Σχεδόν πέντε δεκαετίας μετά από την πρώτη απόπειρα καπιταλιστικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη, το πρόσχημα της "απασχόλησης" και της "ανάπτυξης" εξακολουθεί να αποτελεί το έδαφος επί του οποίου η άρχουσα τάξη οργανώνει τις επιθέσεις της ενάντια στους εργαζόμενους
Την Πέμπτη, πριν από τη Μεγάλη Βδομάδα, στις 18 του Απρίλη συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακος και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Του προάγγελου της Κοινής Αγοράς και της ΕΟΚ, η οποία με τη σειρά της μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).
Εκείνο τον Απρίλη έξι χώρες, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, υπέγραψαν στο Παρίσι Συνθήκη, σύμφωνα με την οποία συνέστησαν την ΕΚΑΧ, με στόχο τη δημιουργία μίας κοινής αγοράς, κοινούς στόχους και κοινούς θεσμούς. Στο άρθρο 2 της Συνθήκης αναφέρεται ότι μέσω της κοινής αγοράς "θα επιδιωχτεί η οικονομική ανάπτυξη, η αύξηση της απασχόλησης και η ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των κρατών μελών".
Η Συνθήκη εφαρμόστηκε από το Γενάρη του 1952, ενώ στις 25 Μάρτη του 1957, μεταξύ των ίδιων χωρών υπογράφεται η Συνθήκη της Ρώμης, με βάση την οποίο δημιουργείται η ΕΟΚ.
Η διέλευση σχεδόν μισού αιώνα από την υπογραφή της Συνθήκης για τη δημιουργία της ΕΚΑΧ, του πρωτογενούς αυτού κυττάρου της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, αποδεικνύει σήμερα ότι κανείς από τους βασικούς στόχους της Συνθήκης δεν επιτεύχθηκε.
Στο έβγα του 20ού αιώνα, οι έννοιες "οικονομική ανάπτυξη", "αύξηση της απασχόλησης", "ευημερία", "ανύψωση του βιοτικού επιπέδου", ακούγονται σαν κακόγουστα αστεία για δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων εργαζομένων, που βιώνουν μία εντελώς διαφορετική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Η μαζική ανεργία, η πτώση του βιοτικού επιπέδου δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων μέσω των αιματηρών προγραμμάτων λιτότητας, η κοινωνική ανασφάλεια, η ρατσιστική βία, η απροκάλυπτη επίθεση κατά των εργασιακών δικαιωμάτων, η υπονόμευση των κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων και η ανάδυση των πιο ακραίων μορφών του αστικού εθνικισμού, αποτελούν τις πιο αποκρουστικές όψεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Μοναδικό κριτήριο επιτυχίας για τις κοινωνίες της νέας βαρβαρότητας, το καπιταλιστικό κέρδος, η "ανταγωνιστικότητα" και η "παραγωγικότητα". Οι δύο τελευταίες έννοιες απογυμνωμένες από το πραγματικό τους περιεχόμενο, που δεν είναι άλλο από τον βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, παρουσιάζονται με τέτοιο διαστρεβλωμένο τρόπο, ώστε "παραγωγικό" και "ανταγωνιστικό" να θεωρείται κάθε τι που έχει σχέση με τη σχετική ή και την απόλυτη εξαθλίωση των άμεσων παραγωγών, δηλαδή των εργαζομένων.
Η επίθεση ιδεολογικής τρομοκρατίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, με ιδιαίτερη ένταση από τις αρχές της δεκαετίας του '90 (υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ) δεν είναι βέβαια σε θέση να κρύψει από τα μάτια των εργαζομένων τις μεγάλες αδυναμίες του ίδιου του καπιταλισμού, ως σύστημα οργάνωσης και διεύθυνσης των σύγχρονων κοινωνιών. Ο καπιταλισμός δεν τολμά πλέον ούτε καν να αυτοπροβληθεί ως το κοινωνικό - οικονομικό σύστημα των "ίσων ευκαιριών", όπου η οικονομική και κοινωνική ανέλιξη, είναι - όπως μας πιπίλιζαν τόσα χρόνια το μυαλό - θέμα δήθεν προσωπικών ικανοτήτων. Οι αδυσώπητοι νόμοι της αγοράς, οι εκρηκτικές κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις, η διεύρυνση των πόλων της φτώχειας και του πλούτου, αφαιρούν τη βάση για να υποστηριχτούν σοβαρά τέτοιες απόψεις.
Μετά από μισό αιώνα εφαρμογής διάφορων μορφών καπιταλιστικής ενοποίησης, αυτό που τελικά επιβεβαιώνεται και στην Ευρώπη, είναι η αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να επιτύχει ισόρροπη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ανάμεσα στα κράτη μέλη, αλλά και ανάμεσα στις ίδιες τις περιοχές των επιμέρους κρατών. Αντίθετα, επιβεβαιώνεται πλήρως η εφαρμογή του λενινιστικού νόμου την ανισόμετρης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, της άνισης ανάπτυξης και συσσώρευσης των κεφαλαίων. Γιατί δεν είναι σωστό σήμερα να μιλάμε για μία και μόνο Ευρώπη. Μέσα στα γεωγραφικά όριο υπάρχουν σήμερα πολλές Ευρώπες...
Υπάρχει, κατ' αρχάς, ο "αναπτυγμένος βοράς" και ο "υπανάπτυκτος νότος", όπου η αντίθεση του πλούτου και της φτώχειας είναι εντυπωσιακή. Σύμφωνα με στοιχεία του 1996 που περιέχονται στην έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή της ΕΕ, οι 6 από τις 10 πιο πλούσιες περιοχές της ΕΕ βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις είναι οι περιφέρειες των Βρυξελλών, του Παρισιού, του Λουξεμβούργου και της Βιέννης. Αντίθετα, στις 10 πιο φτωχές περιφέρειες της ΕΕ περιλαμβάνονται σήμερα 5 περιφέρειες της πρώην ΛΔ της Γερμανίας. Η αντίθεση "βορά - νότου" είναι έκδηλη από δεκαετίες στην Ιταλία. Η περιφέρεια της Λομβαρδίας από άποψη πλούτου κατέχει την 1η θέση στην Ιταλία και την 13η θέση στον σχετικό πίνακα της ΕΕ, ενώ άλλες 6 περιφέρειες της Β. Ιταλίας (Λιγουρία, Λάτσιο κλπ. ) περιλαμβάνονται μεταξύ των 25 πλουσιότερων. Αντίθετα, η περιοχή της Καλαβρίας βρίσκεται μεταξύ των 25 πιο φτωχών περιφερειών της ΕΕ. Στην τελευταία αυτή κατηγορία κατατάσσονται 7 από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας (η Ηπειρος και το Β. Αιγαίο θεωρούνται από τις φτωχότερες της ΕΕ), 5 περιφέρειες της Πορτογαλίας και 3 περιφέρειες της Ισπανίας.
Οι κοινωνικές - ταξικές αντιθέσεις ανάμεσα στις περιφέρειες της ΕΕ, αν και προκύπτουν από τα ίδια τα στοιχεία των υπηρεσιών της ΕΕ, δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως την πραγματικότητα, μιας και στηρίζονται στη στατιστική αλχημεία των μέσων όρων. Γιατί η περιοχή του Αμβούργου μπορεί να θεωρείται η πλουσιότερη της ΕΕ, οι κάτοικοι όμως του Αμβούργου δεν είναι όλοι πλούσιοι. Απλώς ο πλούτος προκύπτει ως μέσος όρος του εισοδήματος των εκπροσώπων του χρηματιστικού κεφαλαίου, με αυτό των ιθαγενών εργαζομένων, των μεταναστών, των ανέργων κλπ. Με τον τρόπο αυτό δε φαίνονται τα διάφορα "σοχό" των περιθωριοποιημένων και των εξαθλιωμένων. Ο μέσος όρος αποκρύπτει έντεχνα την αναγκαστική συμβίωση δύο εθνών μέσα στην ίδια περιφέρεια, όπου οι συνθήκες ζωής, η κατάσταση βιοπορισμού και η πολιτιστική τους συμπεριφορά, είναι εντελώς διαφορετική.
Η αύξηση της φτώχειας στην ΕΕ προκύπτει από την παρακολούθηση του δείκτη του πληθυσμού των χωρών μελών που ζούνε κάτω από τα όρια ενός ανεκτού επιπέδου διαβίωσης. Αν και τα στοιχεία της ΕΕ αναφέρονται στη δεκαετία του '80 - δεν καλύπτουν τη μεγάλη επίθεση κατά του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη δεκαετία του '90 - είναι αρκετά αποκαλυπτικά για τις διαμορφούμενες τάσεις εξάπλωσης της φτώχειας. Στις 8 από τις 12 χώρες μέλη, ο πληθυσμός που ζούσε κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας είχε καταγραφεί με διψήφια ποσοστά. Μεταξύ του 1985 και του 1988 το ποσοστό φτώχειας στην Ιταλία αυξήθηκε από 19,6% σε 22%, στην Πορτογαλία από 27,3% το '80 μειώθηκε στο 26,5% (! ) το 1989, στην Ελλάδα μεταξύ 1982 και 1988 αυξήθηκε από 18,5% σε 19,9%, στη Γαλλία μεταξύ 1984 και 1989 αυξήθηκε από 13,2% σε 14,9%, στη Γερμανία μεταξύ 1983 και 1988 αυξήθηκε από 10,9% σε 11,2%, στην Ισπανία μεταξύ 1980 και 1990 μειώθηκε ελαφρά από 18,7% σε 17,3% και στη θατσερική Αγγλία μεταξύ 1985 και 1988 το όριο φτώχειας αυξήθηκε από 14,3% σε 17,2%. Ακόμα και στο ευημερών λιλιπούτειο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το ποσοστό των φτωχών ανερχόταν το 1988 στο 9,2% του πληθυσμού.
Τα συμπεράσματα μπορεί να είναι εύλογα και κοινότοπα, δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγουν ούτε στιγμή: Ο καπιταλισμός για να υπάρχει και για να δημιουργεί πλούτο για την άρχουσα τάξη, είναι από τη φύση του υποχρεωμένος να προκαλεί τη μαζική φτώχεια και την ανέχεια των λαών.
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ