Την αποκάλυψη του «Ρ» για συμμετοχή του 40% των εθνικών στρατών σε αποστολές του ΝΑΤΟ και του 8% σε δυνάμεις ταχείας επέμβασης, επιβεβαιώνει ο «Εκόνομιστ»
Σε άρθρο του βρετανικού περιοδικού, αφιερωμένο στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρονται συγκεκριμένα ποσοστά και αποφάσεις: «Στην Ισταμπούλ οι υπουργοί Αμυνας συμφώνησαν να γίνει το 40% των δυνάμεων αναπτύξιμες (deployable) και το 8% άμεσα αναπτύξιμες», αναφέρεται συγκεκριμένα, αν και διατυπώνονται επιφυλάξεις κατά πόσο μπορούν να ανταποκριθούν όλα τα κράτη - μέλη.
Στο άρθρο διατυπώνονται επίσης οι «μύχιες» επιδιώξεις των ΗΠΑ να «προσαρμόσουν» τους εθνικούς στρατούς των ευρωπαϊκών κρατών - μελών του ΝΑΤΟ στο νέο ρόλο της «συμμαχίας», επιβάλλοντας να συμμετέχουν αναλογικά στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που θα πραγματοποιεί η σιδερένια γροθιά της «νέας τάξης». Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι «τα ευρωπαϊκά κράτη - μέλη του ΝΑΤΟ έχουν στη διάθεσή τους 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες, αλλά από αυτούς μόνο 100.000 μπορούν να σταλούν σε αποστολές στο εξωτερικό». Με την απόφαση για το «40% και 8%», που πήραν οι υπουργοί Αμυνας, οι ΗΠΑ θα μπορούν να επιβάλουν σε κάθε κράτος - μέλος να τηρήσει τις δεσμεύσεις του και να συμμετέχει με τα στρατεύματα που του αναλογούν στις επεμβάσεις που πραγματοποιεί σε κάθε σημείο του πλανήτη. Μια πιστή μεταφορά των παραπάνω στην πράξη σημαίνει ότι από το 1,5 εκατομμύριο στρατιώτες, που διαθέτουν τα ευρωπαϊκά κράτη - μέλη του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ απαιτούν οι 600.000 να συμμετέχουν στις αποστολές του ΝΑΤΟ, ενώ οι 50.000 (το 8%) θα βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» των επεμβάσεων.
Η πολιτική βούληση των κυβερνήσεων των 26 κρατών - μελών του ΝΑΤΟ εκφράστηκε στο ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά τις εργασίες της Συνόδου, στο οποίο αναφέρεται με «κομψό τρόπο» ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη - μέλη θα μπορούσαν να απελευθερώσουν μη απαιτούμενους πόρους και μέσα από τις εθνικές τους δυνάμεις και να επανεπενδύσουν σε δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εύκολα». Ολα αυτά, γιατί «το ΝΑΤΟ χρειάζεται να έχει τη δυνατότητα γρήγορης δράσης» και αντιμετώπισης των «σημερινών προκλήσεων».