Μνήμες επονίτικης ψυχής
Τι πρώτο, τι ύστερο - σήμερα που ο ιμπεριαλισμός χαλκεύει νέες αλυσίδες για τα Βαλκάνια - να γράψεις για το βιβλίο ενός πολυάκριβου συντρόφου; Ενός κομμουνιστή με πολύχρονους αγώνες, ακλόνητη σ' όλες τις "φουρτούνες" πίστη, ακέραιο ήθος, αλήθεια λόγου και έργου, έμφυτη σεμνότητα - σχεδόν παιδική ντροπαλοσύνη - και ξεχωριστή ανθρώπινη γλυκύτητα, σαν του Γιώργου Μωραϊτη,που έχει τη "θεία χάρη" να τον εκτιμούν αλλά και αγαπούν όσοι τον γνωρίζουν. Με χαρά μεγάλη αλλά και αίσθηση του τεράστιου για τους μικρούς της ώμους "μεγέθους" του, παρουσιάζει η υπογράφουσα το βιβλίο του Γιώργου Μωραϊτη "Αναμνήσεις ενός αντάρτη" (Β) (Καστανιώτης). Πού να βρει, όμως, τις λέξεις που του πρέπουν; Πώς, να συνοψίσεις ελάχιστα, έστω, από τα σπουδαία "συστατικά" του, ενώ πρόκειται για βιβλίο - προσφορά στην ιστοριογραφία μας; Για συγκινητικά τιμητική περιγραφή πολλών ηρωικών αγώνων του λαού μας, στα βουνά, στα χωριά και στις πόλεις. Για απαθανάτιση (με πολλά άγνωστα στοιχεία ατομικής και ομαδικής δράσης) με πληθώρα καλοσχεδιασμένων - ιδεολογικά, αγωνιστικά, χαρακτηρολογικά - "πορτρέτων" νεκρών και ζώντων, επωνύμων και ανωνύμων "αγίων" του λαού. Για διδαχή προς τους νεότερους, η οποία πηγάζει από το προσωπικό παράδειγμα. Από μια υποδειγματικής συνέπειας αγωνιστική, ιδεολογική, ηθική, αλλά και από μια απείρου κάλλους ψυχή. Γι' αυτό και διδαχή, χωρίς άψυχο ποζάτο διδακτισμό, αλλά διδαχή σεμνή, ουσιαστική, θερμής βιωματικής - κι όμως διόλου περιαυτολόγας - αλήθειας, οραματικού ρομαντισμού και απροσποίητης ανθρωπιάς, που διεγείρει ψυχοπνευματικά τον αναγνώστη.
Το σημείωμα ούτε περιληπτικά μπορεί να αναφερθεί στα πολυάνθρωπα, πολύτοπα, πολύπτυχα γεγονότα, στις συγκλονιστικές εμπειρίες και αναμνήσεις του Γιώργη Μωραϊτη από το πρώτο και δεύτερο αντάρτικο. Αναμνήσεις μιας πολύπαθης πορείας, που την ξεκίνησε, γυμνασιόπαιδο ακόμα, στο συντηρητικό προπολεμικά χωριό του, τη Βοδονίτσα Λαμίας, στα χρόνια της Αντίστασης και χωρίς ανάπαυλα τη συνεχίζει και σήμερα, μαχόμενος και διά της επονίτικα "άγρυπνης" δημοσιογραφικής και συγγραφικής του πένας, που ολοκληρώνει τον τρίτο τόμο των αντάρτικων αναμνήσεών του. Θα σταθεί, όμως, στη συγγραφική αρετή του βιβλίου. Ο αναγνώστης που γνωρίζει τον Γ. Μωραϊτη, διαβάζοντας τις μικρές, νεανικού παλμού φράσεις του, την κυριολεκτική στα νοήματα και μηνύματά της και παράλληλα εύπλαστη, γεμάτη ομορφιά και λαϊκούς χυμούς γλώσσα του, ξεχνιέται ότι διαβάζει. Θαρρεί πως ακούει και βλέπει ζωντανά τον Γ. Μωραϊτη να μιλά, όπως πάντα, με τη φλόγα και ευγένεια της αγωνιστικής ψυχής του.
Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ