Η τοποθέτηση του Προέδρου Κλίντον έχει και μερικές άλλες πλευρές που αξίζει να αναφερθούν.
Μια τέτοια πλευρά είναι το γεγονός ότι ο Πρόεδρος, προφανώς, θεωρεί σαν αιτία γενετικούς παράγοντες και συγκεκριμένα, το περίφημο 0,01%. Απλώς θεωρεί την πραγματική διαφορά τόσο ασήμαντη, ώστε δεν αξίζει να ασχολούμαστε μαζί της.
Στο σημείο αυτό, βλέπουμε πως η άποψη της φιλελεύθερης ανάλυσης (γενετικά αίτια, αλλά ασήμαντα) συναντιέται στην κοινή προσπάθεια διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος, με τη μη φιλελεύθερη (γενετικά αίτια, που είναι πολύ σημαντικά).
Η πόρτα για τις διάφορες ευγονικές θεωρίες μένει ανοιχτή.
Μια δεύτερη τέτοια (και καθόλου ασήμαντη) πλευρά είναι η εξής:
Στο βαθμό που το γενετικό υλικό παίζει ρόλο στην ιστορική κατάσταση, το κάνει όχι μέσω της διαφοράς, όπως ισχυρίζεται ο Πρόεδρος, αλλά μέσω της κοινότητας.
Εξηγούμε: Οι εθνικές διαφορές και αντιθέσεις έχουν, σε τελευταία ανάλυση, την πηγή τους στην εκμεταλλευτική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ακριβώς αυτό το γεγονός κάνει τις εθνικές συγκρούσεις σύμφωνες με την καπιταλιστική κοινωνία και εγγενείς με αυτή.
Αυτό πρέπει να το υπογραμμίσουμε και για ένα άλλο λόγο: Σε πολλά μέρη της εν λόγω ομιλίας του, ο Πρόεδρος Κλίντον φαίνεται να τρέφει μια πραγματικά ειδωλολατρική εμπιστοσύνη στην ειρηνευτική λειτουργία της κίνησης των κεφαλαίων, των επενδύσεων κλπ. Το πράγμα δεν είναι παράξενο. Σαν πολιτικός και διανοούμενος της μεγαλοαστικής τάξης, ο Πρόεδρος Κλίντον είναι φυσικό να είναι ανίκανος, αλλά και απρόθυμος, να διακρίνει το προφανές: Οτι, εφ' όσον παραμένουμε στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, η ένταση της οικονομικής ζωής φέρνει αναπόφευκτα και μακροπρόθεσμα ένταση των εθνικών αντιθέσεων, όχι χαλάρωσή τους.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα μας, δηλαδή την εκμεταλλευτική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Τι σημαίνει εκμετάλλευση; Σημαίνει, αν δεν κάνουμε λάθος, αποκόμιση και ιδιοποίηση υλικών (και, συνεπώς, κοινωνικών, πνευματικών, ιδεολογικών κ.ά.) πλεονεκτημάτων μέσω της απλήρωτης αξιοποίησης της ζωντανής εργατικής δύναμης.
Οπότε, βέβαια, είναι φανερό το τι συμβαίνει: Η ιδιότητα της ζωντανής εργατικής δύναμης να παράγει αξία ιδιοποιήσιμη από τον εκμεταλλευτή, αλλά και η ίδια η ικανότητα του εκμεταλλευτή να ιδιοποιείται ξένη απλήρωτη υπερεργασία προϋποθέτει τη γενετική ομοιότητα, όχι τη γενετική διαφορά.
Πρόκειται, πράγματι, για ένα γεγονός πολύ σοβαρό και εντελώς προφανές, τόσο πολύ σοβαρό και τόσο εντελώς προφανές, ώστε περνά απαρατήρητο: Το φαινόμενο της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, πραγματική πηγή του «φόβου του άλλου», μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ομοίων όχι μεταξύ «διαφορετικών». Μπορούμε να εκμεταλλευτούμε μόνο αυτούς που είναι γενετικά ίδιοι με μας, όχι αυτούς που διαφέρουν. Η ίδια η εκμεταλλευτική σχέση αποτελεί έκφραση και απόδειξη γενετικής κοινότητας, όχι γενετικής διαφοράς.
Αυτός είναι, προφανώς, ο λόγος που τόσο πολύ μας απασχολεί η περιβόητη έκφραση «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο» και όχι, πχ. εκμετάλλευση του βοδιού ή του αλόγου από τον ίδιο υποχρεωτικό εκμεταλλευτή.
Εδώ, άλλωστε, βρίσκεται και η απόδειξη του ουτοπικού και εξωπραγματικού χαρακτήρα των ρατσιστικών θεωριών, πχ. του ναζισμού: Αν υπάρχει μια «ανώτερη φυλή», αναπόφευκτα θα πέσει θύμα της ανωτερότητάς της. Γιατί ανωτερότητα σημαίνει διαφορά - κατ' εξοχήν, μάλιστα, διαφορά - και, συνεπώς, αδυναμία εκμετάλλευσης των κατωτέρων της και, έτσι, αδυναμία απόσπασης πλεονεκτημάτων. Η τόσο διαφημισμένη ανωτερότητα γίνεται ένα δηλητηριασμένο δώρο.
Η διαπίστωση αυτή έχει μεγάλη σημασία: Αποτελεί ακριβώς την απόδειξη ότι η γενετική κοινότητα δεν αρκεί από μόνη της για να μας απαλλάξει από τις ιστορικές αντιθέσεις - εν προκειμένω, τις εθνικές συγκρούσεις. Και αυτό γιατί, εφ' όσον υπάρχουν ορισμένα ιστορικά πλαίσια, αυτή ακριβώς η γενετική κοινότητα τις δημιουργεί.
Αυτό προσθέτει στην ιστορία και στη φυσιογνωμία της ταξικής κοινωνίας και το τραγικό στοιχείο: Αν συλλάβουμε αυτή την αλήθεια στο πραγματικό της βάθος, τότε οι αντιθέσεις της κοινωνίας αυτής προβάλλουν μπροστά μας σαν αυτές που είναι: Σαν αδιέξοδες αντιπαραθέσεις ιστορικών υποκειμένων που, από την ίδια τους τη φυσική προέλευση, στερούνται της ικανότητας πραγματικής επικράτησης. Σαν μια συνεχής ανοδική κίνηση προς ένα στόχο που είναι εντελώς αδύνατο να επιτευχθεί τελικά - την κυριαρχία - και που κλείνει κάθε άλλη διέξοδο. Κάθε άλλη διέξοδο εκτός από μια: Την καταστροφή της ίδιας της ταξικής κοινωνίας, την αντικατάστασή της από μια άλλη, της οποίας φυσική βάση είναι επίσης η γενετική ομοιότητα και όχι η διαφορά.
Φυσικά, μας είναι πολύ δύσκολο να δεχτούμε ότι ο Πρόεδρος Κλίντον είχε αυτά κατά νουν, όταν ανέπτυσσε τις θεωρίες που προαναφέραμε. Αυτό, όμως, καθόλου δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων. Και, μια και τόσος λόγος γίνεται για τα θετικά ή τα αρνητικά αποτελέσματα της επίσκεψης, ας μας επιτραπεί να πάρουμε το θάρρος να συγκαταλέξουμε στην πρώτη κατηγορία αυτή τη μικρή μας θεωρητική περιπλάνηση.
Εδώ, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε δύο πράγματα: α) Η θεωρία του «φόβου του άλλου» είναι γενετική, διότι μόνο γενετική εξήγηση μπορεί να δοθεί σε ένα αντανακλαστικό μόνιμο, γενικό που μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά, έχει, μάλιστα, και προληπτικό χαρακτήρα. Ο φόβος μιας αντιλόπης μήπως φαγωθεί από την τίγρη είναι, προφανώς, γενετικός, γιατί η αντιλόπη δεν έχει ποτέ φαγωθεί από την τίγρη, ώστε να δεχτούμε εμπειρική αντίδραση. β) Οταν λέμε «υποστηρικτές», εννοούμε τους υποστηρικτές της θεωρίας του «φόβου του άλλου», οι οποίοι, κατά κανόνα, αποκρούουν τη βασιμότητα αυτού του αντανακλαστικού, ανατρέχοντας στην αντίληψη της γενετικής κοινότητας.
Φυσικά, εδώ εννοούμε πλήρη, ολοκληρωτική και οριστική επικράτηση και όχι κάθε επικράτηση γενικά. Από την άποψη αυτή, ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση ότι η επικράτηση και της εργατικής τάξης είναι επίσης προσωρινή και ασταθής: Οδηγεί στην κοινωνία όπου το ίδιο το φαινόμενο της επικράτησης των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους έχει εξαλειφθεί.