που του άφηναν οι λιγοστές υποθέσεις που αναλάμβανε, αρκεί να έμενε ικανοποιημένη η γυναίκα του, η Ασπασία. Θα μπορούσε να έχει δικό του γραφείο, αυτός όμως προτίμησε την ασφάλεια και σιγουριά, που του πρόσφερε ο παλαίμαχος δικηγόρος, ο Τριανταφυλλίδης. Την Ασπασία την είχε γνωρίσει στο Πανεπιστήμιο, την πρώτη κιόλας μέρα που 'χε πάει στη γραμματεία, για να δει το πρόγραμμα. Δεν ήταν ωραία κοπέλα, είχε όμως συμπαθητικό παιδικό πρόσωπο και το πληθωρικό της σώμα τής έδινε αέρα ώριμης γυναίκας, που του θύμιζε πάρα πολύ την πρόωρα χαμένη μητέρα του. Εκείνη σπούδαζε στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής.

Κάθε πρωί, ο Παυσανίας έμπαινε κατσουφιασμένος στο γραφείο, ντυμένος ατημέλητα και με μαλλί πάντα λιγδιασμένο. Συνήθιζε να ξυρίζεται μέρα παρά μέρα και το πρόσωπό του είχε πάντα κουρασμένη όψη. Οι άλλοι τον έβλεπαν με συμπάθεια, μερικές φορές όμως, τον πείραζαν, διακριτικά , για να τον βγάλουν από την κακοκεφιά και τη spleen του, όπως του έλεγαν. Κι εκείνος τους κοίταζε με το αθώο του βλέμμα, τους χαμογελούσε και έπεφτε με τα μούτρα στη δουλιά. Μερικές φορές σήκωνε το κεφάλι του και τους παραπονιόταν για τις αιμορροΐδες, που τον ενοχλούσαν και τον εμπόδιζαν να δουλέψει όσο θα ήθελε. Οταν τον ζητούσε η γυναίκα του στο τηλέφωνο, έπαιρνε στο χέρι βαριεστημένα το ακουστικό και κουνούσε το κεφάλι, καθώς της επαναλάμβανε μονότονα «κατάλαβα... κατάλαβα».

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και οι δυο νεαροί δικηγόροι κυνηγούσαν, αφήνοντας πίσω τον Παυσανία, την επιτυχία. Εδειχναν να κουράζονται με την καλοσύνη του και την προθυμία του να τους εξυπηρετήσει, τον θεωρούσαν εύκολο και καθόλου ανταγωνιστικό. Ο «γιέσμαν», όπως έλεγαν μεταξύ τους. «Παυσανία, χτυπά το τηλέφωνο, δεν το ακούς;», « Παυσανία, πού βάλαμε τον φάκελο του Μπένου;». Εκείνος χαμογελούσε και έδειχνε να ευχαριστιέται να τους εξυπηρετεί. Μερικές φορές, όταν έρχονταν φίλοι των συναδέλφων του στο γραφείο, αυτός τους πλησίαζε στα πηγαδάκια, που σχηματίζονταν, έτεινε μπροστά το κεφάλι του σαν για να ακούσει καλά τα όσα λέγονταν, και όλο επαναλάμβανε αμήχανα το «κατάλαβα... κατάλαβα», όταν κάποιος του απηύθυνε το λόγο. Και για να φανεί κι αυτός σπουδαίος, τη στιγμή που σταματούσαν οι άλλοι τη συζήτηση, άρχιζε περισπούδαστα και κρατώντας στο χέρι την πίπα με τον αέρα του Τριανταφυλλίδη, έναν μακρύ μονόλογο για θέματα πολιτικής και οικονομίας, ένα λογύδριο, που ήταν οι περιλήψεις των απόψεων του προϊσταμένου του.

Αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα, η ατμόσφαιρα στο γραφείο της οδού Σταδίου άλλαξε εντελώς. Ο Παυσανίας εμφανίστηκε ξυρισμένος, φορούσε ένα λεπτό μπεζ παντελόνι, σακάκι καρό και μαντιλάκι στο τσεπάκι. Την πρώτη μέρα, προχώρησε προς το γραφείο του χαμογελαστός και χαιρέτησε τους συναδέλφους του θερμά. Σιγοσφυρίζοντας πότε έτρεχε να σηκώσει το ακουστικό όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, πότε φώναζε την κυρία Θεοδώρα να του φέρει καπουτσίνο! Ο βαρύγλυκος είχε μετατραπεί σε καπουτσίνο! Σκέφτηκαν οι άλλοι. Αλλο πάλι και τούτο...

- Πέρασες ωραία στη Σέριφο, Παυσανία; Τον ρώτησε ο Μιχάλης.

- Ω, ναι! Θαυμάσια! Αφού η Ασπασία δε μου γκρίνιαζε...

- Σου πάνε τα ρούχα... Η Ασπασία σε φροντίζει..

Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε ο Παυσανίας. Η φωνή του είχε ένταση, αλλά και κάτι σαν νάζι. Οταν έκλεισε, πλησίασε το παράθυρο που έβλεπε προς την οδό Σταδίου και μονολόγησε: «Τελικά είναι ωραία η ζωή!». Οι άλλοι γέλασαν, κάποιος πήγε κάτι να πει, μα τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα, κι ένας πελάτης εμφανίστηκε διαλύοντας κάθε διάθεση αστεϊσμού.

Οι μέρες περνούσαν και ο Παυσανίας συνέχιζε να δείχνει όρεξη για ζωή. Επαψε να παραπονιέται για τις αιμορροΐδες του, κι όπως είχε εκμυστηρευτεί στον Μιχάλη, είχαν εξαφανιστεί ως εκ θαύματος! Πρόσεχε τον εαυτό του, πάντα ήταν ξυρισμένος, ενώ άλλαζε πουκάμισο κάθε μέρα. Κατά το μεσημεράκι, έπιανε το ακουστικό και αποτραβιόταν από όλους και από όλα. Κι έπειτα δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί στη δουλιά του. Χανόταν στις σκέψεις του και δεν έδινε σημασία σε όσα του έλεγαν οι συνομιλητές του. Πότε δεν έβρισκε την ατζέντα του, πότε δε θυμόταν πού είχε ακουμπήσει τον Ποινικό Κώδικα.

Ενα βράδυ έμεινε μόνος στο γραφείο και προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στα χαρτιά και τους φακέλους του. Καθώς τους τακτοποιούσε, η ματιά του έπεσε σε μια φωτογραφία της γυναίκας του, που την είχε ξεχασμένη πολύ καιρό στο συρτάρι του. Την κοίταξε υπεροπτικά και την καταχώνιασε κάτω από μια στοίβα βιβλίων. Εβγαλε ένα καθρεφτάκι και κοίταξε το είδωλό του με ικανοποίηση. Ηταν τόσο απορροφημένος που δεν πρόσεξε την είσοδο του Μιχάλη.

- Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα, Παυσανία; Τον ρώτησε.

- Βάζω τάξη στα πράγματά μου.

- Α, κάτι συμβαίνει μ' εσένα, έτσι δεν είναι;

- Ε, δεν ξέρω αν πρέπει να σου το πω... αλλά ξέρεις... έχω σχέση.

- Μα το ξέρω, αφού είσαι παντρεμένος. Ο Μιχάλης έκανε σαν να μην καταλαβαίνει.

- Μα, δεν εννοώ την Ασπασία! Τα έχω φτιάξει με μια γυναικάρα! Σκέτη Μονρόε... Σχεδιάζουμε διάφορα. Λέμε να πάμε ακόμα και στους καταρράκτες του Νιαγάρα.

- Ε, και γιατί δε μας το λες τόσο καιρό; Εσύ, παιδί μου, έχεις ξαναγεννηθεί! Τι κάνει, λοιπόν, ο έρωτας! Πώς είναι; Περίγραψέ τη μου...

- Σου είπα. Είναι λεπτή και κούκλα. Στο δρόμο όλοι γυρίζουν και τη θαυμάζουν. Νιώθω τόσο περήφανος!

- Και η Ασπασία; Το ξέρει;

- Οχι, προς Θεού! Δε θα ήθελα να την πληγώσω την καημένη. Με φροντίζει τόσο πολύ. Σαν να είμαι το παιδί της! Σε τι θα ωφελούσε, άλλωστε; Προς το παρόν δε θέλω να χωρίσω. Βλέπουμε...

- Την άλλη πού τη γνώρισες;

- Το Πάσχα, στη Σέριφο.

- Και πώς ξέφυγες από την εποπτεία της Ασπασίας;

- Η μπιρίμπα, αγαπητέ μου, η μπιρίμπα ας είναι καλά! Η Ασπασία δεν ξέρει από γιορτές, δεν την ενδιαφέρει η φύση...

- Κι αυτή, η ...πώς τη λένε, είναι ερωτευμένη μαζί σου;

- Τρελά. Λέμε την Παρασκευή, θα λείπει η Ασπασία, να πάμε στη Χαλκίδα, όπου θα ολοκληρώσουμε τη σχέση μας... Η καημένη δουλεύει πολύ και δεν έχει ούτε εκείνη διαθέσιμο χρόνο.

- Ανυπομονώ να μάθω τα νέα σου.

- Να είσαι σίγουρος ότι θα τα πούμε τη Δευτέρα... Και πάνω από όλα εχεμύθεια, αγαπητέ μου, εχεμύθεια.

Τη Δευτέρα, ο καιρός ήταν λίγο συννεφιασμένος και σε ορισμένες περιοχές της πόλης έπεφτε ψιλόβροχο. Ο Παυσανίας άργησε να πάει στο γραφείο λόγω του μποτιλιαρίσματος στη Συγγρού. Οι συνάδελφοί του πρόσεξαν την αργοπορία του και τη συνέδεσαν με το ταξίδι του στη Χαλκίδα.

Οταν μπήκε, φαινόταν ταλαιπωρημένος. Τα καλοκαιρινά ρούχα είχαν κολλήσει απάνω του και έσταζαν νερά στα μάγουλά του.

- Παυσανία, θα μας πεις τα νέα; Πώς πήγε η Χαλκίδα;

- Πού να σας τα λέω... Τελικά, η κοπέλα ξεπερνάει κάθε φαντασία! Στην αρχή πήγε να μου κάνει τη δύσκολη και ήθελε να το παίξουμε πλατωνικά. Της αρέσουν, λέει, τα σκοτάδια. Στο τέλος, όμως, όλα εξελίχθηκαν ομαλά και αποδείχτηκε κάθε άλλο παρά άπειρη! Σχεδιάζουμε να πάμε στο Παρίσι, λοιπόν... Ασε που θέλω να της κάνω δώρα. Εχει αδυναμία στις πέρλες.

- Και τώρα; Εδώ πώς θα τα λέτε;

- Ε, θα δούμε. Μου είπε ότι θα μου τηλεφωνήσει. Και την επόμενη φορά θα της έχω έτοιμη την έκπληξη. Τις πέρλες.

- Και η Ασπασία;

- Τι η Ασπασία; Δε φροντίζει καθόλου τον εαυτό της.

Ο άλλος τον κοίταξε με ειρωνεία και απομακρύνθηκε.

Τις επόμενες μέρες ο Παυσανίας φαινόταν ανήσυχος. Παραμελούσε τις υποχρεώσεις του στο γραφείο, ερχόταν αργά και έφευγε νωρίς. Με τις ώρες άλλωστε μιλούσε στο τηλέφωνο και όταν τον ζητούσαν πελάτες του, ζητούσε από τους συνεργάτες του να τους εξυπηρετήσουν. Ωσπου ένα μεσημέρι, εμφανίστηκε στο δικηγορικό γραφείο μια πληθωρική γυναίκα με κατάξανθα βαμμένα μαλλιά, που τα είχε πιασμένα με ένα κοκαλάκι ψηλά. Φορούσε μακριά χρωματιστή φούστα κι ένα μακό μπλουζάκι που τόνιζε την κοιλιά της. Κοίταξε γύρω της διερευνητικά, στριφογύρισε με αμηχανία το τσαντάκι της και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το γραφείο του Τριανταφυλλίδη.

- Ψάχνω τον κύριο Σταυρίδη. Τον Παυσανία, του είπε κάνοντας ένα μορφασμό που φανέρωνε ανυπομονησία.

- Πελάτισσα; Τη ρώτησε.

- Φίλη. Περνούσα και είπα να του κάνω έκπληξη.

- Ο κύριος Σταυρίδης λείπει αυτήν τη στιγμή, αφήστε το όνομά σας και θα τον ενημερώσουμε.

- Πείτε του ότι πέρασε η Φωφώ.

Οταν έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο Μιχάλης δεν κρατήθηκε.

- Ωστε αυτή είναι η σεξοβόμβα, που πήρε τα μυαλά του Παυσανία! Ακου Μονρόε! Τον καημένο! Πόσο απατηλή αποδεικνύεται η λάμψη του πυροτεχνήματος! Αυτή όμως κατάφερε να τον βγάλει από τον λήθαργο της καθημερινότητας. Κάτι δεν είναι κι αυτό; Ας είναι και εφήμερο. Του 'δωσε ζωντάνια και κέφι για ζωή. Δεν ξέρεις πού θα οδηγηθεί από την πρωτόγνωρη ορμή. Στον παράδεισο ή στην κόλαση, συμπλήρωσε και χαμογέλασε ειρωνικά.

Ο Παυσανίας άκουσε τα νέα με ανακούφιση. Στη ματιά του διακρινόταν η προσμονή. Περίμενε να ακούσει τις εντυπώσεις των συνεργατών του, τα σχόλιά τους. Εκείνοι, όμως, έμεναν βουβοί και πολύ γρήγορα γύρισαν στις δουλιές τους. Κι ο Παυσανίας μην μπορώντας να καταλάβει τι συνέβαινε, με ύφος απογοητευμένου παιδιού που το μάλωσαν γιατί είχε κάνει ζημιά, τους γύρισε την πλάτη και σήκωσε το ακουστικό.

- Τον καημένο, ψιθύρισε ο Μιχάλης. Δεν ξέρει τι του γίνεται. Η Ασπασία είναι καλύτερη... Μόνο η χυλόπιτα θα τον συνεφέρει. Προσέξατε ότι τελευταία δε φοράει τη βέρα του;

Μετά τις διακοπές του καλοκαιριού, ο κύριος Τριανταφυλλίδης και οι δύο νεότεροι συνεργάτες του επέστρεψαν ανανεωμένοι, ξεκούραστοι στη δουλιά. Ο Παυσανίας μόνο έδειχνε κουρασμένος,το πρόσωπό του πήρε το παλιό ύφος του κακομοίρη. Φορούσε το ριγέ κοστούμι που είχε σχεδόν λιώσει πάνω του και το μαλλί του για άλλη μία φορά ήταν μες στη λίγδα. Στο αξύριστο πρόσωπό του οι ρυτίδες φαίνονταν πιο βαθιές. Επεσε βαρύς στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του, και αμέσως μετά την πρώτη ερώτηση του Μιχάλη για το πώς εξελίχθηκαν εν τέλει τα πράγματα, αυτός σαν να την περίμενε την ερώτηση, ήταν έτοιμος για την απάντηση. Είχε αποφασίσει να της αγοράσει την γκαρσονιέρα, εκείνη όμως δεν έμεινε ικανοποιημένη και ζητούσε όλο και πιο πολλά πράγματα. Μεγάλο διαμέρισμα σε βόρειο προάστιο, χρυσαφικά, ταξίδια στο εξωτερικό, αλλιώς θα παντρευόταν τον αρραβωνιαστικό της. Τον απειλούσε μάλιστα ότι θα μιλούσε και στη γυναίκα του. Κι όταν έκανε πίσω ο Παυσανίας και της έλεγε ότι δε διαθέτει τόσα χρήματα, αυτή δε δίστασε να του πει ότι είναι ένα μεγάλο τίποτα, ένας ασήμαντος δικηγορίσκος, που μόνο την Ασπασία κατάφερε να αποκτήσει.

Τους κοίταξε με παράπονο και συμπλήρωσε:

- Αχ, το απόγευμα θα περάσει η Ασπασία μου να με πάρει και να πάμε στου Παπάζογλου για να της αγοράσω εκείνο το κολιέ που της είχα υποσχεθεί! Της αρέσουν οι πέρλες. Ευτυχώς η καημένη δεν πήρε είδηση τι έγινε... Της αξίζουν, λοιπόν, τα δώρα. Ασε που με ενοχλούν πάλι αυτές οι αιμορροΐδες... Τι ανυπόφορος ο πόνος. Να 'ναι καλά, όμως, η Ασπασία... με προσέχει, με φροντίζει...


Της
Χρύσας Σπυροπούλου


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ