Ο ΟΤΕ υποχρεώνεται να ανοίξει τα δίκτυά του στους επιχειρηματικούς σκοπούς του πολυεθνικού κεφαλαίου. Χαμένοι από την απελευθέρωση οι χρήστες τηλεφωνίας με χαμηλά εισοδήματα και περιοχές της χώρας που δεν παρουσιάζουν «επιχειρηματικό ενδιαφέρον»
Το σχέδιο νόμου πλήρους απελευθέρωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του μεγάλου κεφαλαίου -το οποίο και ανέμεναν με ανυπομονησία οι εκπρόσωποί του- στις τηλεπικοινωνίες, έδωσε χτες στη δημοσιότητα ο υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών, Τάσος Μαντέλης. Πρόκειται ουσιαστικά, για το εναρκτήριο λάκτισμα στον αγώνα δρόμου, για την κατάληψη μιας θέσης στην ελληνική αγορά, στην οποία μέχρι τώρα κυριαρχούσε ο ΟΤΕ, που μετά τις 31 Δεκέμβρη του 2000, χάνει και το τελευταίο μονοπωλιακό προπύργιο και πιο σημαντικό από άποψη εσόδων, το μονοπώλιο της σταθερής τηλεφωνίας.
Ο νέος νόμος, τον οποίο η κυβέρνηση σχεδιάζει να ψηφίσει στις αρχές του 2000, θέτει τους «κανόνες» με τους οποίους οι επίδοξοι μνηστήρες της τηλεπικοινωνιακής αγοράς θ' αναμετρηθούν τόσο μεταξύ τους, όσο και απέναντι στον ΟΤΕ, ο οποίος προς το παρόν παραμένει ο κυρίαρχος παίχτης. Είναι δεδομένο, ότι το σχέδιο νόμου κινείται στα πλαίσια που υπαγορεύουν οι οδηγίες της ΕΕ σύμφωνα με τις οποίες, οι δημόσιες υποδομές και τα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών, τα οποία δημιουργήθηκαν στη μεταπολεμική Ευρώπη, ανοίγουν και υπάγονται στους επιχειρηματικούς σκοπούς του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Στην κατεύθυνση αυτή ο ΟΤΕ, υποχρεώνεται να ανοίξει τα δίκτυά του προς τους ανταγωνιστές του, ενώ δηλώνεται καθαρά ότι σκοπός αυτής της πολιτικής, είναι η δημιουργία νέων φορέων που θα δραστηριοποιούνται στην αγορά. Τόσο με το άρθρο 11 (παροχή ανοιχτού δικτύου), όσο και με το άρθρο 12 (διασύνδεση), οφείλει να εξασφαλίζει αποτελεσματική πρόσβαση στα δίκτυά του και στις υπηρεσίες του σε άλλες εταιρίες.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι το σχέδιο νόμου, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη επιχειρηματική δράση, επιβάλλει όχι μόνο σε δημόσιους οργανισμούς, αλλά και σε ιδιώτες, να προσφέρουν θέλοντας και μη, τ' ακίνητά τους για να μπορέσουν οι εταιρίες να εγκαταστήσουν τα δίκτυα και τις εγκαταστάσεις που θέλουν. Σύμφωνα με το άρθρο 20 οι εταιρίες «που κατέχουν ειδική άδεια δύνανται να συνιστούν δουλείες σε βάρος αστικών ή αγροτικών ακινήτων, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την τοποθέτηση εναέριων ή υπόγειων εγκαταστάσεων, δικτύων και υποδομών και την εκτέλεση των απαιτούμενων εργασιών για τη συντήρηση και επισκευή των εγκαταστάσεων αυτών».
Με τα άρθρα 5-9 καθιερώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης γενικών και ειδικών αδειών. Σε περίπτωση περιορισμού των ειδικών αδειών, οι οποίες θα δίνονται για διάστημα 15-20 χρόνων, προβλέπεται η διαδικασία υποβολής προσφορών. Οι ειδικές άδειες, ο αριθμός των οποίων ορίζεται από το ΥΜΕ, χορηγούνται από τον υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, έπειτα από γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών δεν επιφέρει σημαντικές αλλαγές μόνο στο πεδίο αυτών που παρέχουν υπηρεσίες. Γίνεται φανερό ότι οι χρήστες από συνδρομητές σε κάποιο τηλεπικοινωνιακό οργανισμό, μετατρέπονται σε «πελάτες» και ως τέτοιοι θ' αντιμετωπίζονται. Η εμπειρία της κινητής τηλεφωνίας στη χώρα μας, πέραν του χτυπήματος που δόθηκε στον ΟΤΕ, προδιαγράφει και τη μελλοντική θέση των συνδρομητών στο «νέο κόσμο της πληροφορίας». Σε απλά ελληνικά, όποιος μπορεί να πληρώσει τα υψηλά τιμολόγια, θα έχει και τις ανάλογες υπηρεσίες. Τι θα γίνει όμως με τα χαμηλά εισοδήματα, τους ανέργους, τις περιοχές που δεν παρουσιάζουν «επιχειρηματικό ενδιαφέρον», όταν και η βασική τηλεφωνία μπει στη βιτρίνα της «ελεύθερης αγοράς»; Θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός είναι η απάντηση του νομοσχεδίου.
Επειδή όμως τόσο οι κοινοτικοί όσο και οι κυβερνητικοί «ειδικοί», διαβλέπουν τους σοβαρούς κινδύνους που διαγράφονται, με το άρθρο 10, που αναφέρεται στην καθολική υπηρεσία, επιχειρείται να «χρυσωθεί το χάπι», να διασκεδάσουν τις ανησυχίες και να προλάβουν τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Κάποιοι φορείς θα αναλάβουν να παρέχουν ένα μίνιμουμ υπηρεσιών και σε «προσιτή τιμή». Ενας τέτοιος φορέας θα είναι και ο ΟΤΕ. Το γεγονός όμως ότι τόσο ο ΟΤΕ όσο και οι άλλοι φορείς που θα αναλάβουν να δίνουν την καθολική υπηρεσία, θα ασκούν τιμολογιακή πολιτική με βάση τους δείκτες των χρηματιστηρίων και τα συμφέροντα των μετόχων, προδικάζει και τα όρια και τους πραγματικούς σκοπούς της λεγόμενης «καθολικής υπηρεσίας». Αλλωστε, μόνο η ανάγνωση του άρθρου 10, προϊδεάζει ότι αυτή ούτε «καθολική» θα είναι, ούτε «υπηρεσία» στην κοινωνική της διάσταση.