Η ταινία δεν παρακολουθείται εύκολα. Οι ρυθμοί της, και λόγω θέματος αλλά και λόγω σουηδικής νοοτροπίας, είναι αργοί. Παράλληλα, δε συμβαίνουν και πολλά γεγονότα. Η ιστορία είναι «μικρή». Ετσι, έχεις την αίσθηση, πως, από στιγμή σε στιγμή, θα σηκωθείς και θα φύγεις. Οσο, όμως, κυλάει ο χρόνος, η ταινία σε κερδίζει. Οταν βγεις από την αίθουσα έχεις αρκετό υλικό για συζήτηση.
Θυμίζω, ειδικά για τους νεότερους, πως γύρω στα '70, τη χρονιά που η ταινία βγήκε στις αίθουσες, η Σουηδία, από πολλούς, θεωρούνταν ο «παράδεισος του καπιταλισμού». Ομως, οι ίδιοι οι Σουηδοί, βίωναν ένα αφιλόξενο, για τον άνθρωπο περιβάλλον. Και μεγάλη ανέχεια. Η επιβίωση ήταν σκληρή και οι άνθρωποι έφταναν στα άκρα τους. Σχεδόν ακούμπαγαν την τρέλα. 'Η, στην καλύτερη περίπτωση, την απελπισία. Τελικά, αποδεικνύεται, πως ο καπιταλισμός, σε όποιο στάδιο ανάπτυξης και αν βρίσκεται, σκοτώνει τους ανθρώπους. Τους βάζει στο μαγκανοπήγαδο του ανταγωνισμού και τους αλέθει μέχρι τελικής παράδοσης ή τελικής εξόντωσης. Με αποτέλεσμα τα άτομα να γίνονται αντικοινωνικά. Και βίαια!
Θα αναρωτηθεί κανείς. Μέσα σε αυτό το βίαιο και αντικοινωνικό περιβάλλον μπορεί να ανθίσει ο έρωτας; Μπορεί! Γιατί είναι μια ανάγκη. Μια νομοτέλεια. Η ανθρωπότητα δεν έφτασε στο τέλος της. Δεν παραδόθηκε, ούτε πρόκειται να παραδοθεί. Οι άνθρωποι, σαν τον Σίσυφο, αδιάκοπα, θα κουβαλάνε την Ιστορία στους ώμους τους. Και θα την προχωράνε. Κόντρα σε όλες τις αναποδιές και κόντρα σε όλες τις τρικλοποδιές. Τα παιδιά θα την παραλαβαίνουν από εκεί που την αφήνουν οι γονείς τους και θα την παραδίδουν στα δικά τους παιδιά. Και με αυτή την έννοια, η ταινία, παρότι δείχνει ψυχοπλακωτική, τελικά είναι αισιόδοξη. Αφού τα παιδιά παρακολουθούν με προσοχή τις ατέλειες του περίγυρου και τις σχολιάζουν. Και δείχνουν πως, τουλάχιστον, θα προσπαθήσουν, αυτά να γίνουν διαφορετικά.
Παίζουν: Ανν-Σοφί Κίλιν, Ραλφ Σόλμαν, Ανίτα Λίντμπλομ.