Το κυπριακό πρόβλημα, για πολλούς ήδη ντε φάκτο λυμένο, από το 1974 και έπειτα αποτέλεσε το ισχυρότερο ανάχωμα, πάνω στο οποίο διαλυόταν κάθε προσπάθεια για την προώθηση διευθετήσεων στα ελληνοτουρκικά. Υπήρξε το άλλοθι για πολιτικές που κρατούσαν ανοιχτά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, είτε για να συντηρούν την ένταση, είτε για να αποφύγουν ασύμφορες για τις ελληνικές θέσεις ρυθμίσεις.
Η πολιτική της Αθήνας για το Κυπριακό είχε οικοδομηθεί ακριβώς επάνω στην άποψη που υποστήριζε πως "η καλύτερη λύση είναι η μη λύση". Αυτός ήταν και ο ασφαλέστερος τρόπος για τη χρησιμοποίηση του Κυπριακού ως ανάχωμα για τα ελληνοτουρκικά. Ομως, η πολιτική αυτή εξάντλησε τα όριά της για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί με το πέρασμα των χρόνων η παγίωση των τετελεσμένων, που δημιούργησε η τουρκική εισβολή το 1974, ροκάνισε τις απαιτήσεις για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση και τις μετέτρεψε σε μαξιμαλιστικές, ανελαστικές και ανεδαφικές προτάσεις, οι οποίες πια δεν είναι εκ των πραγμάτων επίκαιρες. Δεύτερον, η πολιτική της Αθήνας κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, όταν η αμερικανική διπλωματία αποφάσισε πως έφτασε η ώρα να επιβάλει την "τάξη" στην περιοχή, διευθετώντας τις ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες. Η Ουάσιγκτον γνωρίζει πολύ καλά, το έχει γράψει σε ανύποπτο χρόνο και ο πρώην Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μ. Στερνς και το έχει δηλώσει ο πολύς Ρ. Χόλμπρουκ, πως για να επιβάλει μια συνολική ρύθμιση στα ελληνοτουρκικά, πρέπει να καταστρέψει το κυπριακό ανάχωμα.
Με πολύ προσεκτικές κινήσεις, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σημίτη εγκατέλειψαν την πολιτική της "μη λύσης", δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την προώθηση ενός συμβιβασμού στο Κυπριακό, ο οποίος πολύ απέχει από τις "πάγιες θέσεις" περί βιώσιμης και προπάντων δίκαιης λύσης.
Η νέα στρατηγική επινοήθηκε από τον Α. Παπανδρέου και άρχισε να υλοποιείται ταχύτατα. Πρώτο βήμα στη νέα αυτή στρατηγική ήταν η εγκατάλειψη του ελληνικού "βέτο" για τη μη προώθηση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων δίχως την προηγούμενη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο. Η πάγια αυτή θέση εγκαταλείφθηκε στις 6 Μάρτη του 1995, με "αντάλλαγμα" την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Δεύτερο βήμα στη νέα στρατηγική ήταν η διακήρυξη του δόγματος για τον ενιαίο αμυντικό χώρο Ελλάδας - Κύπρου.
Είναι πια γνωστό πως οι ισχυρότεροι των Ευρωπαίων εταίρων, όπως επίσης και η Ουάσιγκτον, έχουν υπογραμμίσει σε Αθήνα και Λευκωσία πως αποκλείεται να δεχτούν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πριν την επίλυση του προβλήματος. Με αυτόν τον τρόπο ο διεθνής παράγοντας κορυφώνει την πίεση προς την ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, οι οποίες έχουν δημαγωγικά επενδύσει στην ενταξιακή πορεία της Κύπρου προς την ΕΕ. Κάτω από το βάρος αυτής της πίεσης, η οποία γίνεται εντονότερη καθώς ο χρόνος για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων πλησιάζει, εταίροι και Ουάσιγκτον καλλιεργούν την ιδέα για τη δημιουργία δυο ισότιμων οντοτήτων, οι οποίες θα διαπραγματευτούν την ένταξη της Ομοσπονδίας, που θα συνομολογήσουν, στην ΕΕ.
Ταυτόχρονα, το αμυντικό δόγμα και η γενικότερη ένταση, που υποθάλπεται στο νησί, παρέχουν τη δυνατότητα στην αμερικανική διπλωματία να προωθεί την ιδέα για εγκατάσταση ΝΑΤΟικών δυνάμεων στην Κύπρο, σε αντικατάσταση των δυνάμεων του ΟΗΕ, πριν την επίλυση του προβλήματος. Με τον τρόπο αυτό, όπως εκτιμούν Αθήνα και Κύπρος, η Ουάσιγκτον θα προσθέσει έναν ακόμη ισχυρότατο μοχλό πίεσης στη διαδικασία για τη διευθέτηση του προβλήματος.
Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ