Κυριακή 22 Μάη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο επιλοχίας

Μεγάλη μας τιμή που ήρθε ο αρχιστράτηγος στην κατασκήνωση όπου είχε στρατοπεδεύσει το τάγμα ανά δύο οπλίτες σε κάθε σκηνή και με τον «πύρινο» λόγο του να προσπαθεί να πείσει τους στρατιώτες να πάνε εθελοντές στην Κορέα. Ομως, άδικα βράχνιασε να μιλά, αφού τ' αποτελέσματα της προσπάθειάς του υπήρξαν μηδαμινά. Ούτε δέκα δεν προθυμοποιήθηκαν να του κάνουν το χατίρι. Ανάμεσα στους πρόθυμους που βγήκαν από την παράταξη ένα βήμα μπροστά, σύμφωνα με τη διαταγή του, ήταν και ο «Επιλοχίας». Δεν επρόκειτο, βέβαια, για πραγματικό επιλοχία, που θεωρείται μάνα του λόχου, αλλά για ένα φανταράκι που σίγουρα δεν τα 'χε ...τετρακόσια! Κοιμόταν και ξυπνούσε με τ' όνειρο να γίνει επιλοχίας, να βγάζει σκοπιές, να επιβλέπει το καζάνι του φαγητού, να δίνει άδειες και να βάζει σε τάξη το κάθε τι στο λόχο και να μείνει μόνιμος στο στρατό. Τι να κάνει πίσω στο χωριό; Το κάψανε οι κατακτητές μαζί και τους γονείς του, δεν τον σηκώνει πια ο τόπος του. Πρέπει να πιάσει από την αρχή κι αυτός δεν έχει τη δύναμη να παλέψει για να δημιουργήσει δικό του βιος, προτιμάει να 'χει σπίτι του το στρατώνα. Προς τούτο, δεχόταν την όποια διαταγή χωρίς αντιλογία, όπως αναφέρει ο όρκος, και έκανε και κάτι ακόμα επιπλέον, για να δείχνει καλή διαγωγή στους ανωτέρους, πιστεύοντας ότι με την εύνοιά τους θα κατόρθωνε να τρυπώσει στη σχολή υπαξιωματικών και με την πάροδο του χρόνου να πραγματοποιήσει τη βαθιά του επιθυμία ν' αποκτήσει στο μανίκι τρεις «σαρδέλες» και κορόνα, που είναι τα διακριτικά του επιλοχία!

Αυτό το ονειροπαρμένο παλικαράκι δεν ήταν πειθήνιο μόνο στους βαθμοφόρους, αλλά και στους απλούς συναδέλφους του, που τον πρόσταζαν να τους κάνει διάφορα θελήματα, ακόμα και την ώρα που κοιμόταν και ονειρεύονταν, κι εκείνος αδιαμαρτύρητα, ήταν ικανός να πάει στο ποτάμι για να γεμίσει παγούρια νερό. Τον φώναζαν επιλοχία, ποιος δε γνώριζε το ψώνιο του; Κι εκείνος καμάρωνε με το χρώμα της χαράς στο πρόσωπό του και απαντούσε, μασώντας άτσαλα τις λέξεις: - Ο λόγος σου και στου λοχαγού τ' αυτί!

Φαίνεται ότι την παρουσία του αρχιστρατήγου στην απομακρυσμένη μονάδα, θεώρησε ως ευκαιρία της ζωής του για την επιτυχία των επιδιώξεών του και ήταν ο πρώτος που ...αποδέχτηκε την πρόσκληση να πάει στη μακρινή ασιατική χώρα, όπου το τέρας του πολέμου καταβρόχθιζε χιλιάδες θνητούς.

Το δεύτερο βήμα εμπρός, έξω από τη γραμμή, έκανε ένας άλλος ελαφρόμυαλος, μικρόσωμος κι αδυνατούλης, που παρίστανε τον πονηρό, ο Γιώργος, που θέλησε να πάει εκεί να τα «κονομήσει». Και επιστρέφοντας με μάτσο τα δολάρια, να είναι περιζήτητος γαμπρός! Για να καταλάβει ο αναγνώστης περί τίνος επρόκειτο, μια νύχτα στη σκοπιά όπου φύλαγε, τον έπιασε ο αξιωματικός εν ώρα υπηρεσίας να βρίσκεται σε κατάσταση υπερδιέγερσης, σεξουαλικής βέβαια, και ...να 'χει το νου του αλλού! Το πρωί, όπως είναι φυσικό, βούιξε ο τόπος! Τα πειράγματα πέφταν βροχή, η φανταριά με κάτι τέτοια ψυχαγωγούνταν, γελούσε κι εκείνος μαζί της! Με τον «επιλοχία» ήταν αχώριστα φιλαράκια. Κοιμόνταν στο ίδιο τσαντίρι και βλέπανε την Κορέα όπως ο αθλητής το βατήρα, που θα τον τινάξει ψηλά. Σ' αυτήν εναπόθεσαν την πάσα ελπίδα τους για τη μελλοντική τους ευημερία!

Κάποιοι συγκατατέθηκαν να πολεμήσουν στην κορεατική χερσόνησο με κίνητρο το συμφέρον. Ομως, ο αριθμός των εθελοντών ήταν απελπιστικά μικρός και οι ανάγκες της υπηρεσίας μεγάλες. Το τι έγινε από εκεί και πέρα δε λέγεται. Τα για οποιουσδήποτε λόγους ανεπιθύμητα φανταράκια επελέγησαν για το μεγάλο ταξίδι. Κάποιοι βαθμοφόροι που δεν ήθελαν να έχουν το «κρίμα» πάνω τους, στέλνοντας στα ξένα να πολεμήσουν παρά τη θέλησή τους στρατευμένα παιδιά, επέλεξαν την κληρωτίδα. Τοποθετούνταν οι κλήροι σ' ένα αναποδογυρισμένο κράνος και οι «τυχεροί» ακολουθούσαν την τύχη του «επιλοχία». Ο κλήρος έπεσε και σ' έναν παντρεμένο με παιδί, ο οποίος εξαιρέθηκε και το κράνος αναποδογυρίστηκε ξανά για να πάρει άλλος τη θέση του. Επρεπε με κάθε τρόπο να συμπληρωθεί ένα ορισμένο νούμερο οπλιτών για την αποστολή. Είναι αλήθεια ότι του διοικητή δεν του άρεσε αυτή η ιστορία και το έδειχνε η συμπεριφορά του, όμως κι αυτός εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Και από ανωτέρους ο στρατός τίποτ' άλλο... Το διατάξτε και διατάξτε είναι σε ημερήσια διάταξη. Η πολιτική ηγεσία βέβαια μιλούσε για εθελοντές, ίσως ...από λάθος! Και να ήταν μόνο αυτό;

Πέρασε καιρός, οι εναπομείναντες γυρίσαμε και άλλα μέρη, όπου στήσαμε τσαντίρι κι εκεί, ώσπου ήρθε η πολυπόθητη μετάθεση στη Χαλκίδα. Από πλάνης των ορέων βρέθηκα στην άκρη της πανέμορφης πόλης σ' ένα πρότυπο τάγμα εκπαιδεύσεως και από την πρώτη στιγμή είπα ότι καλύτερα ζούσα ως ορεσίβιος. Εχασα την ελευθερία μου, το καθετί μετριούνταν με το λεπτό: Το ξύπνημα, το φαγητό, ο ύπνος ...το κατούρημα και ασκήσεις μέχρι ξεπατώματος, άσε την πειθαρχία και τις «καμπάνες», που πέφτανε βροχή για ψύλλου πήδημα. Εδώ «φιλοξενούνταν» όσοι δήλωναν μετάνοια στο ναό του Παρθενώνα, τη Μακρόνησο δηλαδή, ανάμεσά τους και οι πιο καλοί φίλοι που απέκτησα στο στρατό. Κοιμόμαστε σαρδεληδόν κάτω από λαμαρίνες σε σχήμα τεράστιου βαρελιού κομμένου κατά μήκος, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως αποθηκευτικοί χώροι και όταν ήμουν θαλαμοφύλακας έβγαινα έξω να πάρω βαθιά ανάσα. Ηταν ανυπόφορη η κατάσταση με το κοκτέιλ των οσμών που εισπνέαμε. Οι «τουαλέτες» στο πίσω μέρος του στρατοπέδου ήταν από τσουβάλια, ούτε σε εκστρατεία να βρισκόμαστε. Δεν είχαμε κτιριακές υποδομές και ευκολίες, αλλά δε μας έλειπε, αντίθετα ήταν υποχρεωτικός, ο κινηματογράφος! Θέλοντας και μη, λοιπόν, μετά τις ολοήμερες ασκήσεις και πορείες, που το μόνο που επιθυμούσε κανείς ήταν φαγητό και το ράντζο του στο μισοβάρελο, έπρεπε να μπει στη γραμμή και να πάει στη Σχολή Πεζικού για «ν' απολαύσει» μια ανούσια συνήθως ταινία!

Ευτυχώς, βγαίναμε κάποια βράδια έξω, αλλά πού να πας με τις 60 δραχμές το μήνα μισθό του στρατού; Δε φτάνανε για στραγάλια. Αντί γι' αυτά, έπαιρνα τζίτζιφα, τα έβαζα στο χιτώνιο και την άραζα στη ...γέφυρα των στεναγμών της απένταρης φανταρίας και χάζευα τα νερά του Ευρίπου, που τρέχανε ορμητικά μια προς τα πάνω μια προς τα κάτω. Εκεί ήρθε και μ' αγκάλιασε κάποιος μεγαλόσωμος σφιχτά στο λαιμό και τρόμαξα και είπα: «Τι έκανα και με άρπαξε στρατονόμος;», μα δεν ήταν έτσι. Επρόκειτο για συνάδελφο από το προηγούμενο τάγμα προκαλύψεως, που ήρθε με μετάθεση κι αυτός στη Χαλκίδα, όχι όμως στο τάγμα μόνιμης εκπαίδευσης, αλλά στη ΣΧΟΛΗ όπου διαβιούσε σαν κύριος με τα ωράριά του, το πιάτο του και το ποτήρι του στο τραπέζι, το ντουζ και το κρεβάτι του, χωρίς λογιών λογιών αναθυμιάσεις. Ολα καλά κι ωραία, σα να ζούσε σε αρχοντόσπιτο!

Από αυτόν έμαθα ότι τόσο ο άκακος «επιλοχίας», όσο και ο Γιώργος, που με το πάθημά του στη σκοπιά διασκέδασε το λόχο, έπεσαν υπέρ ...βωμών και εστιών! Και καλά ο καλόκαρδος «επιλοχίας», πήγαινε για ανδραγαθία και παράσημο, ο άλλος; Α, ναι, το ξέχασα, για τα λεφτά, που θα τον έκαναν περιζήτητο ...στις νύφες!

Αληθινά δάκρυα κύλησαν εκείνη τη στιγμή από τα μάτια μου στον πορθμό που τα νερά του, αφρίζοντα, κυλούσαν γοργά σαν ποτάμι.


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Αποζημίωση σε συγγενείς νεκρού από σφαίρα(2019-04-17 00:00:00.0)
Καθ' οδόν: Πίσω στην περίοδο της γερμανικής κατοχής(2009-11-15 00:00:00.0)
Η συμβολή των ομογενών της Ρωσίας στον αγώνα της ανεξαρτησίας(2005-01-06 00:00:00.0)
Ο Κωσταντής και η θάλασσα(2001-01-21 00:00:00.0)
Αποστολή θανάτου(1997-08-24 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ