Κυριακή 12 Φλεβάρη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΔΙΕΘΝΗ
Ενας όμορφος νεκρός

Νίκος Σκαρτσιάρης. Οταν η εργατική τάξη κηδεύει τον φυσικό της ηγέτη

Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από κείνη τη νύχτα της 3ης προς 4η του Γενάρη, όταν ο λαϊκός αγωνιστής, ο σύντροφος, ο φίλος, ο Ανθρωπος, μέσα στην αγκαλιά της Βάσως του, των παιδιών του και των εγγονών του μας αποχαιρετούσε.

Μας αποχαιρετούσε αφήνοντάς μας βαθιά, βαριά και σκληρή κληρονομιά, τον προσωπικό και κομμουνιστικό τρόπο ζωής και αγώνα, μας έδεσε χειροπόδαρα και μας έδωσε κατευθύνσεις για τη δική μας ζωή και αγώνα. Μας έκανε κόμπο ο παμπόνηρος Πατρινός και όποιος τολμάει ας ξεστρατίσει, τόσο απλά και τόσο ωραία όπως την ώρα που απευθυνόταν στους εργάτες και τους μιλούσε για την απεργία.

Την ώρα που πήγαμε να τον αποχαιρετήσουμε, πριν από το μεγάλο ταξίδι, ήταν ωραίος, ήταν τόσο ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ και ας μη φόραγε τα μαστορικά του, τη φόρμα του και το χάρτινο καπέλο, όπως λίγες μέρες πριν στον Περισσό, που με το καρότσι κατέβαινε στο τελευταίο υπόγειο για να καθαρίσει απ' τη λάσπη την ιστορία του μέλλοντος, και πλάταινε κι άλλο το χαμόγελό του, βλέποντας τη ζωή να προχωράει προς τα μπρος με τους εκατοντάδες νεολαίους της ιδεολογίας του, στη σειρά να σπρώχνουν τον τροχό της ιστορίας.

Τώρα φόραγε κουστουμιά και γραβάτα, ντύσιμο και αυτό τιμής για όποιους συναντούσε και όταν τον σκέπασαν με την κόκκινη σημαία, με το μεγάλο σφυροδρέπανο στη μέση, ήρθε και κάθισε στο πρόσωπό του συσσωρευμένη όλη η ομορφιά και η δύναμη του αγώνα. Εγινε ακόμα πιο όμορφος, τόσο πολύ, που όλες εκείνες οι σκληρές, οι αργασμένες μορφές των ταπεινών του αγώνα της ζωής, που πέρναγαν να τον αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά, μεταμορφώνονταν, λες και ο Θεοτοκόπουλος τους χαράκωνε το πρόσωπο και τους στάλαζε το δάκρυ στο μάτι.

Και γίνονταν τραγικές, σπαραχτικές μορφές μέσα στη σιωπή της εκκλησιάς, που μονάχα κάτι πληγωμένοι στιγμιαίοι σπαραγμοί τη διέκοπταν.

Ηταν ο Νίκος και αυτή τη στιγμή, όπως και σε όλη του τη ζωή. Ενας ασυμβίβαστος αγωνιστής, ένας ωραίος καβαλάρης, μπροστάρης των αγώνων του λαού μας που έρχονταν από πολύ μακριά και μας έδινε το σύνθημα κατά πού, και πώς θα πάμε κόντρα στους ανέμους της ιστορίας, μέχρι την ολοκλήρωση της ομορφιάς που δεν έχει τέλος.

Α, ρε πανέξυπνη μαστοράντζα, τι κληρονομιά μας άφησες, μα πιο πολύ στο σινάφι σου, στους οικοδόμους, που κατέφθασαν απ' όλη την Πελοπόννησο, από πολλές περιοχές της χώρας, από την Αθήνα και ήταν όλοι τους οργανωμένοι - μη σε προσβάλλει κανείς - πειθαρχημένοι, σιωπηλοί και αποφασισμένοι λες και ήταν στο συνέδριό τους και χάραζαν το μέλλον τους. Σκαμμένα πρόσωπα, ταμένα με ένα άγιο αντρίκειο δάκρυ στα άκλαφτα πρόσωπά τους, με ένα βουβό σπαραγμό, ήρθαν εδώ να αποχαιρετήσουν τον δικό τους, τον φυσικό τους ηγέτη. Αυτές οι μορφές γύρω γύρω, η Βάσω, τα αγόρια σου, οι νυφάδες σου, τ' αγγόνια σου, οι χιλιάδες λαού της Πάτρας, έφκιαναν τον ομορφότερο πίνακα απ' τον καλύτερο δημιουργό, το λαό μας. Εναν πίνακα, που θα μπορούσε να 'χει τον τίτλο "ΟΤΑΝ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΗΔΕΥΕΙ ΤΟΝ ΦΥΣΙΚΟ ΤΗΣ ΗΓΕΤΗ".

Δεν θέλω να πω τα γνωστά για σένα που είπαν και θα πουν - και με το δίκιο τους - και άλλοι. Ενα μόνο: Την άνοιξη ή το καλοκαίρι που θα 'ρθει χωρίς εσένα, (αλλά θα είσαι παντού) θα πάμε στου Λάλα, θα βρούμε το καλύτερο κρασί, θα κάτσουμε στο μπαλκόνι σου θα γεμίσουμε και το δικό σου ποτήρι, όπως και του Τίμου του Περλέγκα, θα τσουγκρίσουμε με την Βάσω και θα πω στα εγγόνια σου μαζί και στο Γιάννο του Τίμου, "Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας λαϊκός αγωνιστής, ένας κομμουνιστής, ένας άνθρωπος, που έταξε τη ζωή του στην υπηρεσία των ανθρώπων, που πέρασε από φυλακές, εξορίες, παρανομίες, κυνηγητά, ανεργία, πείνα κλπ." και θα τους πω και τα άλλα, τα δικά μας, του κρασιού, του τραγουδιού, της παρέας και αν η Βάσω βάλει τα κλάματα θα τη μαλώσω, στο λέω.

Και εκεί βλέποντας ό,τι έβλεπες, το απέραντο γαλάζιο του ορίζοντα, που μέσα απ' τα ασημένια σύννεφα κάλπαζε η ελπίδα ερχόμενη, θα τους ταξιδέψω στο μέλλον που περνάει μέσα από ατέλειωτες ομορφιές και δυσκολίες, αλλά είναι τόσο, μα τόσο πολύ όμορφο, όπως μας το δίδαξες και όπως ήσουν κι εσύ την ώρα του αποχαιρετισμού, τυχερέ και τιμημένε σύντροφε που μας άφησες ΟΡΘΙΟΣ.

"Νάχα τ' αθάνατο νερό

ψυχή καινούρια νάχα

να σούδινα να ξύπναγες

για μια στιγμή μονάχα.

Να δεις, να πεις, να το χαρείς

ακέριο τ' όνειρό σου"...

Βασίλης ΚΟΛΟΒΟΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ