Το τάνγκο είναι μια γνήσια συγκίνηση. Είναι ο χορός του σώματος με το σώμα. Μια τέχνη που σε τρία λεπτά αφηγείται μια ιστορία ζωής. Είναι άσκηση φυσική και ψυχική. Λεπτή μέση, κομψή στάση κι ένα παιχνίδι με τα πόδια που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.
Το να μάθεις να ακολουθείς τον παρτενέρ σου δεν είναι παθητική υπακοή για την ντάμα. Σημαίνει ουσιαστικά να μάθεις να ακούς, να επικοινωνείς με τις δικές σου αισθήσεις και με του άλλου. Είναι μια μεγάλη σχολή διαλόγου. Είναι ένα σχολείο μέσα από το οποίο μπορεί να αναπτύξει κανείς τη διαίσθησή του και να βρει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
Οπως είπε και ο ποιητής Horacio Ferrer, "το αργεντίνικο τάνγκο είναι πάνω απ' όλα τρόπος για να περπατάς και να μεταμορφώνεσαι σε χορό, τρόπος του να μιλάς και να μεταμορφώνεσαι σε τραγούδι, και βέβαια του να ονειρεύεσαι και να μεταμορφώνεσαι σε ποίηση"»,γράφει η Στέλλα Κατσαρού στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Tango Nuestro», στο οποίο ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να μάθει και για τη «διαμαρτυρία» του τάνγκο από μια συνέντευξη που έδωσε ο Jose Garofalo.
«Νέο χορευτικό συγκρότημα που στόχο έχει να παρουσιάζει το τάνγκο όχι σαν show ακροβατικό με άρτια τεχνική, αλλά σαν λαϊκό χορό, βγαλμένο από την ψυχή του Αργεντίνου, χορό που εκφράζει τον καθημερινό άνθρωπο και έχει χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει τους επαναστατικούς και κοινωνικούς αγώνες του αργεντίνικου λαού. Οι παραστάσεις τους, χοροδράματα με έμφαση στον ήχο και στο φωτισμό, απευθύνονται στους ντόπιους και όχι τους τουρίστες. Παίζουν σε λαϊκές συγκεντρώσεις, σε συνοικιακές συνεστιάσεις.
Ο θεμελιωτής του "νέου τάνγκο" γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1921, στην παραθαλάσσια πόλη Μαρ ντελ Πλάτα. Από την ηλικία των εννέα ετών, όταν ο πατέρας του του χάρισε το πρώτο του μπαντονεόν, άρχισε να πειραματίζεται με την κατεξοχήν πορτένια μουσική, το τάνγκο. Μα το Μπουένος Αϊρες στο έργο του Piazzolla έγινε κάτι διαφορετικό από αυτό που αποτυπώνεται στο έργο άλλων μεγάλων δημιουργών του τάνγκο: δεν είναι οι λαϊκές γειτονιές του Sur (Νότος) των Anvbal Troilo/Homero Manzi που απηχούν νοσταλγίες για τα πράγματα που πέρασαν, που περικλείουν την απεραντοσύνη της πάμπας, την αλάνα, το άρωμα των χορταριών, το φεγγάρι που ξέρει να φωτίζει μοναδικά τη φτωχογειτονιά. Δεν είναι το καθημερινό, απαισιόδοξο, στοχαστικό Μπουένος Αϊρες του Quι Vachachι (Τι να κάνουμε) του Enrique Santos Discιpolo, που λύγιζε κάτω από το βάρος της "άτιμης" δεκαετίας του 1930, που πεινούσε και υπέφερε από το γκρέμισμα κάθε ηθικής αξίας και την κοινωνική αδιαφορία. Το Μπουένος Αϊρες του Piazzolla, όπως και το τάνγκο του, έπρεπε να γίνει κάτι νέο, κάτι αλλιώτικο, ένα διαφορετικό κοινωνικό και μουσικό τοπίο. Ενα τάνγκο που να αντιπροσωπεύει και να εκφράζει τις νέες γενιές, το άνοιγμα προς το καινούριο, το μέλλον. Ενα τάνγκο που θα αυτονομούνταν από την ιστορική κληρονομιά και τις ρίζες του και θα άφηνε οριστικά πίσω τη γενική νοσταλγία που εξέφραζαν οι πρώτες γενιές των δημιουργών του, την πεθυμιά της μακρινής πατρίδας, την πονεμένη μάνα, το χαμένο και ανολοκλήρωτο έρωτα. Ο Astor Piazzolla δεν ήθελε να υμνήσει και να τιμήσει τους "νεκρούς", ήθελε να κερδίσει τους νέους».