Ξαφνικά και πολύ θυμωμένα μίλησαν. Παράξενο. Από χρόνια δε θυμώνουν. Δε βγαίνει τίποτε με το θυμό. Ασε που μετά ντρέπονται.
Περίεργη που είναι η ζωή. Ο ένας απ' τα χωριά του Πάικου. Ο άλλος απ' του Κόζιακα. Κι ο τρίτος απ' του Καρβούνη. Γνωρίστηκαν ως Λαμπράκηδες, στα πανεπιστημιακά χρόνια. Λίγο πριν τη δικτατορία. Παιδιά του εμφυλίου. Κυνηγημένα τα γονικά τους. Σκιασμένα τα ίδια. Ξεριζώθηκαν. Τα τέλειωσε όλα η χούντα.
Κράτησαν τη γνωριμία. Συναντιούνται και οικογενειακώς. Πάντα μιλάνε για τα μέρη τους. Για κείνα τα χρόνια. Για το πού πάνε τα πράγματα. Γιατρός ο ένας. Μηχανικός ο άλλος. Δικηγόρος ο τρίτος. Οχι, όχι. Δεν έγιναν μικροαστοί. Μήτε κοιλίτσα, μήτε προγούλι. Χωρικοί, κατά βάθος, έμειναν. Εύκολα διακρίνεται στα μάτια τους μια ενοχή.
Εχουν ευθύνη. Πρόδωσαν γονικά, ιδέες. Τους διαγούμισαν και η άλλη κοινωνία δεν ήρθε. Ηρθε, όμως, ο λόγος που τους θύμωσε. Και να φανταστείς, λένε, τον είπε άνθρωπος που την πρώτη του λέξη την ψέλλισε στα αγγλικά, που δεν πείνασε, μήτε σκιάχτηκε. Δεν τον έβγαλαν έξω με τις κάννες και τις φωνές: Ερευνα - έρευνα. Οπλα - όπλα.
Εχει δίκιο ο Διονύσιος Σολωμός. Πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος ο λαός. Αυτό δε συγχωρούν στον εαυτό τους. Δεν ήταν παιδιά απ' το πουθενά. ΕΛΑΣίτες, ΕΑΜίτες τα γονικά τους, οι μπαρμπάδες τους, το σόι τους. Γλιτώσαμε, λένε, και πού καταντήσαμε.
Ηταν πολύ θυμωμένοι και πιότερο πικραμένοι. Πρόδωσαν τον εαυτό τους. Την ιστορία τους. Ακούς εκεί. Να βρίζει κι από πάνω. Δε φτάνει που το κράτος είναι έργο τους, που έδιωξαν στη μετανάστευση τα παιδιά τούτης της αλμυρής πατρίδας και τους άλλους τους έσπρωξαν στην εσωτερική μετανάστευση, έρχονται και μιλάνε, τώρα, για την Ελλάδα που δεν πίστεψε στον εαυτό της. Η Ελλάδα δεν είναι οι άνθρωποί της; Τι τους έκαναν; Δεν τους εξόρισαν; Δεν τους καταδίκασαν; Δεν τους εκτέλεσαν; Δεν τους έδιωξαν;
Κι εσύ, τι θα πράξεις; Με αιφνιδίασαν. Τι θα πράξω; Εγώ, βλέπεις, δεν έχω μήτε ΕΛΑΣίτες, μήτε ΕΑΜίτες στο σόι μου. Πάντα ένιωθα αυτούς που κρατάνε τις κατακόκκινες σημαίες με το σφυροδρέπανο να είναι πολύ αψηλά. Τους σέβομαι.
Τι να σας πω. Αγαπώ τα παιδιά μου. Τα σέβομαι και τα θαυμάζω. Είναι στο Πανεπιστήμιο, ξέρετε. Εντάχθηκαν στην ΚΝΕ. Με καθοδηγούν. Αυτό. Τι άλλο να πω. Ζω με αυτά, ό,τι δεν έζησα.