Προηγήθηκε ένας προπαγανδιστικός βομβαρδισμός υπενθύμισης της γνωστής παθολογίας του συστήματος παραγωγής δημόσιων έργων της χώρας μας. Τα συμπτώματα είναι πράγματι πολλά:
Η σημασία της αντιμετώπισης του θέματος είναι αυτονόητη. Ομως, η αναγωγή της λύσης του προβλήματος αποσπασματικά στο σύστημα ανάθεσης των έργων είναι αποπροσανατολιστική.
Το σύστημα ανάθεσης των έργων αποτελεί έναν κρίκο της μεγάλης αλυσίδας του συστήματος παραγωγής των έργων. Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί συνολική και ενιαία θεώρηση όλων των φάσεων του συστήματος παραγωγής των έργων (σχεδιασμός και επιλογή προτεραιοτήτων, προγραμματισμός, μελέτη, κατασκευή, χρηματοδότηση, επίβλεψη και συντήρηση), καθώς και της διαδικασίας διανομής τους.
Στις σημερινές συνθήκες οι σχέσεις των συντελεστών του συστήματος παραγωγής των δημόσιων έργων (μελετητής, κατασκευαστής, το Δημόσιο σαν κύριος του έργου κλπ.), καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα μας και ρυθμίζονται με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος. Εδώ βρίσκεται και η βασική αιτία του προβλήματος, την οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το σύστημα ανάθεσης.
Η κυβέρνηση της ΝΔ όπως και η προηγούμενη του ΠΑΣΟΚ, επιλέγουν τρόπους ανάθεσης, διανομής και διασποράς των δημόσιων έργων που ευνοούν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την ισχυροποίηση ολίγων μονοπωλιακών ομίλων. Αυτό το στόχο υπηρέτησε τα προηγούμενα χρόνια και η συνειδητή απουσία ενός αυστηρού πλαισίου κανόνων π.χ. αναγκαίων προδιαγραφών σύνταξης μελετών, συστήματος πραγματικής κοστολόγησης των έργων, κανονισμών κατασκευής, ουσιαστικού ελέγχου από τις δημόσιες τεχνικές υπηρεσίες.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι την περίοδο 1994-1997, δηλαδή πριν την εισαγωγή του περιβόητου «μαθηματικού τύπου» (Ν.2576/98), οι αρμόδιες Επιτροπές Εισήγησης για ανάθεση σε 227 δημοπρατήσεις έργων (προϋπολογισμού του καθενός άνω των 200 εκατ. δρχ.), γνωμοδότησαν υπέρ του μειοδότη μόνο στις 148 περιπτώσεις. Στη συνέχεια και μετά την ψήφιση του Ν.2940/2001, η συμμετοχή των κατασκευαστικών εταιριών των δύο ανωτέρων τάξεων του σχετικού μητρώου (7η και 6η τάξη του ΜΕΕΠ) έφτασε στο 68% του κύκλου εργασιών των δημόσιων έργων το 2003, έναντι 63,2% το 1998. Την ίδια περίοδο η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων των μικρότερων εταιριών βαίνει διαχρονικά μειούμενη, ενώ των εταιριών ανώτερης τάξης αυξανόμενη. Αντίστοιχα, όμως, οι εργαζόμενοι στον κλάδο των κατασκευών γνώρισαν την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, την αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στη σημαντική ετήσια αύξηση της παραγωγικότητάς τους (από 25.300 ευρώ το 1997 σε 44.000 ευρώ ανά απασχολούμενο το 2003) και στην ελάχιστη ετήσια αύξηση των ημερομισθίων, τα εξοντωτικά ωράρια, την εκτίναξη του αριθμού των θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων τα τελευταία χρόνια στις κατασκευές.
Γενικότερα οι εργαζόμενοι πλήρωσαν και πληρώνουν διπλά, σαν φορολογούμενοι και σαν χρήστες, τα μεγάλα έργα της περιβόητης «αυτοχρηματοδότησης» (επίσημη άμεση συμμετοχή αναδόχου στη συνολική χρηματοδότηση 13% στην Αττική Οδό, 8% στον Αερολιμένα Αθηνών, 10% στη γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου). Περίμεναν μάταια να αποκτήσουν προτεραιότητα τα έργα αντισεισμικής θωράκισης και αντιπλημμυρικής προστασίας.
Το προτεινόμενο σύστημα ανάθεσης εκτός από τις προπαγανδιστικές ανάγκες της ΝΔ, υπηρετεί τον ίδιο αντιλαϊκό στόχο στις νέες συνθήκες, όπου 4-5 εγχώριοι όμιλοι έχουν πλέον κυριαρχήσει στη σχετική αγορά.
Θα συμβάλει δηλαδή στην πλήρη επικράτηση των ισχυρότερων ομίλων και των τραπεζών στο χώρο των κατασκευών και στην υποβάθμιση των ασθενέστερων εργοληπτικών επιχειρήσεων. Ενώ, παράλληλα, δεν μπορεί να αποτρέψει στην πράξη την προσυνεννόηση των ισχυρών εταιριών για τη διανομή των έργων και τον κίνδυνο καταλήστευσης του δημόσιου χρήματος. Τίποτα δεν εγγυάται ότι οι διαφορές μεταξύ των προσφερόμενων εκπτώσεων δε θα είναι εικονικές και ελάχιστες, όπως και με το παλιό σύστημα του «μαθηματικού τύπου», σε αρκετές περιπτώσεις.
Η ενίσχυση των μονοπωλιακών ομίλων σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο γίνεται με πολλούς τρόπους, όπως:
α. Η αύξηση του ύψους των εγγυητικών επιστολών ανάλογα με την προτεινόμενη έκπτωση του εργολήπτη (πρόσθετες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης αρ. 4), η οποία οδηγεί σε ενίσχυση του ρόλου του τραπεζικού κεφαλαίου και μείωση της δυνατότητας των μικρών εργοληπτών να συμμετέχουν σε πολλούς διαγωνισμούς.
β. Η αύξηση της ποινικής ρήτρας για υπέρβαση των προθεσμιών κατασκευής του έργου (αρ. 5).
γ. Η δυνατότητα αυθαίρετης ακύρωσης του αποτελέσματος του μειοδοτικού διαγωνισμού από την προϊσταμένη αρχή, αν «η οικονομική προσφορά του τελικού αναδόχου κρίνεται μη ικανοποιητική για τον κύριο του έργου» (αρ. 2).
δ. Η υποχρεωτική εκτέλεση από τον ανάδοχο μειοδότη του 70% του έργου, που μειώνει το ποσοστό των επίσημων υπεργολαβιών και αυξάνει στην πράξη τις «ανεπίσημες» υπεργολαβίες με χειρότερους όρους για τους μικρούς εργολήπτες (αρ. 7).
ε. Η ασάφεια στη διαδικασία «έκπτωσης του αναδόχου» λόγω κακοτεχνιών (αρ. 6), με βάση τη σημερινή κατάσταση και προσανατολισμό των υπηρεσιών κρατικού ελέγχου και την απουσία αξιόπιστων κανονιστικών κειμένων (Πρότυπες Εθν. Τεχνικές Προδιαγραφές Κατασκευής, Προδιαγραφές Σύνταξης Μελετών, Πρότυπα υλικών κλπ.).
Παράλληλα η κυβέρνηση δρομολογεί ήδη δέσμη μέτρων που υπηρετεί την ίδια αντιλαϊκή κατεύθυνση όπως επεξεργασία νομοσχεδίου για την προώθηση μορφών «αυτοχρηματοδότησης» στα δημόσια έργα, αυστηρό έλεγχο των Εκθέσεων Δραστηριότητας των κατασκευαστικών επιχειρήσεων από το ΥΠΕΧΩΔΕ με στόχο την υποβάθμιση της τάξης εργοληπτικού πτυχίου των ασθενέστερων κλπ.
Η ουσιαστική απάντηση απαιτεί συνολική θεώρηση του προβλήματος με γνώμονα τη συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών, δηλαδή:
α. τη διασφάλιση ότι το δημόσιο έργο θα αποτελεί κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα,
β. την ασφάλεια των χρηστών, των κατοίκων και των εργαζομένων στα έργα,
γ. την αναβάθμιση της ποιότητας και της ταχύτητας κατασκευής των έργων,
δ. τη δραστική μείωση της επιβάρυνσης του λαού για την κατασκευή και χρήση των έργων,
ε. τη βελτίωση των συνθηκών και των όρων εργασίας των εργαζομένων στον κλάδο,
ζ. την ανάπτυξη σχετικών κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας.
Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών προϋποθέτει έναν ενιαίο κρατικό φορέα που θα κατέχει τα μέσα παραγωγής, θα κατανέμει σχεδιασμένα τη χρηματοδότηση και το εργατικό δυναμικό και θα αγκαλιάζει το σύνολο των δραστηριοτήτων της μελέτης, κατασκευής, ελέγχου και συντήρησης των έργων στο πλαίσιο του κεντρικού σχεδιασμού της λαϊκής οικονομίας. Ο φορέας αυτός σε συνεργασία με τις Πολυτεχνικές Σχολές, επιστημονικές οργανώσεις, συνδικαλιστικούς φορείς των εργαζομένων του κλάδου θα:
Στο πλαίσιό του θα αναπτυχθεί και η συνεταιριστική δραστηριότητα σε επιμέρους τομείς (π.χ. μελέτες, κατασκευή μικρών έργων, συντήρηση έργων κλπ.). Οι εργαζόμενοι στον κρατικό φορέα και στους αναφερόμενους συνεταιρισμούς θα αμείβονται με γνώμονα τη συμβολή τους στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Η αγωνιστική προσπάθεια να μπει άμεσα φραγμός στη νέα ισχυροποίηση των μονοπωλιακών ομίλων είναι αναγκαία για να ανοίξει ο δρόμος προς αυτή τη ρεαλιστική και ελπιδοφόρα προοπτική. Γι' αυτό προτείνουμε:
Η συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει σταθμό αγωνιστικής συσπείρωσης και λαϊκής αντεπίθεσης, με πυρήνα τους εργαζόμενους του κλάδου.