Στην τρομοκράτηση των εργαζομένων αποσκοπούν οι χτεσινές εφιαλτικές προτάσεις του Κ. Μητσοτάκη για την επιβολή απάνθρωπων νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων», διευκολύνοντας ταυτόχρονα και την κυβέρνηση να φορά τη μάσκα της «ήπιας μεταρρύθμισης».
Ούτε λίγο-ούτε πολύ, με τη χτεσινή του παρέμβαση ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ υποδεικνύει ευθέως ένα δικομματικό «πραξικόπημα» με στόχο την ανατροπή των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και την επιβολή ενός εργασιακού μεσαίωνα.
Ενθαρρημένος προφανώς από την επίδειξη αποφασιστικότητας της κυβέρνησης Καραμανλή για την προώθηση των βάρβαρων «διαρθρωτικών αλλαγών» και την ένθερμη στήριξη και συναίνεση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, ο Κ. Μητσοτάκης ζητάει την ταχεία κατεδάφιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων με αιχμή τις ΔΕΚΟ και το Ασφαλιστικό των τραπεζών. Δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτά, αλλά επεκτείνεται μέχρι και την αξιολόγηση των ΑΕΙ και την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ!
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρνήθηκε να σχολιάσει την τρομο-παρέμβαση του επιτίμου οχυρωμένος πίσω από την πάγια θέση ότι δε σχολιάζει τις δηλώσεις του, αλλά ουδόλως ενοχλήθηκε όταν του επισημάνθηκε πως η κυβέρνηση «έχει πλέον την ίδια φωνή με τον κ. Μητσοτάκη»...
Ο Κ. Μητσοτάκης ζήτησε ευθέως από την κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ να συμφωνήσουν για την επιβολή συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών, εκτιμώντας μάλιστα ότι αυτή η δικομματική συμφωνία είναι εφικτή «από τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου ευθέως δηλώνει ότι δεν είναι κρατιστής και μέσα στο κόμμα του ακούγονται και άλλες πολλές υπεύθυνες φωνές».
Το πρώτο «σημείο συμφωνίας» περιλαμβάνει την από κοινού προώθηση και ψήφιση στη Βουλή νόμου που θα καταργεί τη σταθερή και μόνιμη εργασία εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, το 8ωρο, τις συλλογικές συμβάσεις και θα ελαστικοποιεί πλήρως τις εργασιακές σχέσεις. Η ανατροπή δεν αφορά μόνο τους νεοπροσλαμβανόμενους αλλά και τους νυν εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Κ. Μητσοτάκη, ο νόμος που άμεσα πρέπει να φέρουν στη Βουλή τα δύο μεγάλα κόμματα πρέπει να ορίζει ότι «εφεξής οι εργαζόμενοι στο ευρύτερο δημόσιο τομέα θα υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και την Κοινωνική Ασφάλιση με τους λοιπούς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα». Σε μια επίδειξη αυταρχισμού και αλαζονείας προτείνει η απόφαση αυτή «να μην αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τα συνδικάτα».
Για τους νυν εργαζόμενους στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα δηλώνει ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα «πρέπει να προσαρμόσουν τις εργασιακές σχέσεις και τα εφεξής δημιουργούμενα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα με όσα ισχύουν για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα», υιοθετώντας ευθέως τη «σύγκλιση προς τα κάτω» και την οπισθοδρόμηση.
Δεύτερο «σημείο δικομματικής συμφωνίας», σύμφωνα με τον επίτιμο, πρέπει να αποτελέσει η ανατροπή των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και η διάλυση των Ταμείων, προς όφελος της ιδιωτικής ασφάλισης. Με ελάχιστα συγκαλυμμένο τρόπο ο Κ. Μητσοτάκης ουσιαστικά επαναλαμβάνει την πρόταση για παράταση του εργάσιμου βίου, θέσπιση μιας κατώτερης σύνταξης και παράδοση στην ιδιωτική ασφάλιση. Τα δύο κόμματα, αναφέρει, πρέπει να συμφωνήσουν στους αριθμούς και στα άλλα δεδομένα της Κοινωνικής Ασφάλισης, ακριβώς για να παρουσιάσουν ως αναγκαιότητα και μονόδρομο τις κοινές λύσεις. Στη βάση της συμφωνίας «στα δεδομένα», τα δύο κόμματα πρέπει να προχωρήσουν «σε κρατική βοήθεια προς τα επιμέρους Ταμεία, η οποία κατ' ανάγκην δεν μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι δίδεται σήμερα», υποδεικνύοντας ουσιαστικά τη διάλυση των Ταμείων. Στη βάση αυτή εκφράζει έμμεσα τη διαφωνία του για τη συμφωνία στον ΟΤΕ λέγοντας ότι είναι πολιτικά και κοινωνικά απαράδεκτο «το να επιδιώκουμε επιλεκτικά να λύσουμε το πρόβλημα, όχι καταργώντας προνόμια αλλά εξασφαλίζοντας όλους τους προνομιούχους σε βάρος του δημοσίου τομέα και των Ταμείων από τα οποία θα συνταξιοδοτηθεί η συντριπτική πλειοψηφία των μη προνομιούχων».
«Υπάρχουν στο πρόγραμμά μας διαρθρωτικές αλλαγές. Τα πράγματα γίνονται το ένα μετά το άλλο. Ούτε όλα μπορεί να ανοίξουν τον πρώτο μήνα της διακυβέρνησης της χώρας από μια νέα κυβέρνηση, ούτε βεβαίως τον τελευταίο χρόνο ή τον τελευταίο μήνα. Υπάρχουν πράγματα που γίνονται με τη σειρά». Τη δήλωση αυτή έκανε ο Θ. Ρουσόπουλος όταν ρωτήθηκε γιατί «ξαφνικά» η κυβέρνηση άνοιξε όλα τα μέτωπα των διαρθρωτικών αλλαγών. Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση θα προχωρά χωρίς τυμπανοκρουσίες και με συστηματικό τρόπο το ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων τη μία μετά την άλλη, επιχειρώντας κάθε φορά να διασπά τους εργαζόμενους και να δημιουργεί τεχνητές αντιθέσεις ώστε να εξουδετερώνει όσο μπορεί τις αντιδράσεις τους.