"Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν... ".
Ετσι αρχίζει ένα από τα ωραιότερα διηγήματα του Τσέχοφ, ο "Βάνκας", και θυμήθηκα αυτό το μικρό αριστούργημα, όταν διάβασα την περασμένη βδομάδα στον Τύπο ότι στις 2 Ιούνη θα γίνει στη Γενεύη παγκόσμιο συνέδριο, για να ζητηθεί η κατάργηση της εργασίας των ανηλίκων και ακόμη ότι: Φοιτητές της Παντείου, που ερεύνησαν τι γίνεται με αυτό το πελώριο θέμα στον ελληνικό χώρο, διαπίστωσαν ότι τουλάχιστον 50.000 παιδιά στη χώρα μας έχουν βγει πριν την ώρα τους στη βιοπάλη.
Ο αριθμός ίσως να σοκάρει κάποιους από εμάς, που, ενδεχομένως είχαν την εντύπωση ότι όλοι κι όλοι οι ανήλικοι που κυνηγούν το μεροκάματο είναι οι μικροί άθλιοι των φαναριών. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο "απλά". Εκτός από τα παιδιά των κεντρικών διασταυρώσεων υπάρχουν χιλιάδες άλλα, που προσφέρουν τα αδύναμα χέρια τους και την τρυφερή ψυχή τους σε παντός είδους"έργα", εισπράττοντας, τελικά, ελάχιστα χρήματα και μεγίστη εκμετάλλευση.
Πενήντα χιλιάδες, λοιπόν, εδώ οι ανήλικοι που εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν και διακόσια εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο οι "μικροί δούλοι". Στην Ινσταμπούλ ο 10χρονος Αχμέτ περιφέρεται στους δρόμους με το κασελάκι του λούστρου και η αδελφούλα του η Αϊσά πληγώνει κάθε μέρα τα χεράκια της στη βιοτεχνία χειροποίητων κεντημάτων που δουλεύει. Στο Μεξικό ο Χοσελίτο φορτώνεται τις αποσκευές των ταξιδιών σαν ζώο. Στη Σρι Λάνκα η 14χρονη Μπιεν ξεθεώνεται κάθε μέρα σφουγγαρίζοντας σκάλες σε αρχοντόσπιτα. Και στην Ινδία ο 11χρονος Κιπούρ πλέκει πολύχρωμα χαλιά και δέχεται αδιαμαρτύρητα ως και το ξύλο που του δίνουν τα αφεντικά. Πώς να το τολμήσει να διαμαρτυρηθεί, όταν ξέρει ότι κάποιος άλλος μικρός είλωτας, που θέλησε να καταγγείλει την εκμετάλλευση και την κακομεταχείρισή του, βρέθηκε, τελικά, γαζωμένος με σφαίρες σε ένα χαντάκι;
"Μόλις απόμεινε μονάχος ο Βάνκας στο μαγαζί πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα και αφού αναστέναξε, προσπαθώντας να ελευθερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε έγραψε στο χαρτί: Πολυαγαπημένε μου παππού Κωνσταντή Μακάριτς. Σου γράφω τα βάσανά μου. Χτες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο...
Ολοι με βασανίζουν εδώ και όσο για φαϊ, άστα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Ούτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά... Παππού, πάρε με από δω, γιατί δεν αντέχω άλλο. Πάρε με γιατί θα πεθάνω"!
Σπαρακτική η κραυγή του μικρού Βάνκα στο γράμμα του. Πόσες όμως τέτοιες κραυγές και σήμερα, τόσα χρόνια μετά! Πόσες τέτοιες κραυγές - βουβές ή δυνατές - από όλα αυτά τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Από όλα αυτά τα παιδιά - θύματα ενός συστήματος που έχει οικοδομηθεί στη σκληρή εκμετάλλευση, την αδικία, την κοινωνική αδιαφορία και την εγκληματική ανοχή και ανυπαρξία του κράτους. Απόπαιδα αυτού του απάνθρωπου συστήματος τα "αδέλφια του Βάνκα" αποκληρώθηκαν ανελέητα και στερήθηκαν όλα τα δικαιώματα της τρυφερής ηλικίας τους. Μόνο ένα πράγμα επέτρεψαν σ' αυτά: να προσφέρουν φτηνά εργατικά χέρια στα αφεντικά. "Ελα γρήγορα, παππού, για τ' όνομα του Θεού. Λυπήσου με και πάρε με από δω. Δεν είναι ζωή αυτή χειρότερη κι απ' του σκύλου"!
Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ