Παρά τα όσα γράφονται τις τελευταίες μέρες, με αφορμή το "γάμο" της Τράπεζας Πειραιώς με τη ΧΙΟΣ ΜΠΑΝΚ, και τη δημιουργία μεγάλων τραπεζικών συγκροτημάτων που ήδη εμφανίστηκαν στη χώρα μας, τα στοιχεία επιβεβαιώνουν, με τον καλύτερο τρόπο, τις διαπιστώσεις που ο "Ρ" έκανε στο φύλλο της προηγούμενης Τρίτης. Οτι δηλαδή, οι αγοραπωλησίες και οι συγχωνεύσεις τραπεζών, που έχουν γίνει μέχρι στιγμής, αποτελούν "ενδιάμεσες διεργασίες για το οριστικό ξαναμοίρασμα της πίτας στον τραπεζικό τομέα, τον τομέα δηλαδή, όπου βρίσκονται συσσωρευμένα τα περισσότερα κεφάλαια".
Μήλον της Εριδος σ' αυτή τη φάση φαίνεται να αποτελεί η Ιονική Τράπεζα. Η τράπεζα, που από κοινού με τη μητρική της Εμπορική εξακολουθεί να είναι ο δεύτερος ισχυρότερος, μετά την Εθνική, τραπεζικός οργανισμός στη χώρα, κάτι που, ωστόσο, δε συμβαδίζει με τα κυβερνητικά σχέδια και την ΟΝΕ που απαιτούν και παίρνουν κάθε μέτρο για την ποικιλόμορφη ενίσχυση των ιδιωτικών τραπεζικών συγκροτημάτων. Η διακηρυγμένη εμμονή της κυβέρνησης να προχωρήσει στη μεταβίβασή της Ιονικής σε ιδιώτες τραπεζίτες και οι αλλαγές που την τελευταία χρονιά έχουν γίνει στην τραπεζική αγορά, δείχνουν ότι όποιος ελληνικός όμιλος - μόνος του ή σε συνεργασία με κάποια ξένη τράπεζα - κατορθώσει να βάλει στο χέρι την Ιονική Τράπεζα, αυτόματα θα αναρριχηθεί στη δεύτερη, από άποψη ισχύος, θέση των τραπεζών. Τα στοιχεία στους σχετικούς πίνακες, που αφορούν το μερίδιο αγοράς, της κάθε τράπεζας, με βάση το σύνολο του ενεργητικού τους το 1995 και το 1997 είναι αποκαλυπτικά.
Η πρόσφατη συναλλαγή Σάλλα - Βαρδινογιάννη - πέραν του ίδιου του γεγονότος της συγχώνευσης τραπεζικών κεφαλαίων, που από μόνη της κινείται στην κατεύθυνση που ευνοεί την υλοποίηση των σχεδίων του τραπεζικού κεφαλαίου - φαίνεται να ήταν απαραίτητη και στους δύο για διαφορετικούς, ενδεχόμενα λόγους. Για τον μεν πρώτο, προκειμένου η Τράπεζα Πειραιώς να αποκτήσει το οριακό μερίδιο του 0,8% που είχε η ΧΙΟΣ και μαζί με την ενίσχυση της κεφαλαιακής δομής της Τράπεζάς του, ενδεχόμενο "χτύπημα" και απόκτηση της Ιονικής να φέρει τον όμιλο που διοικεί μπροστά και από την Τράπεζα Πίστεως που αδιαφιλονίκητα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη δεύτερη - και μακρά της τρίτης - θέση στον τραπεζικό χάρτη. Για το δεύτερο η συναλλαγή δε φαίνεται να είναι άσχετη με την εμπλοκή του σε δικαστικές περιπέτειες με το συνεταίρο του, τη Σαουδαραβική ARAMCO, η οποία διεκδικεί κάποιες δεκάδες δισεκατομμύρια από το γνωστό μεγαλοεπιχειρηματία. Μια εμπλοκή που ήρθε να προστεθεί στις εσωοικογενειακές διενέξεις στην οικογένεια των Βαρδινογιάννηδων και η οποία, κοντά σε όλα τα άλλα, συνοδεύεται - για εύλογους λόγους - και με συνεχείς αλλαγές στα περιουσιακά στοιχεία του Β. Βαρδινογιάννη.
Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις που υπάρχουν στα μεριά της τραπεζικής αγοράς και το πώς αυτά θα διαμορφωθούν στο επόμενο διάστημα, εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η κυβερνητική πολιτική που ακολουθήθηκε όλα τα τελευταία χρόνια. Σε μια περίοδο που η τάση στο χώρο των τραπεζών, όπως άλλωστε και στους άλλους κλάδους, είναι οι προσπάθειες συνενώσεων, συγχωνεύσεων και εξαγορών, προκειμένου ν' αντιμετωπιστούν οι νέες συνθήκες αδυσώπητου ανταγωνισμού, οι κυβερνώντες έχουν επιλέξει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Ετσι κρατικοί τραπεζικοί όμιλοι που μέχρι πρόσφατα είχαν στους κόλπους τους μικρότερες τράπεζες με τη μορφή των θυγατρικών εταιριών "σαλαμοποιήθηκαν". Οι μικρότερες αυτές τράπεζες είναι που μέχρι στιγμής έχουν μπει στο στόχαστρο των ιδιωτικών τραπεζών και μέσω της απόκτησης αυτών αποκτούν την κεφαλαιακή ισχύ για τη διεκδίκηση της Ιονικής σήμερα και - σαφώς - της Εμπορικής αργότερα, ώστε να εξασφαλίσουν την πλήρη κυριαρχία τους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Ενδεικτικό από αυτή την άποψη είναι ότι το ξεπούλημα της Τράπεζας Πειραιώς από τον όμιλο της Εμπορικής στις αρχές της δεκαετίας αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του ομίλου που διευθύνει σήμερα ο Μ. Σάλλας, γνωστό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ από την προηγούμενη δεκαετία. Από εκεί και πέρα γνωστή ήταν η τύχη και της Τράπεζας Αθηνών, και της Τράπεζας Κρήτης, και της Μακεδονίας - Θράκης Τράπεζας και της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδας. Ολες, πλην της Κεντρικής Ελλάδας, "μοιράστηκαν" ανάμεσα στον όμιλο του Λάτση και της Πειραιώς, οι οποίοι κατέχοντας σήμερα μερίδια αγοράς 8,4% και 3,9% αντίστοιχα στην πραγματικότητα απέκτησαν δύναμη να υπαγορεύουν τους όρους τους και να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεργασίες του τραπεζικού συστήματος. Μια δύναμη που τους πρόσφερε η πολιτική της πλήρους υποταγής στη λογική που θέλει, το κοινωνικό σύνολο, μέσω των αποφάσεων που παίρνονται σε πολιτικό επίπεδο, να πληρώνει όλο και ακριβότερα την υπόθεση της ανασυγκρότησης του καπιταλισμού και της πολυσχιδούς ενίσχυσης του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ