Τετάρτη 1 Οχτώβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεατρικοί μονόλογοι - ηθοποιοί σολίστες

Ο Δ. Καταλειφός
Ο Δ. Καταλειφός
Η μεγάλη επιτυχία του περσινού πιλοτικού προγράμματος της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας «Θεατρικοί Μονόλογοι» ήταν μια σαφής ένδειξη για την ύπαρξη ενός θεατρόφιλου κοινού που «διψά» για υψηλής - στο σύνολό της - ποιότητας θεατρική δημιουργία, που εκτιμά τη συμβολή όλων των συντελεστών μιας παράστασης, αλλά και γνωρίζει ότι στη θεατρική τέχνη τον κυρίαρχο και τελευταίο «λόγο», επί σκηνής, έχει ο ηθοποιός. Με τους φετινούς - 24 συνολικά - «Θεατρικούς Μονολόγους» η ένδειξη γίνεται απόδειξη, καθώς αρκετοί από τους μονολόγους που μέχρι τώρα παίχτηκαν γέμισαν ασφυκτικά τα τρία θέατρα που τους φιλοξενούν («Από Μηχανής Θέατρο», «Αττις», «Μεταξουργείο»), αφήνοντας και θεατές εκτός θύρας. Η υπογράφουσα τη στήλη θα επιχειρήσει με δυο-τρία σημειώματα να συνοψίσει - αναγκαστικά - τα βασικά χαρακτηριστικά όσων «μονολόγων» παρακολούθησε, ανταποκρινόμενη -κατά το δυνατόν - σ' αυτόν τον «αγώνα δρόμου» με δύο διαφορετικές παραστάσεις κάθε βράδυ.

Μπέκετ «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ»: «Δηλητηριωδώς» σαρκαστικό, αλλά τραγικό κατά βάθος, με θέμα την ερημιά των γηρατειών, τους έρωτες, τα λάθη και τις χαμένες προσδοκίες της νιότης, τις επιθυμίες της ψυχής και την ανημπόρια της σάρκας, το πισωγύρισμα της μνήμης και τον απολογισμό της ζωής μπροστά στο κατώφλι του θανάτου, το κείμενο του Μπέκετ θα παραμένει μια ιδιοφυώς ευρηματική και γοητευτικά «ζοφερή» ελεγεία για το φθαρτό της ζωής και το άφθαρτο του θανάτου. Ο υπερήλικος «ήρωας» του Μπέκετ πισωγυρίζει στο παρελθόν του, ακούγοντας από μια μαγνητοταινία την αλλοτινή φωνή του, τον ακμαίο πριν σαράντα χρόνια εαυτό του, να αφηγείται παλιά βιώματα, συναισθήματα, επιθυμίες και σκέψεις, που συνέθλιψε ο χρόνος. Ο Δημήτρης Καταλειφός, βοηθούμενος σκηνοθετικά από τον Πάνο Παπαδόπουλο (μαζί με τον οποίο υπογράφει τη μετάφραση), απέδειξε και πάλι το ξεχωριστό, μεταμορφώσιμο υποκριτικό ταλέντο του αλλά και την πνευματική του ικανότητα να «χτίζει» ολοκληρωμένα και να «κοσμεί» με προσωπικά χαρακτηριστικά ένα ανθρώπινο πλάσμα. Ο Δ. Καταλειφός πρόσφερε μια εξαιρετική και άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία. Πριν καν αρθρώσει την πρώτη λέξη, με την καλομελετημένα δύσκαμπτη χειρονομία και κίνησή του, και με την ασθμαίνουσα ανάσα του, ενσαρκώθηκε το ρόλο. Η μόνη παρατήρησή μας είναι προς χάριν ενός απόλυτου ρεαλισμού, η ερμηνεία του ήταν πέραν του σκηνικού μέτρου αργόρυθμη.

Η Λ. Φωτοπούλου
Η Λ. Φωτοπούλου
Ανδρέα Φλουράκη «Φύλλα της»: Αφηγηματικό, σε άμεση, γλαφυρή γλώσσα, κείμενο, σε πρώτο πρόσωπο, με θέμα το έντονο, στην εποχή μας και στον τόπο μας, πρόβλημα της μοναξιάς των ανθρώπων και της αδυναμίας τους για επικοινωνία, αλληλοκατανόηση και συμβίωση, ιδιαίτερα αυξανόμενο στο γυναικείο πληθυσμό. «Ηρωίδα» του καλογραμμένου, αλλά αβαθούς κοινωνιολογικά και ψυχολογικά, κειμένου είναι μια σαραντάρα, που μετά από ερωτικές διαψεύσεις και συζυγικές αποτυχίες «επιλέγει» την «ασφάλεια» της μοναξιάς. Η Λυδία Φωτοπούλου, καθοδηγημένη σκηνοθετικά από τον Γιάννη Μόσχο, μέσα στο λιτό, «ποιητικά» αλληγορικό σκηνικό της Ειρήνης Σαριμούτσου, με απλότητα, φυσικότητα, θέρμη και πικρό χιούμορ, μορφοποίησε θεατρικά το αφηγηματικό πρόσωπο.

Γιώργου Μανιώτη «Μαθήματα υποκριτικής»: «Καθρέφτης» του κόσμου, της ζωής, του ανθρώπου είναι το θέατρο. Και ηθοποιός αληθινός, σπουδαίος, πλήρης και χρήσιμος για τον κόσμο, τη ζωή, τον άνθρωπο, δε γίνεται ο αποκομμένος από τον κόσμο, τον άνθρωπο και τα βάσανά του, ο κλεισμένος στη «γυάλα» της τέχνης του, ο συμβιβασμένος με όσους και όσα απαξιώνουν και καταστρέφουν τη ζωή. Πώς να ποιήσει ήθη, πόθους, πάθη, αξίες, αρετές, αμαρτίες, τα μικρά ή τα μεγάλα μεγέθη του ανθρώπου, αν δε βιώνει και δε φυλάττει κατάβαθα στο «είναι» του την ατομική και συλλογική μνήμη, αν δεν έχει κοινωνική αντίληψη και συνείδηση, αν ξεπουλά την τέχνη του προς όφελος των πανούργων που ρημάζουν τη ζωή; Ενα σπουδαιότατο μάθημα για τον κοινωνικό ρόλο, την ομορφιά, τη χαρά, αλλά και την πίκρα της τέχνης του ηθοποιού, την τεράστια ευθύνη όσων διδάσκουν την υποκριτική τέχνη, και ταυτόχρονα ένα μεγάλο μάθημα ζωής, διαχρονικό και άκρως επίκαιρο, ύμνος στις αξίες της ζωής και του θεάτρου, είναι το έργο του Γιώργου Μανιώτη. Εργο, που θα έπρεπε να διδάσκεται ως βασικό μάθημα σε όλες τις δραματικές σχολές και να διαβάζεται από όλους τους ηθοποιούς και ανθρώπους του θεάτρου. Εργο, του οποίου η διδακτική αξία μεγεθύνθηκε στο μέγιστο βαθμό με την ερμηνεία του Κώστα Καζάκου, σε λιτή σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα. Δάσκαλος αυριανών ηθοποιών, βαθιά καλλιεργημένος και τολμηρά σκεπτόμενος άνθρωπος και καλλιτέχνης, ο Κ. Καζάκος μετουσίωσε συνταρακτικά και συναρπαστικά, με πνευματικότητα, ευαισθησία, υποδόρια δραματικότητα αλλά και χιούμορ, την τριπλή ερμηνευτική υπόσταση του ρόλου του. Ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, που είναι ηθοποιός και δάσκαλος ηθοποιών, του οποίου το πρώτο θεατρικό μάθημα πρωτίστως αφορά στην τροφοδότρα «πηγή» του θεάτρου, τη ζωή. Ενας άνθρωπος-ηθοποιός-δάσκαλος στοχαστικός, αισθαντικός, γεμάτος τραυματικά βιώματα, μνήμες πολέμου και αγώνων, κοινωνική συνείδηση, έγνοια για τον εκμεταλλευόμενο άνθρωπο, κοινωνική οργή για τους ισχυρούς του κόσμου και τους εκμαυλιστές και εκμεταλλευτές της τέχνης του ηθοποιού.

Η Αλ. Παΐζη
Η Αλ. Παΐζη
Φρανκ Μακ Γκίνες «Ντάμα Κούπα»: Μια έρημη, αλαφροΐσκιωτη, ηλικιωμένη αλλά τρυφερή σαν παιδούλα, γυναίκα, περιφέρεται σ' ένα ομιχλώδες ποταμίσιο τοπίο. Κουβαλώντας στον ώμο το «δισάκι» των μοναχικών γηρατειών της, των παιδικών της φόβων, των τραυμάτων της από τον πατέρα-αφέντη της μάνας της και δικό της βιαστή, της μνήμης της από την καταπιεσμένη μάνα της, του ανεκπλήρωτου πόθου για αγάπη, του αγιάτρευτου πόνου για το παιδί που δε γέννησε, μισοτραγουδά ένα ανησυχαστικό «τραγουδάκι»-μνήμη της εφιαλτικής εικόνας που έπλασε στο παιδικό μυαλό της για το πατρικό της σπίτι. Ενα σπίτι με κόκκινους τοίχους και μαύρα παράθυρα. Περπατά και μιλά με τα «φαντάσματα» της μνήμης της. Η μητέρα της με μια τράπουλα και με τις γραμμές των χεριών προσπαθούσε να «διαβάσει» τα μελλούμενα. Το «παιχνίδι» με την τράπουλα και τις γραμμές των χεριών δεν τη λυτρώνει από την αμετάκλητη «μοίρα» της. Το ελλειπτικά, υπονοηματικά, ποιητικά γραμμένο έργο, μεταφρασμένο με όμορφη, λιτή γλώσσα από τη Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη, σκηνοθετημένο αισθαντικά και ατμοσφαιρικά από την Ασπα Τομπούλη, φωτισμένο αριστουργηματικά από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, ευλογήθηκε από την ερμηνεία της Αλέκας Παΐζη. Η Αλέκα Παΐζη, με τη σπάνια ανθρώπινη και υποκριτική «αύρα» της, την τεράστια σοφία ζωής που κουβαλά, την αγάπη που αντανακλά για τον βασανισμένο άνθρωπο, το γερό αλλά και ελεγχόμενο πάντα δραματικό της μέτρο, τη λεπτότατη αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, την τελειοθηρική εργατικότητά της για κάθε ρόλο που αναλαμβάνει, την εξαιρετικά μοντέρνα υποκριτική της αντίληψη, έδωσε ένα αξέχαστο ρεσιτάλ ερμηνείας.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ