Κυριακή 21 Δεκέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
ΤΟ «ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ»

(και θα καίει πάντα)

ΕΧΟΥΝ περάσει από τότε 29 χρόνια. Σαν τούτες τις μέρες, στις 17 Δεκέμβρη 1974, έκλεινε για πάντα τα μάτια του ο κορυφαίος ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός, ο δημοσιογράφος, ο δάσκαλος του λαού μας, ο μεγάλος Κώστας Βάρναλης.

«ΕΦΕΥΓΕ» την ίδια ώρα που είχε τελειώσει η τιμητική γι' αυτόν εκδήλωση, που είχε οργανώσει η ΕΣΗΕΑ σε μια κατάμεστη αίθουσα, με τον Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Βρεττάκο και, φυσικά, τους δημοσιογράφους, που μαζί τους είχε ζήσει κι είχε μοιραστεί χρόνια δύσκολα, σκληρά και μεγάλες αγωνίες.

ΗΤΑΝ ο Γεώργιος Καράντζας ο ΕΑΜίτης, πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ στα χρόνια της Κατοχής και φίλος στενός του Βάρναλη, που θα ιστορούσε σ' εκείνη την εκδήλωση πώς ο κορυφαίος ποιητής και μεγάλος λογοτέχνης μπήκε στη δημοσιογραφία.

ΠΡΩΤΟΣ σταθμός για να έρθει ο Βάρναλης σε επαφή με τη δημοσιογραφία στάθηκε το 1925, ο χρόνος που επιβλήθηκε η δικτατορία του Πάγκαλου. Ο Βάρναλης, γυμνασιάρχης τότε, απολύθηκε, γιατί χαρακτηρίστηκε αριστερός. Ο ποιητής, για ν' αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα που του δημιούργησε η απόλυσή του, άρχισε να κάνει μεταφράσεις, πραγματικά αριστουργηματικές, και να συνεργάζεται σε περιοδικά. Ηταν τότε, που δούλεψε για αρκετά χρόνια στην Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού έως το 1934, που ολοκληρώθηκε η έκδοσή της.

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ του Κ. Βάρναλη με την εφημερίδα «Πρωία» αρχικά είχε ερασιτεχνικό μόνο χαρακτήρα. «Επαγγελματίας δημοσιογράφος έγινε, όπως βεβαιώνει ο Γ. Καράντζας, το 1940, χωρίς μάλιστα καλά - καλά να το θέλει ο ίδιος. Η "Πρωία" έχασε τότε έναν έμπειρο δημοσιογράφο, τον Γιώργο Σερούιο, ο οποίος έγραφε χρονογραφήματα με την υπογραφή "Σερ". Τότε ακριβώς έγινε πρόταση στον ιδιοκτήτη της εφημερίδας να τον διαδεχτεί ο Κ. Βάρναλης, πρόταση που έγινε δεκτή από τον Στ. Πεσματζόγλου... Αλλά την πρόταση αυτή δεν τη δέχτηκε όμως με τόση προθυμία και ο Βάρναλης...». Ιδού ο διάλογος που είχε για το θέμα αυτό με τον συνάδελφο και στενό φίλο του Γ. Καράντζα.

«ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ, είπε ο Βάρναλης, είναι κάτι το πρόχειρο. Κι εγώ δεν μπορώ να γράφω έτσι πρόχειρα»... Ο Γ. Καράντζας επέμεινε στην πρότασή του, παρατηρώντας ότι: «Επειδή είσαι τέτοιος που σε ξέρω και δεν μπορείς να γράφεις τόσο πρόχειρα, θα δώσεις κάποιο βάθος στο χρονογράφημα, που είναι άλλωστε μια σπουδαία έπαλξη για όσους είναι αγωνιστές σαν εσένα...».

ΜΕ τα επιχειρήματα αυτά, ο Βάρναλης τελικά δέχτηκε κι έτσι έγινε από τότε ο τακτικός χρονογράφος της «Πρωίας», στην οποία και δούλεψε μέχρι που σταμάτησε η έκδοσή της, το 1944.

ΠΡΕΠΕΙ εδώ να σημειώσουμε ότι ναι μεν ο Βάρναλης δέχτηκε να γράφει χρονογράφημα, αλλά δεν μπορούσε και να το υπογράψει. Εμπόδιο ήταν πως η δικτατορία Μεταξά, που είχε απαγορεύσει τα βιβλία του, δεν του επέτρεπε να δημοσιογραφεί. Τότε η εφημερίδα έβαλε στο χρονογράφημα σαν υπογραφή του Βάρναλη τα στοιχεία Τ. και Ζ., που ήταν τα αρχικά της επικεφαλίδας του χρονογραφήματος «Τέχνη και Ζωή». Η αληθινή υπογραφή του Βάρναλη μπήκε στο χρονογράφημά του μόνο στις 28 του Οκτώβρη, με την κήρυξη του πολέμου της Αλβανίας.

ΕΠΕΙΤΑ από την Απελευθέρωση, με τη διακοπή της έκδοσης της «Πρωίας», θα δουλέψει στο «Ριζοσπάστη» και στο «Ρίζο της Δευτέρας», συνεχίζοντας τη δημοσιογραφική εργασία στην «Αυγή» και τον «Προοδευτικό Φιλελεύθερο», όπου έγραψε και το θαυμάσιο εκείνο ανάγνωσμα, που αργότερα το εξέδωσε με τον τίτλο «Οι Δικτάτορες». Η στήλη του χρονογράφου Βάρναλη έγινε σ' όλη τη διαδρομή της έως τα τελευταία χρόνια, το απριλιανό πραξικόπημα, μια μοναδική έπαλξη για τον αγώνα ενός μεγάλου ανθρωπιστή, ενός ανυποχώρητου μαχητή, που διακαίει η αγάπη για την ελευθερία, η λαχτάρα για περισσότερο φως, το μίσος εναντίον της αδικίας, η βαθιά αποστροφή προς τον σκοταδισμό.

ΑΥΤΟ είναι, συνοπτικά, το ιστορικό για το πώς ο Βάρναλης, καθιερωμένος πια λογοτέχνης και μεγάλος ποιητής, έγινε και διακεκριμένος δημοσιογράφος, που το 1966 η ΕΣΗΕΑ τού απένειμε το Χρυσό Εύσημο Δημοσιογραφίας. Σ' αυτήν την εκδήλωση, ο Κ. Βάρναλης απαντητικά θα πει και ετούτα τα λόγια: «Σας ευχαριστώ για την τιμητική διάκριση, που μου απονείματε απόψε. Περηφανεύομαι γι' αυτό, αλλά πολύ περισσότερο που στα ωριμότερα χρόνια της ζωής μου εθήτεψα στη δημοσιογραφία ως μέλος της Ενώσεως Συντακτών...».

«ΜΠΟΡΩ να σας διαβεβαιώσω πως σ' όλη μου τη ζωή, του δασκάλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου, ποτέ, ούτε έκανε, ούτε έγραψα τίποτα παρά τη συνείδησή μου και εναντίον του λαού, εναντίον της ελευθερίας και των ελευθεριών του».

ΑΣ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ σήμερα τα 29 χρόνια από το θάνατό του με τα βαθυστόχαστα λόγια που έγραψε, το Φλεβάρη του 1935, ο Δημήτρης Γληνός, πνευματικός πατέρας του και συναγωνιστής του. Λόγια αληθινά, που δεν παύουν και σήμερα να 'χουν το βάρος τους: «...Ας αρχίσει η δουλιά απ' την ανάλυση των έργων του Βάρναλη. Ας δοθούνε πλατιά στους προλετάριους οι στίχοι του και οι στοχασμοί του, που πρέπει να γίνουν χτήμα τους. Να αστράφτουνε μέσα σε κάθε νου, να τους ξέρει κάθε στόμα... Κι ίσως ακόμη θα μπορούσε να βγει ένας τόμος με τα πιο διαλεχτά, τα πιο χτυπητά, τα πιο επαναστατικά κομμάτια του Βάρναλη και να πουλιέται φτηνά, για να μάθουν όλοι, να ποτιστούν μ' αυτά και να δυναμώσει μέσα τους η καταλυτική ορμή».

ΤΩΡΑ, πολύ περισσότερο, έχουμε την ανάγκη του. Μην αφήσουμε να μας προσπεράσει ο λόγος του. Αυτή είναι η αλήθεια του Βάρναλη. Αυτή είναι η αληθινή δική του απολογία. Το «Φως που καίει» θα καίει για πάντα.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ