«Εμάς όλους μας ένωναν τα δεσμά της θάλασσας. Εχοντας ενωμένες και τις καρδιές μας, αν και πολλές φορές κυλούσε χρόνος πολύς ώσπου να ξαναβρεθούμε, είχαμε γίνει ανεκτικοί και δεχόμασταν ο ένας τις πεποιθήσεις, τα χούγια και τις ιδέες του άλλου. Στο Δικηγόρο, τον καλύτερο από τους παλιούς, είχε παραχωρηθεί, χάρη στις αρετές και τα πολλά του χρόνια, το μοναδικό μαξιλάρι στο κατάστρωμα και τώρα ήταν πλαγιασμένος και ραχάτευε, με την κουβέρτα του για στρώμα. Ο Λογιστής είχε φέρει μαζί ένα κουτί με ντόμινο και τώρα έστηνε τα κοκάλινα πούλια του. Ο Μάρλοου καθόταν σταυροπόδι στα δεξιά της πρύμνης. Είχε μάγουλα ρουφηγμένα, επιδερμίδα πελιδνή, πλάτη ίσια και όψη ασκητή. Ο Διευθυντής έλεγξε την άγκυρα, είδε ότι έχει πιάσει καλά και ύστερα ήρθε στην πρύμνη και κάθισε ανάμεσά μας. Ανταλλάξαμε αμέριμνα και κάπως τεμπέλικα μερικές κουβέντες. Επειτα έπεσε σιωπή στο κατάστρωμα».