Αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί. Ο λόγος για τις θέσεις και απόψεις, που διατύπωσε ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου, για τα τοκογλυφικά τραπεζικά επιτόκια. Είδαμε, δηλαδή, ξαφνικά τον επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης Σημίτη, να"ανακαλύπτει" ή να ομολογεί δημόσια ότι οι κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες κερδοσκοπούν, καταληστεύοντας το μεγαλύτερο μέρος των πελατών τους, που ανήκουν την κατηγορία των "μη εχόντων και κατεχόντων" και προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της μονόπλευρης λιτότητας με τραπεζικά δάνεια. Η ...ξαφνική "ευαισθησία" της κυβέρνησης, απέναντι στους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που είναι τα μεγάλα θύματα των τραπεζών και υφίστανται τις συνέπειες των τοκογλυφικών όρων, με τους οποίους αγοράζουν και πουλάνε το χρήμα οι τράπεζες, είναι το λιγότερο "εκ του πονηρού". Οπως, επίσης, "εκ του πονηρού", είναι και η δημόσια επίθεση του Γ. Παπαντωνίου στους τραπεζίτες, που τους κατηγόρησε ότι εκμεταλλεύονται "μονοπωλιακές καταστάσεις, οι οποίες συνδέονται με το παρελθόν του τραπεζικού συστήματος" και κερδοσκοπούν σε βάρος των οικονομικά αδυνάτων, με διάφορους τρόπους.
Πίσω από την "επίθεση" αυτή κρύβεται στην ουσία η υποκρισία και ο φαρισαϊσμός σε όλο τους το μεγαλείο. Αν οι όροι, με τους οποίους οι τράπεζες χορηγούν τα δάνεια και συγκεντρώνουν τις λαϊκές αποταμιεύσεις, ήταν και παραμένουν τοκογλυφικοί, υπεύθυνοι γι' αυτό είναι πρώτα και κύρια η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Αυτοί καθορίζουν το γενικό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, συστατικά στοιχεία της οποίας ήταν η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και η επιβολή του "λιγότερου κράτους" και στις τράπεζες με την εκποίηση κρατικών τραπεζών.
Το γεγονός ότι συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν να ενταθεί η τοκογλυφία των τραπεζών σε βάρος κυρίως των οικονομικά αδυνάτων, το ομολογεί σήμερα και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Μόνο που η ομολογία του, είναι εκ του πονηρού, γιατί, τόσο η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας, όσο και των ελεγχόμενων από το κράτος τραπεζών - που έχουν σημαντικό λόγο για το ύψος των επιτοκίων και τους άλλους όρους χορήγησης των δανείων ή συγκέντρωσης των καταθέσεων - διορίζονται από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, από το οποίο παίρνουν και τις βασικές εντολές για την πολιτική επιτοκίων που θα εφαρμόσουν. Αδιάψευστος μάρτυρας ότι η συγκεκριμένη πολιτική, οδήγησε στην ενίσχυση της τοκογλυφίας των τραπεζών και της κερδοσκοπίας, σε βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμάτων - που προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της μονόπλευρης λιτότητας με δανεικά από τις τράπεζες - είναι και το γεγονός ότι τα ποσοστά αύξησης των επίσημων τραπεζικών κερδών τα τελευταία χρόνια είναι ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑ του πληθωρισμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο φετινό εξάμηνο ανακοινώθηκαν αυξήσεις κερδών, που ξεπερνούν και το 200% ή και μεγαλύτερα ποσοστά).
Αν, λοιπόν, κάποιος πρέπει να κατηγορηθεί για την τοκογλυφία, στην οποία επιδίδονται οι τράπεζες, αυτός είναι η ίδια η κυβέρνηση και ο επί των Οικονομικών υπουργός της. Και η κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να πληρώσει το πολιτικό κόστος, για την έξαρση της τοκογλυφίας στις τράπεζες, γιατί αυτή καθορίζει το γενικότερο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που επιτρέπει και στις τράπεζες να αυξάνουν τα ποσοστά κέρδους με ρυθμό 100% ή και 200% και να σκορπούν τα δισεκατομμύρια για αγοραπωλησίες μετοχών σαν... στραγάλια!