Κυριακή 14 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ποιητής της απόγνωσης ή ερημίτης;

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σάμουελ Μπέκετ

Σάμουελ Μπέκετ
Σάμουελ Μπέκετ
Θεωρήθηκε από τους πλέον σκοτεινούς κι όμως ήταν από τους πλέον διαυγείς. Είχε τη φήμη απόμακρου, κι όμως ήταν κοινωνικότατος. O Σάμουελ Μπέκετ υπήρξε για κάποιους ανατόμος της απόγνωσης, για άλλους ο ιχνηλάτης του κενού. Μπορεί να ήταν ένας αινιγματικός ερημίτης, όπως τον χαρακτηρίζουν κάποιοι, το έργο του πάντως «είχε τουλάχιστον τη δύναμη να πληγώσει» - όπως ο ίδιος έλεγε. Να πληγώσει, να ενοχλήσει την αδιαλλαξία και στενομυαλιά της καθολικής ιεραρχίας, που τον κυνήγησε.

Στις 13 Απρίλη συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του Σάμουελ Μπέκετ, ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, που το έργο του συνδέθηκε με την εμφάνιση του Θεάτρου του Παραλόγου. O Μπέκετ γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1906 (πέθανε τον Δεκέμβρη του 1989), και, όπως και ο Μπέρναρ Σω και ο Οσκαρ Ουάιλντ, προερχόταν από προτεσταντική ιρλανδική οικογένεια της μεσαίας τάξης. Ωστόσο, η βαθιά υπαρξιακή αγωνία που αποτελεί το κλειδί στο έργο του Μπέκετ θα πρέπει μάλλον να πηγάζει από επίπεδα της προσωπικότητάς του πολύ περισσότερο από την κοινωνική επιφάνεια μέσα στην οποία μεγάλωσε.

Μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη περίοδο πρώτων σπουδών, όπου σε αντίθεση με τις εντυπώσεις που δημιουργούν τα γραπτά του, ο Μπέκετ διακρίθηκε όχι μόνο στα μαθήματά του, αλλά και στις κοινωνικές εκδηλώσεις και τα τυπικά βρετανικά παιχνίδια, τελείωσε το Κολέγιο του Τρίνιτι στο Δουβλίνο. Το 1927 γνώριζε ήδη Γαλλικά και Ιταλικά. Η επιτυχία τού άνοιξε τις πόρτες για να διδάξει στη Γαλλία, στην Εκόλ Νορμάλ, όπου έφθασε το 1928, εγκαινιάζοντας τη μακρόχρονη σχέση του με το Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Τζόις και γρήγορα έγινε μέλος του στενού κύκλου του μεγάλου συγγραφέα, ενώ η επίδρασή του, όπως σημειώνουν πολλοί, στάθηκε σημαντική για τον Μπέκετ.


Σε μια συνέντευξή του πάντως στους «New York Times», ο Μπέκετ δήλωσε ότι ο Τζόις έγραφε από «παντογνωσία», από «παντοδυναμία», σαν να ήταν θεός, ενώ ο ίδιος έγραφε από άγνοια και ανημπόρια. Υποστήριζε ότι δεν είχε «τίποτε να εκφράσει για οτιδήποτε ή προς οποιονδήποτε, πέραν της υποχρέωσης να εκφραστεί». Αν όμως δεν είχε τίποτα να πει δε θα υπήρχε ο μεγάλος θησαυρός του έργου του. Αλλη σημαντική επιρροή μετά την Ιρλανδία και τον Τζόις ήταν ο Προυστ, για το έργο του οποίου ο Μπέκετ έγραψε και ένα δοκίμιο το 1931.

Περιπλάνηση ενός «βλάσφημου»

Γρήγορα εγκατέλειψε την επιτυχημένη του καριέρα στο Τρίνιτι. Ακολούθησαν τα χρόνια της περιπλάνησης με γράψιμο ποιημάτων και διηγημάτων, περίεργες δουλιές και ταξίδια. Από το Δουβλίνο στο Λονδίνο. Από τη Γηραιά Αλβιόνα στη Γερμανία. Από το Αμβούργο και το Βερολίνο στο Παρίσι. Και παράλληλα, οι περιπλανήσεις στη γλώσσα - από τα αγγλικά στα γαλλικά, περνώντας και από τα γερμανικά. O Μπέκετ γίνεται στην ουσία συγγραφέας μετά το B' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ιρλανδία υπήρξε ανέκαθεν πρότυπο και μέτρο για το έργο του Μπέκετ. Οι θρήνοι του, οι ρυθμοί του, οι ύβρεις και οι κατάρες του μοιάζουν απόλυτα ιρλανδικές. Εκείνο που θεωρούσε εχθρικό στη γενέτειρά του ήταν η αδιαλλαξία και στενομυαλιά της καθολικής ιεραρχίας. Σε αντίποινα, εκείνοι τον καταδίκασαν ως «βλάσφημο».

Με ενεργό δράση στην Αντίσταση

Ο Μπέκετ έχοντας ενεργό δράση και μάλιστα στον χώρο της Αριστεράς, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πήγε στο Παρίσι και μετά την ήττα του γαλλικού στρατού πέρασε στην Αντίσταση, διαφεύγοντας κάποια στιγμή τη σύλληψη, οπότε και κατέφυγε στην ελεύθερη ζώνη με την Ισπανία, όπου δούλευε στα χωράφια.

Οταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Μπέκετ βρισκόταν σε δημιουργική άνθηση αλλά σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ενώ αυτός ήταν βυθισμένος στο λαβύρινθο της έμπνευσής του, η Σουζάν, η σύντροφός του, έραβε και μπάλωνε ρούχα και παρέδιδε μαθήματα πιάνου, για να μπορέσουν να ζήσουν. Κι όταν η τριλογία τελείωσε, εκείνη ήταν που έτρεχε στους εκδότες, βρίσκοντας συνήθως τις πόρτες κλειστές, ενώ ο Μπέκετ καθόταν και περίμενε στο καφενείο. Η διέξοδος βρέθηκε στο πρόσωπο του νεαρού Ζερόμ Λίντον, που εργαζόταν στον εκδοτικό οίκο «Vercors» και που περιγράφει πώς διάβασε τον «Μολόυ» στο μετρό και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του.

Αμείλικτη κριτική

Το συγγραφικό έργο του Σάμουελ Μπέκετ, ένα έργο ιδιαίτερα πλούσιο που υπηρετεί την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης, αποτελείται από ποιήματα, πεζά (διηγήματα και μυθιστορήματα) και θεατρικά έργα, τα σημαντικότερα από τα οποία γράφτηκαν στις δεκαετίες του '50 και του '60. Μεταξύ αυτών τα θεατρικά «Ελευθερία», «Περιμένοντας τον Γκοντό» και «Το τέλος του Παιχνιδιού» και τα μυθιστορήματα «Μολόυ», «Ο Μαλόουν πεθαίνει», ο «Ακατονόμαστος» και το «Πώς είναι» που γράφτηκαν στα γαλλικά. Ιδιαίτερα τα θεατρικά του, που από τη δεκαετία του '50 συνδέθηκαν με το Θέατρο του Παραλόγου, έδωσαν στον Μπέκετ παγκόσμια φήμη κι ένα Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1969.

Η ομορφιά των κειμένων του βασίζεται στο ότι αντιμετωπίζει με το πιο λιτό, ακραίο χιούμορ τα σοβαρότερα πράγματα και με την πλέον αριστοκρατική σοβαρότητα τις πιο αστείες καταστάσεις. Το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι μαζί με το «Τέλος του Παιχνιδιού» τα αριστουργήματα του Μπέκετ. Το όνομα του τίτλου ο «Γκοντό» καθιερώθηκε - και σε μερικά λεξικά - ως σύμβολο του αιωνίως απόντος αλλά και αιωνίως αναμενόμενου προσώπου. Μια μεταφορά της απελπισμένης, μάταιης αναμονής ή αναβλητικότητας.

Στο συγκλονιστικό έργο του, το «Τέλος του Παιχνιδιού», ο Μπέκετ, για μια ακόμη φορά μας προσκαλεί στη συνεστίαση αφέντη και σκλάβου. Ο Χαμ καθηλωμένος στην αναπηρική καρέκλα και τυφλός, ο Κλοβ ανίκανος να σταθεί σ' ένα μέρος, η σχέση τους διάτρητη, αλλά η προοπτική απαλλαγής ισχνή. Η οδύνη και η ματαιότητα της οδύνης έχουν συνοψιστεί σε 90 συγκλονιστικά λεπτά. Γράφτηκε το 1956 στα γαλλικά, και παρότι το «Περιμένοντας τον Γκοντό» σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία, το «Τέλος του Παιχνιδιού» απορρίφθηκε από αρκετά θέατρα.

Τελικά, το έργο ανέβηκε στη Γαλλία. Ωστόσο, η μετάφρασή του στα αγγλικά ήταν τρομερά δύσκολη, καθώς ο ίδιος πίστευε ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα, ότι οι ρυθμοί και η οξύτητα θα χαθούν. Οι κακίες που ακούστηκαν από Αγγλους κριτικούς ήταν βάναυσες. Το έργο θεωρήθηκε νευρωτικό, διαποτισμένο με απόγνωση και οργή, ένας σωρός από λέξεις χωρίς δραματουργικό περιεχόμενο, γραμμένες από έναν μαζοχιστή συγγραφέα εθισμένο στην ίδια την κενότητά του. Ο ίδιος ο Μπέκετ θεώρησε ότι το έργο «έχει τουλάχιστον τη δύναμη να πληγώσει» και πολλά χρόνια αργότερα, στον «Δυτικό Κανόνα», ο Χάρολντ Μπλουμ υποστήριξε ότι ήταν «η ύστατη αντίσταση κατά της λογοτεχνίας» στον 20ό αιώνα.


Σ.ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ