Πόσο μου θύμισε αυτή η μνήμη ένα σύντομο και απλό ποίημα του Κωστή Παλαμά! Σ' αυτό μας λέει ο ποιητής, ότι πέρασε μια σκληρή βαρυχειμωνιά και μια από τις πρώτες μέρες του Μάρτη βγήκε έναν περίπατο στ' αρχαία μονοπάτια. Κι εκεί, καθώς του ήρθε το πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού, του δάκρυσαν τα μάτια.
Αυτό μας συνέβη με την ανάμνηση του αγώνα και της θυσίας του Τσε. Από την απόσταση των τριάντα ετών μάς ήρθε το μοσχοβόλημα αυτού του αμάραντου ρόδου του ανθρώπινου είδους και μας δάκρυσαν τα μάτια.
Δάκρυσαν τα μάτια αναρίθμητων ανθρώπων σ' όλο τον πλανήτη. Αυτών, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αυτών, που ζουν στη στέρηση και στη μιζέρια, αυτών, που πέφτουν στην ανεργία και στερούνται το πρώτο και ιερό δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, το δικαίωμα στη δουλιά.
Αλλά θα υγράνθηκαν και τα μάτια πολλών, που είχαν ενταχθεί στις φάλαγγες των αγωνιζόμενων για μια ανθρωπινότερη ζωή, και ύστερα απ' όσα συνέβησαν τα τελευταία λίγα χρόνια εγκατέλειψαν τους συναγωνιστές τους. Τους εγκατέλειψαν, είτε για να βολευτούν στο επικρατήσαν σύστημα - για την ακρίβεια να καλοβολευτούν - είτε γιατί η πίστη τους ήταν αδύνατη και εκάμφθη.
Και οι καταδυναστευόμενοι στα πέρατα της Γης του απαντούν: "Ναι, θα επιτύχει".
Μίλησα για τον τάφο του Τσε. Μα τι τάφος ήταν; Εψαχναν χρόνια, να τον βρουν, και λένε, ότι τον βρήκαν. Και λοιπόν; Τι ήταν σ' αυτόν τον ελάχιστο χώρο της γης, μας το λέει ένας Νοτιοαμερικάνος ποιητής, αναφερόμενος σ' έναν άλλον αγωνιστή της πατρίδας του:
Σε σκότωσαν και δεν είπαν/ που έθαψαν το σώμα σου./ Αλλά όλη η χώρα μας/ είναι ο τάφος σου.../ Η καλύτερα εσύ αναστήθηκες./
Πίστεψαν, πως σε σκότωσαν,/ με το παράγγελμα: Πυρ! Πίστεψαν, πως σε θάψανε,/ κι' εκείνο, που έκαμαν,/ ήταν, να θάψουν ένα σπόρο.
Στο σκοτεινό μεσαίωνα, τη μακρά περίοδο της παπαδοκρατίας, εμφανίστηκε στη Σαξωνία ένας νέος, ωραιότατος, και φύλαγε ένα κοπάδι βόδια. Επαιζε θαυμάσια ένα μουσικό όργανο, λύρα, αν θυμάμαι καλά.
Η ομορφιά του και η μουσική δεξιοτεχνία του είχαν γοητεύσει τους κατοίκους της περιοχής. Ιδίως τους νέους και τις νέες. Προ παντός τις νέες. Αρχισε, να διαδίδεται η φήμη, ότι ήταν ένας αρχαίος ελληνικός θεός, που βρήκε άσυλο στη Σαξωνία. Η φήμη έφθασε και τους παπάδες της περιοχής, που ανησύχησαν σφόδρα. Συνέλαβαν το νέο, τον καταδίκασαν σε θάνατο, τον εκτελέσανε και τον έθαψαν.
Πέρασαν λίγες μέρες και κάποιοι είπαν, ότι ξανάκουσαν τη λύρα του νέου. Ανυσύχησαν πάλι οι παπάδες, έσπευσαν στον τάφο, τον άνοιξαν και τον βρήκαν κενό... Κι εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το απέναντι βουνό η λύρα του αναστημένου αρχαίου θεού. Ετσι ξανακούστηκε και θ' ακούγεται στα πέρατα του πλανήτη η φωνή του Τσε Γκεβάρα, που έχει περάσει στη χορεία των αθανάτων...Ασημάκης ΓΙΑΛΑΜΑΣ