Με την ευκαιρία του μνημοσύνου του, θα αναφερθούμε στη ζωή και το έργο του Χρήστου Πολυχρονίδη, αντλώντας από ομιλία τού επίσης αγωνιστή και συγγραφέα Νίκου Κυτόπουλου, σε παρουσίαση του μυθιστορήματος «Τραντέλλενοι», στο Χαϊδάρι.
Γόνος Ποντίων προσφύγων, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, μαθητής του Δημοτικού, ο Χρήστος Πολυχρονίδης ήταν σύνδεσμος του ΕΛΑΣ. Στα εμφυλιακά χρόνια γλίτωσε το καταναγκαστικό παιδομάζωμα της Φρειδερίκης και μαζί με άλλα παιδιά διωκόμενων αγωνιστών βρέθηκε στο Ραντεμπόιλ της ΓΛΔ, όπου τέλειωσε το ελληνικό Δημοτικό, αλλά και το γερμανικό σχολείο. Σπούδασε σε τεχνική σχολή της Λειψίας και δούλεψε σε εργοστάσιο (1956 - 1970) ως σιδηρουργός. Στα χρόνια 1967 - 1970 φοίτησε σε νυχτερινή σχολή αρχιμαστόρων. Παράλληλα, έγραφε και δημοσίευε στην εφημερίδα του εργοστασίου και στην εφημερίδα της Λειψίας «Λάιπτσιγκερ Φολκ Τσάιτουνγκ» ποιήματα και διηγήματα. Η πολιτεία και η διεύθυνση του εργοστασίου έκριναν ότι πρέπει να αναπτυχθεί και το λογοτεχνικό ταλέντο του.
Ετσι, ο Χρήστος Πολυχρονίδης σπούδασε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας και έγινε «εργάτης» του πνεύματος, αμειβόμενος από το σοσιαλιστικό κράτος και εισπράττοντας τα συγγραφικά του ποσοστά. Από το 1970 έως το 1979, οπότε επαναπατρίστηκε, δημοσίευσε στη ΓΛΔ, στα γερμανικά, τα βιβλία «Mein berg heissit Ai-Lias» («Το βουνό μου λέγεται Αϊ-Λιάς»), «Die verlorenen Soehne», «Oliver haire ohne frieden», τα οποία πουλούσαν 25.000 - 50.000 αντίτυπα.
Ο Χρ. Πολυχρονίδης, παρά τη συγγραφική φήμη του στη ΓΛΔ, μετά τον επαναπατρισμό του έμεινε στην αφάνεια και βιοποριζόταν ως σιδεράς. Μετά τη συνταξιοδότησή του έγραψε το μυθ-ιστόρημα «Τραντέλλενοι», έργο «απόσταγμα της ζωής του» και των παραδόσεων των Ελλήνων του Πόντου, όπως επισήμανε ο Ν. Κυτόπουλος. «Τραντέλλενοι» για τους Ελληνοπόντιους σημαίνει «τριάντα φορές Ελληνες» και πάνω σ' αυτή τη σημασία «έχτισε» ο συγγραφέας το «ανθρωπιστικό μάθημα ζωής» που δίνει το μυθ-ιστόρημά του. Στο μυθιστόρημα Ελληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Κούρδοι ζουν σε μια αδελφική γειτονιά στην Καλή Πηγή και στο Αρμενοχώρι του Πόντου. Ο μουσουλμάνος Χασάν και ο χριστιανός γερο-Γαβριήλ μαζί πίνουν τον καφέ τους. Ο Χασάν ειδοποιεί τον Γαβριήλ για τη φωτιά που θα κάψει Ρωμιούς και Αρμένιους. Ετσι οι Τραντέλλενοι, με την παλικαριά τους, αντιστέκονται στις μαζικές εξορίες και ως πατριώτες και ως ουμανιστές υπερασπιστές της ειρηνικής συνύπαρξης και της κοινωνικής προκοπής όλων των καταπιεσμένων λαών.