Το σημείωμά μου της προηγούμενης Κυριακής με τίτλο "Ελλάδα και Ευρώπη" τελείωνε με τη λέξη "συνεχίζεται". Κι αυτό σήμαινε πως δεν είχα πει όσα ήθελα να πω. Εξάλλου, πώς να τελειώσεις ένα τέτοιο θέμα με 10 αράδες; Πώς να τελειώσεις την πικρή ιστορία της ζωής σου με τη σελίδα μιας εφημερίδας; Αυτή την ιστορία του τρόμου πώς να τη διηγηθείς σε μια Κυριακή και να καταλάβουν οι άλλοι πως κινδυνεύεις; Κι όμως, σήμερα δε θα συνεχίσω. Οι μέρες που ξημέρωσαν δεν ήταν απλές, ούτε ωραίες, και η πατρίδα μου η Θεσσαλονίκη, μέσα σ' αυτό το δύσκολο ξημέρωμα, δεν ήτανε πια η ερωτική πόλη των ποιητών και των τρυφερών εραστών. Κι έτσι όπως έβλεπε με το χέρι αντήλιο κατά τον Ολυμπο, δεν έβλεπε τους ξοφλημένους θεούς του δωδεκάθεου. Τους πεζοναύτες του Κλίντον έβλεπε και τα δισέγγονα του Ροβεσπιέρου να ακονίζουν τα "ειρηνοφόρα" νύχια τους και να καθρεφτίζουν τις παραγεμισμένες μπαλάσκες τους στο βρώμικο Θερμαϊκό.
Πώς να συνεχίσω, λοιπόν, την κουβέντα για την πικρή ιστορία της Ευρώπης, όταν η "Νέα Τάξη Πραγμάτων" χτυπάει τη διπλανή μου πόρτα με το ψυχρό ρόπτρο του πολέμου; Οταν στο όνομα μιας ύποπτης "ανακωχής" απειλεί να εκχερσώσει τις αυλές των σπιτιών μας και κει να φυτέψει τα κακτοειδή της αμερικάνικης χλωρίδας, που μόνο στις έρημες πολιτείες των αφανισμένων Ινδιάνων μπορούν να ευδοκιμήσουν; Γιατί αυτός ο πόλεμος, που προαναγγέλλεται τον τελευταίο καιρό με όλους τους τυχοδιωκτικούς τρόπους της αλλοτριωμένης στη λογική της καουμποϊστικης "αντρειοσύνης" Ευρώπης, δεν είναι δική μας υπόθεση και γι' αυτό δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε και να τον δεχτούμε. Είναι το προϊόν μιας εφιαλτικής διαπραγμάτευσης, που φοβούμαι πως, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να πουληθεί εδώ, κοντά μας. Κι όλ' αυτά που διαβάζουμε και ακούμε είναι τα καλογυαλισμένα επιχειρήματα, που βγαίνουν μέσα από τις πονηρές μήτρες της αμερικάνικης φιλειρηνικής κουλτούρας. Επιχειρήματα όμοια με κείνα που κατασκευάζουν οι πλασιέ, όταν θέλουν να σας πουλήσουν τους 12 τόμους μιας παλιάς εγκυκλοπαίδειας, που εδώ και καιρό δεν τη διαβάζει κανείς!
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι ρητορικό. Δε λέγεται για να περάσει ο τηλεοπτικός μας χρόνος και να γυρίσουμε από το άλλο πλευρό, για να συνεχίσουμε τον ύπνο του δικαίου της αγοράς και του χρηματιστηρίου. Το ερώτημα αυτό είναι σταράτο και πονάει, γιατί κόβει, όπως έκοβε το ξουράφι του παππού μου του Νικολάκη, που δεν έλεγε ποτέ να το ακονίσει και όλο αφάνιζε τα κουρασμένα του μάγουλα, κάθε φορά που αποφάσιζε να ξυριστεί, για να βγει κι αυτός, κάτω από την γκρίνια της γιαγιάς μου της Χρηστίτσας, στην εκκλησία.
Και το ερώτημα λέει: Τι κάνουμε, λοιπόν; Θα μείνουμε έτσι στο πεζοδρόμιο και θα χειροκροτούμε τα τανκς που περνούνε, όπως στις γραφικές παρελάσεις των εθνικών επετείων; Θα μείνουμε αδιάφοροι, γιατί νομίζουμε πως αυτός ο πόλεμος δε μας αφορά, γιατί τα κανόνια του είναι στημένα σε ξένες αυλές και θερίζουν ξένα κεφάλια; Θα μείνουμε έτσι, γαλήνιοι, γιατί αυτός ο πόλεμος είναι "νόμιμος", μια και έχει νόμιμους σκοπούς και σκοπεύει σε φιλάνθρωπα αποτελέσματα; Θα πιστέψουμε, με άλλα λόγια, πως στην περίπτωση αυτή οι αλβανόφωνοι είναι οι ελευθερωτές, αφού ζητούνε να χτίσουν τη δική τους πατρίδα και ο Μιλόσεβιτς ο τρομοκράτης; Ενώ, στην άλλη, οι Κούρδοι είναι οι τρομοκράτες, αφού ζητούνε να χτίσουν τη δική τους πατρίδα και ο Τούρκος αφέντης ο ελευθερωτής;
Θα πιστέψουμε πως όλες αυτές οι συσκέψεις και οι διπλωματικές επαφές, το "πάνε κι έλα" των προεδρικών εκπροσώπων μέσα κι έξω από τα στρατόπεδα του πολέμου γίνονται για το καλό της ειρήνης και ψάχνουν να βρούνε τις δίκαιες λύσεις, που θα ταιριάζουν στα όνειρα των λαών να ζήσουν ήσυχοι στα χωράφια και στ' αμπέλια τους; Δίπλα στις ισχνές αγελάδες τους και απέναντι στα ορμητικά τους ποτάμια; Δε θ' αντιδράσουμε; Δε θα ανεβούμε στην καρέκλα, όπως όταν είμαστε μικροί και κάναμε πρόβα στο ποίημα της σχολικής μας γιορτής, μην τύχει και ξεχάσουμε τα λόγια και δε μας χειροκροτήσει η μικρή γειτονοπούλα, που από καιρό την είχαμε βάλει στο μάτι; Δε θ' ανεβούμε, λοιπόν, στην καρέκλα, για να φωνάξουμε πως δε μας ξεγελούν; Για να φωνάξουμε πως ξέρουμε τι θα πει πόλεμος και τι εννοούν οι μεγάλοι προστάτες, όταν ανεμίζουν πάνω από τα κεφάλια μας αυτό το ξεφτισμένο κλαδί της ευρωαμερικανικής ελιάς;
Καλές μου συντρόφισσες, έτσι είναι το σωστό: Πόλεμο αυτοί; Πόλεμο κι εμείς. Κανόνια αυτοί; Κανόνια κι εμείς. Μόνο που ο δικός τους ο πόλεμος και τα δικά τους κανόνια είναι φτιαγμένα από ατσάλι, ενώ τα δικά μας από φτερούγες περιστεριών. Πολεμοφόροι αυτοί; Ειρηνοφόροι εμείς. Αυτοί με τους τρομοκράτες; Εμείς με τους ελευθερωτές. Δεν μπορεί, θα νικήσουμε κι εμείς κάποια φορά. Μη φοβάστε!
Τι κάνουμε, λοιπόν; Θα μείνουμε έτσι στο πεζοδρόμιο και θα χειροκροτούμε τα τανκς που περνούνε, όπως στις γραφικές παρελάσεις των εθνικών επετείων; Θα μείνουμε αδιάφοροι, γιατί νομίζουμε πως αυτός ο πόλεμος δε μας αφορά, γιατί τα κανόνια του είναι στημένα σε ξένες αυλές και θερίζουν ξένα κεφάλια; Θα μείνουμε έτσι, γαλήνιοι, γιατί αυτός ο πόλεμος είναι "νόμιμος", μια και έχει νόμιμους σκοπούς και σκοπεύει σε φιλάνθρωπα αποτελέσματα;