Ο Σαμιώτης ποιητής Μανόλης Σίμος, συνεργάτης του περιοδικού «Σαμιακή Επιθεώρηση», με τον πειθαρχημένο στίχο του, καρπό πολυχρόνιας άσκησης, μπορεί να συγκριθεί με πολλούς επώνυμους ποιητές. Η θεματική του, στο μεγαλύτερο μέρος της οικουμενική, διατηρεί τον ακριτικό χαρακτήρα της απέριττης, γραφικής συχνά ποίησής του:
«Στις μεγάλες λειτουργίες προσκαλάνε/ τον όσιο Χαρίτωνα στην πόλη να κατέβει./ Ηγούμενος στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής/ κατάντικρυ της ωραίας Μυκάλης./ Ο δρόμος του γυρισμού στο μοναστήρι/ άσπρο καλντερίμι γραμμή από φως/ που μαυρίζει μέρα τη μέρα, κι ο ήλιος βασιλεύει».
Κι ο πόνος, ανάμεικτος με εναγώνια καρτερία του πάσχοντος ανθρώπου: «Η μάνα μου έπλεκε στην πεζούλα και κλότσαγε/ το κουβάρι.../ Ηταν πάντα θλιμμένα τα μάτια της το πρωί/ γιατί το καλό μας το έβλεπε μακριά. Και το κακό ολόγυρα παγίδες να μας στήνει». «Δίσεχτα χρόνια πριν από το χαλασμό/ (...) Δεν είναι αλήθεια πως λιγοστεύει ο καρπός./ Οι αποθήκες μεγαλώνουν». Και: «Κόψε κλωνί βασιλικό βούτηξέ το/ στου πηγαδιού το νερό το αγιασμένο και ράντισε/ μια προς τα βουνά να πρασινίσουν πάλι/ τα καμένα πευκόδασα, μια προς τη θάλασσα/ να γεμίσει μαρίδες, σαργούς, αχινούς, πέρκες...».
Υπαινικτικές αναφορές σε «δίσεχτα χρόνια». Θα περιμέναμε από αυτόν τον συγκεντρωτικό τόμο, που φτάνει χρονικά ως τις μέρες μας, κάποια ηχώ από τη γειτνίαση του νησιού, από τα ηρωικά και δραματικά βιώματα της δεκαετίας 1940 - '50, από τη σημερινή τεχνητή πολεμική ένταση, που την αισθάνεται κανείς ατενίζοντας τη Μυκάλη, να προσφέρεται σαν γεφύρι ανάμεσα σε δυο αντικρινούς λαούς, σε δυο εστίες πανάρχαιων πολιτισμών (Εκδόσεις «Απόπλους»).