Τρίτη 24 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η αλήθεια για τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων

Το πρόβλημα της συνεχούς υποβάθμισης της ποιότητας των τροφίμων πηγάζει από την αδηφαγία και ασυδοσία των διεθνών μονοπωλίων, των μεγαλοβιομηχάνων και μεγαλεμπόρων, στο "ξέφραγο αμπέλι" που έγινε η χώρα μας στα πλαίσια της νομοθεσίας της ΕΕ και της άρνησης των κυβερνήσεων, να ασκήσουν πραγματικό και αποτελεσματικό έλεγχο, που θα έθιγε τα κατεστημένα συμφέροντα.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή και εμπορία τροφίμων συγκεντρώνεται σε μεγάλες, κυρίως πολυεθνικές, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα. Στον οξύτατο ανταγωνισμό μεταξύ τους και στα πλαίσια της "παγκοσμιοποίησης" και της συμφωνίας της ΓΚΑΤΤ - Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ολοένα και νέα προϊόντα κατακλύζουν τις αγορές και νέα κεφάλαια επενδύονται στην έρευνα για νέα προϊόντα. Οχι άσχετος με τον ανταγωνισμό μεταξύ των πολυεθνικών είναι και ο πόλεμος που ξέσπασε τελευταία μεταξύ ΗΠΑ - ΕΕ (μπανάνα, ορμονούχα κρέατα κλπ.).

Στοιχεία απ' το 1981 μέχρι σήμερα δείχνουν ότι η ελληνική αγορά γίνεται ολοένα και πιο εξαρτημένη σε ζωοκομικά προϊόντα, κύρια απ' τις αναπτυγμένες κτηνοτροφικά βόρειες χώρες της ΕΕ και η χώρα μας βαθμιαία μετατρέπεται σε αποδέκτη τροφίμων δεύτερης διαλογής και σε πολλές περιπτώσεις ακατάλληλων. Στο στρατηγικό ζήτημα της διατροφής του ελληνικού λαού με τρόφιμα επαρκή, υγιεινά και φτηνά, τους κανόνες επιβάλλουν οι κοινοτικοί κανονισμοί που, με τη συμφωνία όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, περιορίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής, μεταποίησης και εφοδιασμού της ελληνικής αγοράς με εγχώρια προϊόντα (ποσοστώσεις παραγωγής, πρόστιμα κλπ.), με πρότυπα και προδιαγραφές που καθορίζονται από τους μεγαλοπαραγωγούς και μεγαλοβιομηχάνους.

****

Η φιλοσοφία των μέτρων ελέγχου των επιχειρήσεων που παράγουν, επεξεργάζονται, συντηρούν και διακινούν τα τρόφιμα στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, δείχνει ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν την ευθύνη της τήρησης των υγειονομικών και άλλων απαιτήσεων, ενώ με βάση τις αρχές της εσωτερικής αγοράς και της ελευθερίας διακίνησης των εμπορευμάτων, απουσιάζει, έστω και το παραμικρό στοιχείο, που να δείχνει τη θεσμοθέτηση ειδικών ελεγκτικών μηχανισμών και σε κοινοτικό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Δηλαδή, κάθε πολυεθνική εταιρία τροφίμων επιδιώκει να λειτουργεί σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας - ασυδοσίας στη διακίνηση των προϊόντων της, που την επιβάλλει μέσα απ' τα κοινοτικά όργανα που την υπηρετούν, γνωρίζοντας ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ή είναι ανύπαρκτοι ή, αν υπάρχουν στις χώρες - μέλη, λειτουργούν με ανομοιόμορφο τρόπο, χωρίς συγκεκριμένους κανόνες, καμιά φορά και με επικαλύψεις και αντιφατικότητες. Το μόνο ενδιαφέρον των πολυεθνικών επιχειρήσεων τροφίμων δεν είναι τίποτα περισσότερο απ' τη διαρκή αύξηση των κερδών τους και την πλήρη αδιαφορία τους για τις συνέπειες στη δημόσια υγεία.

Ειδικότερα, στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της χώρας, η κατάσταση δείχνει ότι ουσιαστικά το αντικείμενο είναι διασκορπισμένο σε 5 - 6 υπουργεία, το καθένα με "δική" του νομοθεσία, πολλές φορές αντιφατική με την αντίστοιχη του άλλου, με το δικό του προσωπικό, τη δική του εργαστηριακή υποδομή κλπ. Ολα αυτά λειτουργούν σήμερα, με τα γνωστά αποτελέσματα (αναξιοπιστία, κενά, επικαλύψεις αρμοδιοτήτων κλπ.). Ταυτόχρονα, υπογραμμίζοντας το κίβδηλο κυβερνητικό ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, τα προβλήματα των υπηρεσιών αυτών επιτείνονται διαρκώς, λόγω των μεγάλων κενών στις θέσεις του προβλεπόμενου προσωπικού τους, με φυσική αντανάκλαση στα αποτελέσματα και στη συχνότητα των ελέγχων που πραγματοποιούν.

Την απαράδεκτη αυτή κατάσταση και τις συνέπειες που αυτή εγκυμονεί για τη διατροφή και την υγεία του λαού έρχεται η κυβέρνηση δήθεν να διορθώσει με κινήσεις εντυπωσιασμού και νομοσχέδια - "τομές" που συρρικνώνουν και αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τις υφιστάμενες υποδομές.

****

Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περί ίδρυσης Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων προβλέπεται η μεταφορά και υπαγωγή των σημερινών διάσπαρτων αρμοδιοτήτων από διάφορα υπουργεία στον ΕΦΕΤ. Η αρμοδιότητά του ξεκινάει μετά την πρωτογενή παραγωγή, δηλαδή απ' την προσκόμιση των τροφίμων για επεξεργασία κλπ. στη βιομηχανία. Δηλαδή, δεν αφορά στο αντικείμενό του ο έλεγχος των τροφίμων, όσο αυτά βρίσκονται στο χωράφι ή στο στάβλο, πράγμα που αντιφάσκει με τον τίτλο του νομοσχεδίου περί "ενιαίου" φορέα ελέγχου.

Με το "συμβουλευτικό όργανο", το οποίο προβλέπει στα πλαίσια του ΕΦΕΤ, η κυβέρνηση επιδιώκει να δώσει την εντύπωση ότι η γενική κατεύθυνσή του θα έχει χαρακτήρα ευρύτερο - κοινωνικό, θεσπίζοντας μια δήθεν "συνεργασία" μεταξύ παραγωγών - βιομηχάνων - καταναλωτών, δηλαδή θα περνάνε οι απόψεις των βιομηχάνων χωρίς κανένα κόστος για την κυβέρνηση που φροντίζει έτσι να διασπείρει τις ευθύνες.

Το νομοσχέδιο προβλέπει τη σύσταση 13 περιφερειακών υπηρεσιών του ΕΦΕΤ, που θα ασκήσουν τα καθήκοντα των ελέγχων, δηλαδή φαίνεται ο δραστικός περιορισμός του αντικειμένου των σημερινών νομαρχιακών υπηρεσιών διυπουργικού χαρακτήρα (Γεωργίας, Κτηνιατρικές, Αλιείας, Υγείας, Χημικές), που ασκούν και το αντικείμενο του ελέγχου των τροφίμων. Παράλληλα οι 13 περιφερειακές υπηρεσίες του ΕΦΕΤ σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αναπληρώσουν το έργο και να υποκαταστήσουν τις παραπάνω πολυαριθμότερες, παρά την υπάρχουσα επικάλυψη αρμοδιοτήτων και συγχύσεις, νομαρχιακές υπηρεσίες.

Οι κυβερνητικές προθέσεις γίνονται καθαρότερες με τις παραπέρα διατάξεις, που ορίζουν ότι είναι δυνατή η διεξαγωγή εργαστηριακών εξετάσεων, αναλύσεων κλπ. από δημόσια, αλλά και ιδιωτικά, εργαστήρια.

Φαίνονται, λοιπόν, καθαρά οι κυβερνητικές επιδιώξεις. Δεν πρόκειται πριν απ' όλα για ενιαίο φορέα, αφού άλλοι κανόνες θα ισχύουν στο επίπεδο της παραγωγής και άλλοι απ' τη μεταποίηση και πέρα. Με δεδομένη την κυβερνητική αδιαφορία που αφήνει κενές ή λειψές τις υπηρεσίες του κράτους που έχουν ευθύνη στην πρωτογενή παραγωγή, αυτό ουσιαστικά λειτουργεί σαν ενθάρρυνση για κάθε είδους παράβαση π. χ. τη χρήση απαγορευμένων μεθόδων, ουσιών κλπ. Ταυτόχρονα, με έναν ΕΦΕΤ, που ξεκινάει να εμπλέκεται μετά τη μεταποίηση, δεν ενδιαφέρεται να διασφαλίσει την απαραίτητη συνέχεια των ελέγχων, ούτε και την προέλευση - καταγωγή των τροφίμων, που θα "χάνονται" μέσα στο σύνολο της αγοράς.

****

Τι μπορεί να γίνει όμως, αφού είναι αναγκαίο να υπάρχει έλεγχος τροφίμων;

Βέβαια, δεν υπάρχουν αυταπάτες ότι με τη σημερινή πολιτική ΕΕ και κυβέρνησης και το ιδανικότερο σχήμα δε θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει κατά τρόπο, που να εξυπηρετεί πλήρως τα συμφέροντα και το στόχο της υγιεινής διατροφής του λαού, αφού πάντα οι πολυεθνικές θα τείνουν να περιορίσουν το κόστος παραγωγής τους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και ασφάλειά τους με προμήθεια φτηνών πρώτων υλών, χρήση απαγορευμένων ουσιών κλπ. Αυτή η διαπίστωση δε σημαίνει όμως ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Το αντίθετο μάλιστα, το λαϊκό κίνημα μπορεί να διεκδικήσει και να επιβάλει λύσεις που θα μπορούν να περιορίζουν την ασύδοτη δράση των πολυεθνικών τροφίμων.

Για τη χώρα μας η υπόθεση της ποιότητας και του ελέγχου των τροφίμων πρέπει να ξεκινά πριν απ' όλα με μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής, ενάντια στις αντιαγροτικές επιλογές της ΕΕ, που επιβάλλουν τον περιορισμό της και οδηγούν στην κάλυψη των αναγκών διατροφής του ελληνικού λαού με τρόφιμα, που παράγονται στις χώρες της ΕΕ. Να υπάρχει άμεση εποπτεία στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, σε συνδυασμό και με τον έλεγχο των προϊόντων. Με τη σημερινή κατάσταση διαρκούς και μεγαλύτερης εξάρτησης στα ζωοκομικά προϊόντα και διεύρυνσης του όγκου των εισαγωγών τροφίμων γενικότερα, οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται, αφού πάντα θα υπάρχει το πρόβλημα της έλλειψης πρόσβασης στην πηγή παραγωγής τους, που είναι αποτέλεσμα της νομοθεσίας για την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων στις χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα ο έλεγχος να γίνεται κατασταλτικός, όπως στην περίπτωση των διοξινών.

****

Είναι αναγκαίο, το σύστημα ελέγχων να διέπεται όχι μόνο απ' την κατασταλτική - αστυνομική λογική, που βέβαια θα υπάρχει κι αυτή, αλλά κύρια να δίνει τη δυνατότητα άμεσης παρακολούθησης της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, χρειάζεται ένα σύστημα που με την κατάλληλη υποδομή, θα μπορεί να παρακολουθεί και να ελέγχει όλες τις φάσεις της παραγωγής, το πολλαπλασιαστικό υλικό, τις μεθόδους καλλιέργειας, τη χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κλπ., των τροφίμων φυτικής προέλευσης και των ζωοτροφών. Που θα μπορεί, αντίστοιχα, να παρακολουθεί κάθε κτηνοτροφική εκμετάλλευση και να διασφαλίζει τις υγιεινές συνθήκες εκτροφής των ζώων. Ετσι ώστε να διασφαλίζεται ότι τα τρόφιμα θα φεύγουν από την πρωτογενή παραγωγή όσο πιο ασφαλή και θα φτάνουν το ίδιο ασφαλή, για επεξεργασία, στη βιομηχανία.

Απαραίτητος είναι ο έλεγχος και η παρακολούθηση της διαδικασίας επεξεργασίας των τροφίμων σε μεταγενέστερα στάδια (τυποποίηση, συντήρηση, διακίνηση, αποθήκευση, διάθεση κλπ.) και με τρόπο ώστε να μπορεί να ταυτοποιείται η προέλευση του τροφίμου σε οποιοδήποτε στάδιο κι αν βρίσκεται. Ακόμα πρέπει ο έλεγχος να βασίζεται όχι μόνο στην απλή μακροσκοπική εξέταση των τροφίμων, αλλά μέσα απ' την ύπαρξη κρατικών εργαστηρίων, κατάλληλα εξοπλισμένων και στελεχωμένων, με το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό, να επεκτείνεται σε κάθε είδους ανάλυση που θα τεκμηριώνει την υγειονομική και ποιοτική τους κατάσταση (έλεγχος πρόσθετων υλών, βελτιωτικών, συντηρητικών και λοιπών ουσιών).

Με βάση όσα αναφέρθηκαν και τη σχετική διεθνή εμπειρία, είναι φανερό ότι χρειάζεται επανεξέταση των δραστηριοτήτων όλων των υπηρεσιών και φορέων, με κύριο, ωστόσο, την ενδυνάμωσή τους και τη διατήρηση του κρατικού χαρακτήρα και ενιαίου τρόπου των ελέγχων, που πρέπει να ξεκινάνε από την πηγή παραγωγής τροφίμων και να επεκτείνονται αδιάσπαστα μέχρι την τελική διάθεση του προϊόντος στην κατανάλωση.

Η αντιμετώπιση αυτή, όμως, είναι μακριά απ' τις επιδιώξεις της κυβέρνησης, που αδιαφορεί για την εφαρμογή μιας φιλοαγροτικής πολιτικής παραγωγής τροφίμων και νομίζει ότι μπορεί να δημιουργήσει εντυπώσεις για δήθεν ελέγχους. Ετσι το όλο θέμα, σαν στρατηγικής σημασίας ζήτημα εθνικής παραγωγής τροφίμων και ταυτόχρονα προστασίας της δημόσιας υγείας, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο του ίδιου του μαζικού κινήματος, των φορέων του, των καταναλωτικών οργανώσεων κλπ. που πρέπει να το αναδείξουν σαν τέτοιο, καταδικάζοντας την εντυπωσιοθηρική κυβερνητική πρακτική.

Γ.Ρ.

Για τη χώρα μας η υπόθεση της ποιότητας και του ελέγχου των τροφίμων πρέπει να ξεκινά πριν απ' όλα με μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής, ενάντια στις αντιαγροτικές επιλογές της ΕΕ, που επιβάλλουν τον περιορισμό της και οδηγούν στην κάλυψη των αναγκών διατροφής του ελληνικού λαού με τρόφιμα που παράγονται στις χώρες της ΕΕ.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ