Κυριακή 15 Αυγούστου 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«Υπόγειες διαβάσεις»

Γρηγοριάδης Κώστας

Τα τελευταία χρόνια, η πόλη είχε παραβρωμίσει. Καθώς η κατανάλωση είχε αυξηθεί και η ανακύκλωση δεν είχε προχωρήσει, οι κάδοι των σκουπιδιών δεν επαρκούσαν πια. Μαύρες πλαστικές σακούλες κείτονταν δίπλα τους. Τις πιο πολλές φορές ήταν, μάλιστα, ανοιγμένες, καθώς τα αυτοκίνητα τις πάταγαν, μανουβράροντας για στάθμευση στον περιορισμένο χώρο ανάμεσα στα σκουπίδια και τα άλλα αυτοκίνητα. Ξεκοιλιασμένες λες, με τ' άντερά τους χυμένα έξω, όπως τ' αδέσποτα στις εθνικές οδούς. Οι υπηρεσίες καθαριότητας ελάχιστα κάνανε για το πρόβλημα. Κι ο κόσμος, βλέποντας έτσι κι αλλιώς βρώμικα γύρω του, δεν είχε καμιά δυσκολία να βρωμίζει περισσότερο. Πλαστικά μπουκάλια νερού, ντενεκεδένια κουτάκια αναψυκτικών, σπασμένα μπουκάλια μπίρας, πεταμένες εφημερίδες, μισοφαγωμένα χάμπουργκερ σε περιέκτες από αφρολέξ, γέμιζαν τα πεζοδρόμια. Αν φύσαγε, ο αέρας τα έριχνε στο οδόστρωμα. Αλλιώς, οι βιαστικοί διαβάτες, από πρόθεση ή απροσεξία, τα κλοτσούσαν να πάνε παρακάτω στο πεζοδρόμιο που βάδιζαν.

Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στις υπόγειες διαβάσεις των πεζών. Εκεί έβρισκες, εκτός από αυτά, και μεγάλα κομμάτια χαρτόνια από κουτιά ηλεκτρικών συσκευών. Ηταν τοποθετημένα σε διπλή και τριπλή στρώση και σκεπασμένα με μια κουβέρτα. Ηταν τα στρώματα των αστέγων, που έβγαζαν εκεί όχι μόνον ολόκληρη τη νύχτα, μα και πολλές ώρες της ημέρας. Τις υπόλοιπες, είτε στη διάβαση, είτε στην επιφάνεια, ζητιάνευαν. Για να εξασφαλίσουν όχι μόνο το ψωμί, μα και ό,τι άλλο ήταν για τον καθένα επιούσιο. Βέβαια, προτιμούσαν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια, γιατί εκεί ο κόσμος ήταν περισσότερος. Πολλοί απόφευγαν τα τελευταία χρόνια τις υπόγειες διαβάσεις, που μύριζαν κάτουρο και ξερατά. Κι όχι μόνο για τη βρώμα. Αρκετοί είχαν διαμαρτυρηθεί, θεωρώντας ότι κινδύνευαν από αλκοολικούς και πρεζόνια, από τους άστεγους - μετανάστες και άνεργους, που άπλωναν το χέρι τους στον κόσμο, ίδια όπως άπλωναν και τα χαρτόνια τους στο δάπεδο της διάβασης.

Τον έβλεπες γέρο. Τα μαλλιά άσπρα και ανακατεμένα, ακούρευτα, κατέβαιναν στο σβέρκο. Αξύριστος από μέρες, άσπρα μουστάκια και γένια έπνιγαν το πρόσωπο. Ανάμεσα μαλλιά και γένια, ένα πλατύ μέτωπο, δυο μάτια κάρβουνο και η μύτη. Δεν ήταν γέρος. Θα πρέπει μόλις να είχε περάσει τα πενήντα, αλλά η ζωή του τον είχε πρόωρα γεράσει. Καθόταν πάνω σ' ένα τελάρο από σκληρό πλαστικό. Στο χέρι του κρατούσε ένα διαφανές ποτήρι μιας χρήσεως για τα κέρματα. Αν κοίταζες το χέρι, όχι το ποτήρι, θα έβλεπες κοντά - κοντά τα σημάδια από τις ενέσεις, τις φλέβες του, κόμπους - κόμπους, κατεστραμμένες, καμένες, το δέρμα νεκρωμένο, μαυρισμένο. Χρόνια στην ηρωίνη, γλίτωσε πολλές φορές από το κώμα, έπαθε ηπατίτιδες και σηψαιμίες. Τον είχαν μαζέψει από την Πρόνοια, του είχαν δώσει προσωρινή στέγη σ' έναν ξενώνα κι επίδομα. Δεν μπορούσε να ζήσει έτσι, καλά - κακά δεν μπορούσε. Η ανάγκη του τον έσπρωχνε να βρει χρήματα, περισσότερα χρήματα. Δεν ήταν ικανός για εγκλήματα, έτσι το έριξε στη ζητιανιά. Εβγαζε καλά λεφτά - δηλαδή τόσα, όσα έφταναν για την καθημερινή δόση. Οι άλλες ανάγκες ήταν αμελητέες. Φαΐ πρόχειρο, για ντύσιμο, όλο και του έδιναν πότε οι κάδοι και πότε οι άνθρωποι. Τη στέγη την είχε εξασφαλίσει, είχε το πόστο του σε τούτο τον κάτω κόσμο. Κάθε λίγο τον έπιαναν. Τον κρατούσαν μια - δυο μέρες, τον πήγαιναν στο αυτόφωρο. Τι να του κάνουν; Συστάσεις, επιπλήξεις - και τον άφηναν. Ξανατραβούσε γρήγορα για το πόστο του, πάνω ή κάτω από τη γη.

Στο δημοτικό συμβούλιο είχαν γίνει μεγάλες συζητήσεις για το θέμα της καθαριότητας. Περισσότεροι κάδοι θα έκοβαν θέσεις στάθμευσης και θα δυσαρεστούσαν τον κόσμο. Διπλή συλλογή με τα απορριμματοφόρα θα δημιουργούσε προβλήματα στην ήδη ασφυκτική κυκλοφορία. Εφαρμογές ανακύκλωσης απαιτούσαν και νέους κάδους και χωριστά οχήματα. Μείωση της δημιουργίας των απορριμμάτων θα σήμαινε μείωση της κατανάλωσης. Ποιος θα τολμούσε να πάρει το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας πρότασης, αφού όλη η οικονομία στηριζόταν στην κατανάλωση; Είδαν κι απόειδαν, άκρη δεν έβγαινε κι είπαν να διαθέσουν τα χρήματα για τη βελτίωση της ασφάλειας των πολιτών. Ηταν πρόταση του ίδιου του δημάρχου, του είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η ασφάλεια. Ισως είχε να κάνει και με την παλιά του ιδιότητα, ανώτερος αξιωματικός, τώρα σε αποστρατεία. Για την ασφάλεια προτίμησαν σύγχρονους τρόπους ελέγχου, με κάμερες σε επίκαιρα σημεία. Καθώς οι δρόμοι αυξημένης κυκλοφορίας παρακολουθούνταν από την τροχαία, το μετρό από τους δικούς του σεκιούριτις, τα κλασικά σημεία συγκεντρώσεων και τα δημόσια κτίρια από την Ασφάλεια, οι τράπεζες και οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις από δικές τους υπηρεσίες ασφάλειας - τι απόμενε για το δήμο; Τοποθέτησαν, λοιπόν, τις κάμερες στις εισόδους των πάρκων, σε διάφορες πλατείες, στις υπόγειες διαβάσεις, έξω από εκκλησίες, μουσεία, σχολεία. Βέβαια, ελάχιστες από αυτές ήταν σε θέση να τις παρακολουθούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Συνήθως τις έβλεπε, σε ελεγχόμενη επιτάχυνση, κάποιος υπάλληλος το πρωί. Εβλεπε πιο προσεκτικά τα σημεία που του κινούσαν την περιέργεια κι, αν χρειαζόταν, μπορούσε να παγώνει την εικόνα. Διατηρούσαν την καταγραφή για δέκα μέρες κι αν δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε καταγγελίες το υλικό σβηνόταν, καθώς δεν είχε νόημα η διατήρησή του.

Τα τελευταία χρόνια, είχαν παραχωρήσει πολλές αρμοδιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η συντήρηση των σχολείων, η λειτουργία των βρεφονηπιακών σταθμών, τα κέντρα ηλικιωμένων, η συντήρηση των πάρκων, ήταν δικά της. Συχνά όμως το ενδιαφέρον γι' αυτά ήταν περιορισμένο. Αν τα τζάμια ήταν σπασμένα σ' ένα σχολείο, ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων δε θ' άφηνε, βέβαια, τα παιδιά να αρρωστήσουν. Κι αν έκανε κρύο, μπορούσε να πείσει τους γονείς να πληρώσουν το πετρέλαιο θέρμανσης. Στους βρεφονηπιακούς σταθμούς είχαν περιορίσει το φαγητό. Ετσι κι αλλιώς, πολλά παιδιά ήταν κιόλας υπέρβαρα. Κι οι παππούδες τι ήθελαν; Ενα τσάι, ένα χαμομήλι, μια φρυγανιά και το γιατρό τους, που ήταν αποσπασμένος από τα Ταμεία. Με τέτοιες κουβέντες και τέτοια επιχειρήματα, προσπαθούσε και κατάφερνε ο δήμαρχος να παίρνει τα κονδύλια από τον ένα φορέα και να τα μεταβιβάζει στον άλλο. Φώναζαν κάποιοι στο συμβούλιο, οι ίδιοι πάντα, αντίπαλοι σκληροί - αλλά στη μειοψηφία. Ετσι λοιπόν, αργά ή γρήγορα, τα κονδύλια πήγαιναν στη νεοσύστατη υπηρεσία τάξεως και ασφαλείας του δήμου. Η Δημοτική Αστυνομία ήταν ένας από τους βραχίονές της. Τα μέλη της φορούσαν στολές με διάφορα σήματα, είχαν αυτοκίνητα με σειρήνα και περιστρεφόμενο μπλε φως, αλλά ούτε για τα σκουπίδια ούτε για το παρκάρισμα έκαναν τίποτα. Κατά καιρούς, μαζεύονταν πληρώματα από δύο ή τρία αυτοκίνητα κι έπιαναν τους ζητιάνους και τα πρεζόνια, τους πήγαιναν στην αστυνομία, όπου τους κρατούσαν για λίγες ώρες. Κι ύστερα (τι να τους κάνουν;), τους άφηναν να γυρίσουν στα γνώριμα στέκια, να ξαναμαζέψουν τα χαρτόνια και τα κουρέλια τους για το αυτοσχέδιο κρεβάτι. Αλλά, είπαμε, η αστυνομία ήταν ο ένας βραχίονας. Ο άλλος, ο ισχυρός, ήταν οι κάμερες. Μαζί μ' εκείνες που προϋπήρχαν είχανε φτάσει τις έξι χιλιάδες - κι αυτές σ' ένα συγκεκριμένο κομμάτι της πόλης. Γιατί, ποιος ενδιαφερόταν τι γίνεται στις λαϊκές συνοικίες, στους αυτοσχέδιους μαχαλάδες με τις αυθαίρετες παράγκες, τις λαμαρίνες και τα πλαστικά; Αλλωστε, ο κόσμος εκεί δεν αστειευόταν. Ηταν πολύ οργισμένος και μόνο πραγματική και σκληρή αστυνομία μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους.

Οπως πάντα, οι γιορτές ήρθαν και πέρασαν. Η ευφορία και η αφθονία των ημερών άγγιξε και τον κόσμο των υπόγειων διαβάσεων και σταθμών. Οι άστεγοι είχαν δύο περίφημα γεύματα, ένα τα Χριστούγεννα κι ένα την Πρωτοχρονιά. Σύμβουλοι και δήμαρχοι έφαγαν μαζί τους, κάτω από τους ήχους της γιορταστικής μουσικής, λουσμένοι από το σκληρό φως των προβολέων των καναλιών. Οι γιορτές έφυγαν, μα ο χειμώνας έμεινε. Η βροχή έπεφτε ασταμάτητη για μέρες, κάποτε και χιονόνερο. Ο βοριάς δεν έλεγε να γυρίσει. Φυσούσε δυνατά, ρίχνοντας ό,τι φύλλα είχαν απομείνει στα εξαθλιωμένα δέντρα των δρόμων. Στη ράχη του κουβαλούσε ένα κρύο υγρό και διαπεραστικό, που τρυπούσε κόκαλα. Οι άνθρωποι στους δρόμους λιγοστοί, βαριά ντυμένοι, προσπαθούσαν μάταια να κρατήσουν ομπρέλες, που τις γύρναγε και τις έσπαγε ο αέρας. Τα αυτοκίνητα κι αυτά λιγοστά, με τα τζάμια ιδρωμένα και τους οδηγούς δυσκίνητους από τα παλτά που φορούσαν. Οσοι μπορούσαν, δεν έβγαιναν από το σπίτι τους, που το κρατούσαν ζεστό καίγοντας ασταμάτητα το καλοριφέρ.

Φόρεσε, κάτω από τα ρούχα του, μια ολόκληρη εφημερίδα για να προστατεύει το στήθος του. Ο παγωμένος αέρας τού έκοβε την ανάσα και του έφερνε ένα σκληρό, ακατάσχετο, βασανιστικό βήχα. Τράβηξε τα χαρτόνια και τις κουβέρτες του σε άλλη θέση, καθώς το νερό που έμπαινε από τις σκάλες της διάβασης τα είχε πλησιάσει. Την άλλη μέρα, φόρεσε κι άλλη εφημερίδα στην πλάτη. Τύλιξε και τα πόδια του και έδεσε τις εφημερίδες με κουρέλια. Τα χαρτόνια του είχαν ποτίσει νερό. Εψαξε γι' άλλα. Δεν μπόρεσε να βρει στεγνά. Ετρεμε και είχε μελανιάσει. Τα δόντια του χτυπούσαν. Βρήκε ένα καδρόνι κι άρχισε να το κουνά επιδεικτικά μπροστά από την κάμερα που επόπτευε την κίνηση στην υπόγεια διάβαση. Μετά άρχισε να τη χτυπά, με όση δύναμη είχε απομείνει στα ξυλιασμένα, μελανά δάχτυλά του. Ηξερε πως ίσως και άμεσα, αν ήταν τυχερός, ή οπωσδήποτε το πρωί, θα έβλεπαν τα όσα είχε καταγράψει ή θα έβλεπαν ότι την είχε καταστρέψει. Και τότε η Δημοτική Αστυνομία θα ερχόταν να τον συλλάβει για να τον μεταφέρει στο κρατητήριο. Εκεί, στο κελί, θα ήταν σίγουρα πιο ζεστά. Θα του έδιναν δυο βρώμικες κουβέρτες, θα του έδιναν τσάι και κάποια ζεστή σούπα, κάποιος θα τον κερνούσε και τσιγάρο. Θα την έβγαζε κάποιες μέρες εκεί, ώσπου να πάψει αυτό το μεγάλο κρύο. Ξάπλωσε στα χαρτόνια του, διπλώθηκε πάνω τους, μαζεύοντας το κορμί του μια μπάλα. Ο ύπνος βάραινε τα μάτια του, ένα γλυκό μούδιασμα άρχισε ν' απλώνεται στα μέλη του.

Την άλλη μέρα, όχι βέβαια πολύ πρωί, ήρθε πράγματι η Δημοτική Αστυνομία. Τον φώναξαν, αλλά δεν τους απαντούσε. Ενας από αυτούς κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Αυτός δε σάλεψε. Τράβηξαν την κουβέρτα. Τον βρήκαν ξυλιασμένο, τα μάτια διάπλατα, τα χέρια γροθιές, οι πήχεις του κολλημένοι στα μπράτσα, τα μπράτσα κολλημένα στο στήθος. Οι τυλιγμένες γάμπες κολλημένες στους μηρούς και οι μηροί κολλημένοι στην κοιλιά. Σωστό έμβρυο, σε μήτρα από βρώμικες κουβέρτες. Προσπάθησαν ν' ανοίξουν χέρια και πόδια. Στάθηκε αδύνατο. Τον κύλησαν στην κουβέρτα και με το γουόκι τόκι ειδοποίησαν ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στο νεκροτομείο.


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Α. ΡΗΓΑΤΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ