Εκπληξη, προπαντός ως έργο, αλλά και ως παράσταση, αποτελεί η «Τέταρτη αδελφή» του Πολωνού συγγραφέα Γιάνους Γκλοβάτσκι. Ο συγγραφέας υπήρξε επικριτής του σοσιαλισμού, όσο ζούσε στην πατρίδα του. Σήμερα, που ζει στις ΗΠΑ, βιώνει το «όνειρο» της αμερικάνικης «ελευθερίας» και «δημοκρατίας». Γνωρίζει, όμως, όπως όλη η οικουμένη, τα ανθρώπινα και κοινωνικά συντρίμμια που επέφερε η ανατροπή του σοσιαλισμού. Μπορεί να είναι παράξενο, πάντως ο Γκλοβάτσκι δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στο - τραγικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών συνεπειών - φαινόμενο άγριου εξαμερικανισμού των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Τον προβληματίζει το γεγονός ότι πάνω σε ανθρώπινα «κομμάτια και θρύψαλα», στα συντρίμμια των μακραίωνων ηθικών και πολιτιστικών παραδόσεων και πάνω στο «σώμα» της σοσιαλιστικής ιστορίας των χωρών αυτών, θρονιάστηκαν αμερικανόθρεφτες «αξίες»: Ανήθικοι, διεστραμμένοι, απατεώνες πολιτικοί, μεγάλοι και μικρότεροι ανταγωνιστές μαφιόζοι, αδυσώπητοι έμποροι ναρκωτικών, μαστροποί, λογής λογής εκμεταλλευτές της ανθρώπινης δυστυχίας και του δικαιώματος κάθε ανθρώπου στην ευτυχία, και κυρίως ο εξαμερικανισμένος τρόπος ζωής που «μολύνει» - έως θανάτου - κυρίως, τις νέες γενιές και εκτροχιάζει όλη την κοινωνία.
Ο συγγραφέας, αντλώντας την ιδέα από τη φρούδα ελπίδα των τσεχωφικών «Τριών αδελφών» ότι θα ευτυχήσουν αν πάνε στη Μόσχα, πλάθει τρεις σύγχρονες Ρωσίδες αδελφές, με τη φρούδα ελπίδα ότι θα ζούσαν μια καλύτερη ζωή από αυτή που ζουν στη σημερινή πατρίδα τους, αν μπορούσαν να πάνε στις ΗΠΑ. Ο συγγραφέας για να υπογραμμίσει, αφ' ενός το μέγεθος της δυστυχίας, το πρόβλημα των ολοένα αυξανόμενων άστεγων, πεινασμένων, άγρια και πολύμορφα εκμεταλλευόμενων ορφανών παιδιών στη σημερινή Ρωσία, και αφ' ετέρου το πόσο απατηλό είναι το «αμερικάνικο όνειρο», εφευρίσκει και ένα τέταρτο πρόσωπο. Ενα ορφανό αγόρι, που περιμάζεψε στο σπίτι του ο πατέρας των τριών αδελφών, πρώην στρατιωτικός, μαχητής στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Το αγόρι αυτό, στη διαδρομή του μύθου, μεταμορφωμένο σε κορίτσι, σε «τέταρτη αδελφή», ως «δόλωμα» για την εξασφάλιση βίζας στις τρεις αδελφές, στέλνεται στις ΗΠΑ, και γυρίζει άπραγο, έχοντας «γευτεί» την απάτη και τον εφιάλτη του πολυπόθητου «αμερικάνικου ονείρου».
Το έργο του Γκλοβάτσκι, σύνθεση ρεαλισμού και σαρκαστικού υπερρεαλισμού, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ως θέμα και ως γραφή. Σκληρό και πικρό, όπως σκληρή και πικρή είναι η αλήθεια. Βαθιά δραματικό, παρά τη φαινομενικά σατιρική επιφάνειά του. Καταγγελτικά πολιτικό, παρότι δε δηλώνεται σαν τέτοιο. Ευτύχημα είναι και το γεγονός ότι το έργο έπεσε στα άξια και έμπειρα σκηνοθετικά χέρια του Σλόμπονταν Ουνκόφσκι. Ενός δημιουργού, ο οποίος βίωσε τις συνέπειες της ανατροπής του σοσιαλισμού και το διαμελισμό της ενιαίας πατρίδας του, της Γιουγκοσλαβίας. Ο Ουνκόφσκι έστησε μια δραματικά ρεαλιστική και ταυτόχρονα πικρά σαρκαστική, γοργή και μοντέρνας αντίληψης παράσταση και με ευρηματικούς, σαφέστατους και καταγγελτικούς υπαινιγμούς για τον άγριο εξαμερικανισμό της ρώσικης κοινωνίας, με συνεργό τα ευέλικτα σκηνικά (Μέτα Χοσεβάρ) και τα αρμόζοντα κοστούμια (Αντζελίνα Ατλαγκίτς) και την εύγλωττη μετάφραση (Γκάγκα Ρόσιτς). Ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του πολύ καλούς ηθοποιούς, αλλά και η καθοδήγησή του απέδωσε εξαιρετικά ερμηνευτικά αποτελέσματα από όλους, ιδιαίτερα από την έξοχη Αμαλία Μουτούση, τη λιτή και μετρημένη Μαρία Ναυπλιώτου, τις βαθείς και ώριμες ερμηνείες της Αννας Μακράκη και Χρήστου Πάρλα, του αισθαντικού Θάνου Σαμαρά, του καίριου Θανάση Ευθυμιάδη, της εκφραστικής και άμεσης Μαριλίτας Λαμπροπούλου. Μια μόνο παρατήρηση: Ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε - και θα μπορούσε - να ελέγξει το βαθμό αρτιότητας και καθαρότητας στην εκφορά του λόγου από τους νεότερους ηθοποιούς.