Κυριακή 14 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Κίτσος του μπαρμπα - Κωσταντή

Γρηγοριάδης Κώστας

Τρία παιδιά κι η Βάγιω στο αντάρτικο του Εβρου κι αυτός με τον Κίτσο για το Γράμμο. Τα χέρια κοκάλωσαν γαντζωμένα στο καπίστρι. Βαδίζει ώρα τώρα στον ανήφορο. Το γαγλωτό μονοπάτι δίπλα από τον άπατο γκρεμό αρχίζει να παγώνει. Η χιονοθύελλα λυσσομανά. Δε βλέπει καλά πού πατάει. Γλιστρά κάθε τόσο. Τα γόνατά του κόβονται. Μα, αυτός αντιδρά, γυρίζοντας αλλού τη σκέψη. Κι αυτή η έρμη πετάει πότε μπρος και πότε πίσω.

Μπροστά ο Γράμμος. Ολοι τον μάλωναν. Κι ο συμπέθερος, ο Κυριαζάκης: «Γέρους άνθρωπους, συμπέθερι, πάτ'σις τα πινίντα. Κάτσι στ' αυγά σ'. Τι χαλεύσ' στου Γράμμου! Κείνους είνι για τα νιάτα...». Πού να ξέρει όμως τον κρυφό καημό του μπαρμπα - Κωσταντή! Η Βάγιω πάει στη σχολή αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου. Δεκαοχτώ χρονώ κοπελίτσα, μα διαβολάκι τετραπέρατο. Και να δεις κάλλη και νιάτα!.. Σ' όλα έμοιασε της μακαρίτισσας. Και στην παλικαριά!.. Το πάντζερ το 'χει παιχνίδι. Μια κι όξω, πάει το πολυβολείο, εϊ!.. θα γίνει, λέει, αξιωματικός. Κοίτα πώς έρουντουν τα πράματα!.. Γυναίκα κι αξιωματικός! Αλήθεια, πώς θα φαντάζει τώρα; Και πώς θα κάνει όταν τον δει;..

Κάποια στιγμή τον τράβηξε το καπίστρι απότομα από πίσω. Γύρισε. Το άλογο είχε παραπατήσει και, για να αποχτήσει ισορροπία, τίναξε το κεφάλι, τράνταξε τον μπαρμπα - Κωσταντή κι ορθοπάτησε.

Εσφιξε ο μπαρμπα - Κωσταντής το καπίστρι: «Ντεε! Μπράβο»!..». Του χάιδεψε με τ' άλλο χέρι τη μούρη. Κοίταξε τα πόδια του Κίτσου που τρέμαν μαζί με τις κρουσταλλιασμένες τρίχες του στήθους του, πρόσεξε το λυπημένο βλέμμα του και κούνησε πικραμένος το κεφάλι.

- Αχ, φουκαρά, σε πήρα κι εσένα στο λαιμό μου.

Ναι, κι ο δάσκαλος τον είχε συμβουλέψει να μην το κουνήσει από το Σακάρ - Αλιά.

- Κάτσε να ξεχειμωνιάσεις εδώ, του είπε, χρειαζούμενος είσαι κι εδώ. Πού να βρούμε σαν και σένα επιμελητή.

Μα, κείνος είχε άλλα στο νου του.

- Για το Γράμμο, δάσκαλε, πήρα την απόφαση. Για άλλο ήρθα τώρα σε σένα.

- Ν' ακούσω!

- Να μ' αφήσετε να πάρω μαζί μου και κείνην την ψυχή.

- Ποια ψυχή;

- Τον Κίτσο, ντε!

- Ποιον Κίτσο;

- Να, εκείνον εκεί, είπε κι έδειξε το άλογο, που στεκόταν συλλογισμένο κάτω από την πλατιά κορόνα της οξιάς.

Το άλογο, σαν να κατάλαβε που μιλούσαν γι' αυτό, σιγοχλιμίντρισε και κάρφωσε απάνω τους τα μεγάλα του μάτια, που πετούσαν μπλαβοκόκκινες σπίθες στη βραδινή αντηλιά.

Ο δάσκαλος αμέσως κατάλαβε.

- Αυτό, μπαρμπούλη μου, δεν το 'χουμε στο λογαριασμό. Ο Κίτσος δε στρατολογήθηκε για το Γράμμο, γιατί είναι χρήσιμος εδώ, στην επιμελητεία όπου και ανήκει, όπως το θέλησες εσύ.

- Ναι, αλλά τώρα τον θέλω μαζί μου, δάσκαλε. Δεν μπορώ να τον αποχωριστώ.

- Μείνε τότε και συ, να 'σαστε μαζί.

- Οχι, δάσκαλε, πρέπει να πάμε στο Γράμμο. Να 'ρθει και αυτός. Θα τον έχω κάπου κάπου και για καβάλα, είπε πονηρά.

- Μα, θα τον φορτώσουνε από δω! Πού θα βρεις τέτοια πολυτέλεια!

- Δεν πειράζει. Ας τον φορτώσουν. Εγώ θα τον χουσμετεύω. Ας μην νοιάζεται γι' αυτόν κανείς.

Πάτησε πόδι, τον πήρε μαζί του. Πού να τον άφηνε μόνο εκεί κάτω! Σαν παιδί τον μεγάλωσε. Ηταν Μάρτης μήνας. Κείνες οι φαρμακερές μέρες, που ήρθε από το μέτωπο το μαύρο μαντάτο πως σκοτώθηκε ο μεγάλος γιος του, ο Κίτσος, στην Κορυτσά. Κι αυτή η ψυχή γεννήθηκε πριν ακόμα κλείσουν τα σαράντα του Κίτσου. Τον περιμάζεψε κοντά στο τζάκι. Τον καθάρισε από τα υγρά της μάνας του και τον σκέπασε με μια βελέντζα.

Γρήγορα κι αυτός ορφάνεψε. Τον μεγάλωσε σαν μωρό παιδί, με το ρωγοβύζι. Τον είχε κοντά στα πρόβατα. Του φύλαγε πάντα κάποια λιχουδιά μετά τη βοσκή: ψωμάκι, βίκο, κριθαράκι, ζαχαρίτσα. Τον είχε μάθει, ο αφιλότιμος, κι όταν ερχόταν η ώρα, πήγαινε και τον έβρισκε. Κοιτούσε το γέρο στα μάτια... Αν αργούσε, τον έσπρωχνε με τη μούρη στον ώμο και τραβούσε με τα δόντια το ταγάρι. Τότε ο μπαρμπα - Κωσταντής τον αγκάλιαζε από το λαιμό και τον φιλούσε ίσα στα ρουθούνια.

- Ηρθες πάλι, κερατούκλη; Δεν υποφέρεσαι, γαλίφη, μοσκοαναθρεμμένε μου. Σε κακόμαθε τ' αφεντικό σου, πού να χέσω τα μουστάκια του!

Το πουλάρι, σα να καταλάβαινε τα χάδια, κουνούσε το κεφάλι παιχνιδιάρικα, χτυπώντας τις μπροστινές ομπλές του, και σκουντούσε πιο δυνατά το ταγάρι. Ο μπαρμπα - Κωσταντής το άνοιγε, τότε, έχωνε το χέρι, έβγαζε γεμάτη τη χούφτα του και την κουνούσε πέρα δώθε για να το παιδέψει. Εκείνο λύγιζε με χάρη δεξά ζερβά το κεφάλι, παρακολουθώντας το χέρι, κι έπειτα τσίτωνε τ' αυτιά, φρούμαζε ανυπόμονα και βουτούσε ξαφνικά τη χούφτα! Ομως, δε δάγκωνε. Τα χείλια του γαργαλούσαν διακριτικά τα δάχτυλα του γέρου και τα πίεζαν ν' ανοίξουν. Τότε ο γέρος γεμάτος αγαλλίαση άνοιγε τη χούφτα του και το τάιζε σα μωρό παιδί.

Ηταν οι ευτυχισμένες ώρες του βουνού. Αναθυμόταν τότε με συγκίνηση το γιο του, τον Κίτσο. Αχ, ο καψερός, με τι ελπίδες μεγάλωσε το πρωτοπαίδι του. Ωσπου να το χαρεί, όμως, το άρπαξε ο πόλεμος. Τούτο το πουλάρι πήρε το όνομά του και τη θέση του. Και να δείτε, θαρρείς που του μοιάζει στα καμώματα. Ξανθοκόκκινος, σκανταλιάρης, ζημιάρης και λεβέντης! Κορμί σπαθάτο και περπάτημα ασίκικο, ραβάνι!.. Πώς να τον αφήσεις σε ξένα χέρια εκεί κάτω! Κι έπειτα έλεγε να τον κάνει δώρο στη Βαΐτσα. Αξιωματικός μαθές! Θα κατέβαινε από το Γράμμο ίσα στην τρανύτερη πολιτεία, στην άσφαλτο, με τα ανταρτόπουλα στη γραμμή: εν - δυο!.. Και κείνη «τάκα - τάκα» πάνω στον Κίτσο, στην παρέλαση της Νίκης, ενώ θα βαρούσαν τα ταμπούρλα κι οι τρομπέτες...

Ναι!.. Ηταν κι αυτό. Στην αρχή δεν το είχε ξεκάθαρο. Σταματούσε το μυαλό του όταν τον ρωτούσαν: Τι δουλιά έχεις εσύ στο Γράμμο, γέρος άνθρωπος; Οσο περνούσε, όμως, ο καιρός, λαγάριζε μέσα του αυτή η αλόγιστη παρόρμηση για το βουνό εκείνο. Και καταστάλαζε σε μια παρέλαση. Το κατάλαβε, όταν μια μέρα καβάλησε τον Κίτσο ο Τζίτζικας και πήγε να τον ποτίσει. Πώς περπατούσε, ο αφιλότιμος! Το κεφάλι ψηλά και τα πόδια του σ' έναν ερωτιάρικο χορό να ποδοπατούν τη γη. Περήφανο άτι! Λες και το φορτίο και τα βάσανα της πορείας δεν τον έχουν αγγίξει. Κι ο Τζίτζικας; Φαντάστηκε τη Βάγιω στη θέση του. Βεργολυγερή και σφηκομεσάτη, με το ελασίτικο δίκοχο και τις μπότες του αξιωματικού, θα φάνταζε στην παρέλαση σαν τον Αϊ - Γιώργη πάνω στον Κίτσο. Ας αξιωνόταν να δει κείνην την ώρα και «νυν απολύοις τον δούλον σου»... Μα, τι λέμε τώρα; Η νίκη ήταν σίγουρη. Το λέει, δα, η καθοδήγηση. Μήπως δεν κίνησε γι' αυτό από τον Εβρο; Γι' αυτό, βέβαια! Για να καμαρώσει τη Βαΐτσα στην παρέλαση. Το μολογούσε τώρα στον εαυτό του. Μόνο να προφτάσουν να πολεμήσουν κι αυτοί στο Γράμμο...

Ενα βογκητό κι ένα φρούμασμα σημαδιακό πίσω του τον ξανάφεραν στο ανηφορικό μονοπάτι. Αφουγκράστηκε. Αγκομαχούσε σαν άνθρωπος ο καημένος. Πώς τα βγάζει πέρα με τόσο φορτίο ο ζάβαλης! Γύρισε πίσω. Σταμάτησε. Το ζώο τον κοίταξε παραπονεμένα και κούνησε πάνω - κάτω το κεφάλι.

- Τι κάνεις, καρδούλα μου; Δύσκολα, ε; Κουράγιο!

Χάιδεψε το λαιμό του. Εκείνο τον άγγιξε πάλι στον ώμο και τα μαλακά του χείλια πασπάτεψαν το μέρος που κάποτε κρεμόταν το ταγάρι.

- Ξέρω τι χαλεύεις, ψυχούλα μου, μα δεν έχω ο έρμος... Λαχείο, που σου 'πεσε και σένα! Ατυχα, Κίτσο, άτυχα και τα ζωντανά που λάχανε στη μοίρα μας.

Ξαφνικά, κατέβηκε μια δυνατή σπιλιάδα. Ενα σύννεφο από χιονόσκονη και ξερά χόρτα στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του και χώθηκε στα ρουθούνια και στα μάτια του. «Φτου, κακόχρονο να 'χεις, διάτανε», μάλωσε τον αέρα ο μπαρμπα - Κωνσταντής. Πισωπάτησε κι ο Κίτσος. Γλίστρησε κι έπεσε στα γόνατα.

- Ωωω!.. έβαλε ο γέρος μιαν ανήσυχη φωνή και τράβηξε με δύναμη το καπίστρι για να συγκρατήσει το ζώο. Τα δυο πόδια του Κίτσου, που βρέθηκαν στο κενό του γκρεμού, σάλεψαν στην αντάρα απελπισμένα. Τσιτώθηκαν τ' αυτιά του και γέμισαν τα μάτια του τρομάρα. Μια κρύα μαχαιριά χώθηκε στη ραχοκοκαλιά του γέρου. Εφυγε το καπίστρι από το χέρι του και χάθηκε στην ανταριασμένη χούνη, μαζί με κείνα τα τρομαγμένα μάτια και το σπαραχτικό χλιμίντρισμα του θανάτου...

-- Ωχού, τι έπαθα ο δόλιος!.. Αχ, ψυχούλα μου, γιε μου, κανακάρη μου!..

Εσυρε μια παράξενη ραγισμένη φωνή ο γέρος πάνω από το ουρλιαχτό της θύελλας.

- Εκλεισε το σπίτι μου! Αχ, φασισμέ! Αχ! Αχ! Αχ, εγώ, εγώ!..

Εσφιξε τις γροθιές κι από τα μάτια του πετάχτηκαν κορόμηλα τα δάκρυα. Εκατσε κάτω κι άρχισε να χτυπιέται ο μπαρμπα - Κωσταντής.

Ετσι ζαβλακωμένοι, καθώς ανέβαιναν οι μαχητές από το μπουρίνι, δεν κατάλαβαν τι έγινε. Νόμισαν πως κάτι έπαθε ο γέρος. Ετρεξε κοντά του ο Παγώνης.

- Τι έπαθες;

- Τι να πάθω, πάει η ψυχούλα!

- Ποια ψυχούλα;

- Ο Κίτσος. Επεσε στο γκρεμό. Ωχού το κακό που με βρήκε!

- Εσύ έπαθες τίποτα;

- Τι άλλο ήθελες να πάθω, θεοσκοτωμένε!..

- Αντε, άντε!.. Και χολοσκάς; Εσύ να 'σαι γερός. Και κλαις... Δεν είμαστε καλά!.. Ο Κωσταντής αγρίεψε.

- Αϊ στο διάλο, ζεβζέκη, Παγώνη, που θα μου πεις πως δεν είμαι καλά! Χάσου από τα μάτια μου, γιατί θα κάνω φονικό! Και γύρισε το ντουφέκι καταπάνω του.

- Μωρέ ετούτος στ' αλήθεια μπουνακλάντησι!, είπε ο Παγώνης και τράβηξε τον ανήφορο.

Από πίσω αγκάλιασε το γέρο ο Δημήτρης.

- Αντε, μπάρμπα, μην τον ξεσυνερίζεσαι. Δεν του κόβει. Είναι φοβερό, Κωσταντή, το δράμα των ζώων. Τι φταίνε, τα καημένα, αν τρώγονται σαν τα σκυλιά οι άνθρωποι μεταξύ τους; Με τον Κίτσο σου είναι πέντε σήμερα τα ζώα, που μας έφαγε η χαράδρα. Πάνε πέντε ψυχές αθώες και πιστές.

- Αχ, φασισμέ, αναστέναξε καυτά ο Κωσταντής και βούρκωσαν τα μάτια του και πάλι. Αχ, αχ, αχ!..


Του
Νίκου ΚΥΤΟΠΟΥΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ