«Γαμήλιο εμβατήριο» |
Δημιουργός της γενιάς του 1930, στη διάρκεια αυτής της «θεμελιώδους», καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση και εξέλιξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού - σε όλους τους τομείς της Τέχνης - δεκαετίας, για την ακρίβεια στα 1937, ο 30χρονος τότε Αγγελος Τερζάκης, γράφει το δεύτερο θεατρικό του έργο, το «Γαμήλιο εμβατήριο». Το έργο (το 1938 ο Τερζάκης ξαναδούλεψε τη δεύτερη και τρίτη πράξη και το ανέβασε ο θίασος της Μ. Κοτοπούλη), είναι ένα αυθεντικής ελληνικής «ταυτότητας» ρεαλιστικό, ποιητικής ατμόσφαιρας οικογενειακό δράμα, που «καθρεφτίζει» την ταξική δομή, τα ήθη, τις αξίες, αντιλήψεις, συμπεριφορές της ελληνικής κοινωνίας στο μεσοπόλεμο. Ο Τερζάκης θαύμαζε τον Τσέχοφ και ομολογούσε τις επιρροές που δέχτηκε, κυρίως, από τα μεγάλα έργα του Ρώσου δραματουργού, αλλά και από τον Λόρκα. Επιρροές που ο Τερζάκης αφομοίωσε δημιουργικά και στο «Γαμήλιο εμβατήριο» τις φιλτράρισε μέσα από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Χώρος δράσης του έργου, όπως και στα μεγάλα τσεχοφικά δράματα, είναι μια επαρχία και το σπίτι μιας άλλοτε πλούσιας, ονομαστής, με κοινωνικά αξιώματα, πτωχευμένης πλέον οικογένειας. Μια χήρα μάνα, με ελάχιστη πια ακίνητη περιουσία, με τέσσερις κόρες, ένα γιο φευγάτο χρόνια, άγνωστο πού και μόνο «προστάτη» τον αδελφό της, έναν αρπακτικό, αλλά αποτυχημένο πολιτευόμενο. Το να βρει γαμπρό, στη μικρή επαρχία, η πρωτότοκη κόρη είναι ουτοπία. Θεωρείται ήδη «γεροντοκόρη». Τη μοίρα της ακολουθεί και η δευτερότοκη. Η τριτότοκη, εικοσάχρονη περίπου, που περιφρονεί τον έρωτα του συνεσταλμένου επαρχιώτη δασκαλάκου, συνειδητοποιεί ότι μόνο αν μάθει μια δουλιά και φύγει για να εργαστεί στην πρωτεύουσα, μπορεί να ξεφύγει από την κλειστή κοινωνία της και ίσως να παντρευτεί, αλλά συντρίβεται από έναν απατεώνα Αθηναίο που της πούλησε έρωτα αλλά την εγκατέλειψε. Η μικρότερη, γυμνασιοκόριτσο ακόμη, με το οποίο είναι ερωτευμένος ένας φυματικός αιώνιος φοιτητής, θα συντριβεί όπως και όλες οι αδελφές με τον ερχομό του - χαρτοπαίκτη όπως αποδείχνεται - αδελφού τους, ο οποίος με τη νοοτροπία ότι ο άνδρας (ο πατέρας και μετά ο γιος) είναι ο «αρχηγός της οικογένειας», αδίστακτα θα πουλήσει το μοναδικό πια χωράφι -πηγή επιβίωσης της μάνας και των θυγατέρων της.
Αυτό το ελάχιστα παιγμένο, αν και σημαντικό έργο της προπολεμικής δραματουργίας μας, επέλεξε για να κάνει τη σκηνοθετική της εμφάνιση, με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, η αληθινά πολύ ταλαντούχα ηθοποιός Κερασία Σαμαρά. Με τη συμβολή του λιτότατου σκηνικού και των κοστουμιών (Κώστας Βελινόπουλος), των ατμοσφαιρικών φωτισμών (Παναγιώτης Μανούσης), της μελαγχολικής μουσικής (Τάκης Μπαρμπέρης), η σκηνοθεσία, με γυναικεία ματιά και ευαισθησία, ανέδειξε την ελληνικότητα του έργου, του ρεαλιστικού ήθους του, το κοινωνικό υπόβαθρο και την εποχή του, τον ψυχισμό και το χαρακτήρα των προσώπων αλλά και τις ποιητικές εξάρσεις του. Η καθάρια σκηνοθεσία της ώθησε και σε ένα γενικά καλό υποκριτικό αποτέλεσμα. Η Μαίρη Χηνάρη έπλασε μια τρυφερή, υπομονετική μάνα. Η Ιωάννα Αγγελίδη, με απέριττη αλήθεια, υποδύθηκε τη μικρή κόρη. Η Τζένη Σκαρλάτου ερμήνευσε τη σπαρακτικά «δυναμική», απελπισμένη πρωτότοκη «γεροντοκόρη». Την αλαφροΐσκιωτη ευαισθησία της δευτερότοκης κόρης, είχε η ερμηνεία της Κλαυδίας Ζαραφωνίτου. Νεανική χάρη και απλότητα είχε η Δάφνη Καμμένου στο μικρό ρόλο της δουλίτσας. Γόνιμες ήταν οι ερμηνείες των Ζαφείρη Κατραμάδα, Χρήστου Τακτικού, Νίκου Σφαιρόπουλου, Κωστή Καλλιβρετάκη. Η πιο ενδιαφέρουσα, με μεγαλύτερο χαρακτηρολογικό βάθος ερμηνεία, ισορροπούσα πάνω στο φαινομενικά κωμικό αλλά ουσιαστικά δραματικό ρόλο του, ήταν η ερμηνεία του Βασίλη Σπυρόπουλου.