Ενα απλό παραμυθάκι θα σας πω, όχι για το κοριτσάκι που πουλούσε σπίρτα στο χιόνι - οι καιροί έχουν αλλάξει και τα σπίρτα δεν είναι πια της μόδας - αλλά γι' αυτό που πουλούσε χαρτομάντιλα στα φανάρια. Εκείνο το μικρό κατάξανθο αγγελούδι, που βρέθηκε στο εδώλιο με την κατηγορία της επαιτείας.
Η Δικαιοσύνη ομίλησε. Το πνεύμα και το γράμμα του νόμου. Ο μικρός ξανθός άγγελος απορεί. Ο μικρός Χριστός στην εικόνα πάνω από το έδρανο, καλά βολεμένος στην αγκαλιά της μάνας του, δείχνει πως δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα. Μήτε καν να χαμογελάσει.
Τούτη η ξανθοκόκκινη κουκλίτσα, που ανοιγοκλείνει τα ματάκια της και λέει μαμά, είναι πιο χαριτωμένη από τη λεπτεπίλεπτη μπαλαρίνα με τη χρυσή κοτσίδα μέχρι τη μέση.
Μόνο να τα βλέπει και να ονειρεύεται κάτω από τα φανάρια με τους περαστικούς και τα χαρτομάντιλα σε τιμή ευκαιρίας. Αμίλητη σε κοιτάζει βαθιά στα μάτια και τρεμοπαίζει η άκρη των χειλιών της. Οχι δεν είναι χαμόγελο, παράπονο και πίκρα είναι. Δεν απαντά στην ερώτησή σου. Δεν είναι τίποτα. Απλά ένα μικρό κορίτσι, που του στερούν την ηλικία του. Ενα παιδί που του κρύψανε τον ήλιο, ένα παιδί που του πήραν την ανάσα και το γέρασαν απ' τα εννιά του χρόνια. Μια κουκλίτσα που ξέφυγε απ' τα ζεστά της, που το 'σκασε από τη βιτρίνα που της έφτιαξαν κι ήρθε να πουλήσει την πραμάτεια της πλάι στο φως του φαναριού. Λες κι είναι ο μοναδικός άνθρωπος που επαιτεί. Λες κι ο τόπος δεν είναι ένα απέραντο ζητιανάδικο από αναξιοπαθούντες που πληθαίνουν, από ουρές ανέργων, από πλάνα ικετευτικά μάτια, από απόκληρους και μοναχικούς. Από ασχημονούντες, ευχαριστούντες, εκλιπαρούντες, μαϊμουδίζοντες και συγνωμοζητούντες.
Λίγη τσίπα μωρέ. Χάθηκε λίγη τσίπα σ' αυτόν τον τόπο.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ