Παρουσιάζεται σήμερα στις 10 το πρωί στο Ζάππειο στους «κοινωνικούς εταίρους»
Η κυβέρνηση με το σχετικό κείμενο αφού ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα ήδη ευημερεί(!) αποκαλύπτει τους πραγματικούς της στόχους, που είναι η σημαντική αύξηση του αριθμού των ατόμων που θα είναι προσφερόμενα στην αγορά εργασίας, και αυτό θέλει να το πετύχει με ραγδαία εξάπλωση των ευέλικτων μορφών εργασίας (η κυβέρνηση θεωρεί ότι για να θεωρείται ένα άτομο εργαζόμενος αρκεί να δουλεύει έστω και μια ώρα τη βδομάδα). Τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι τα εξής:
Με τα μέτρα αυτά η κυβέρνηση επιδιώκει ο δείκτης «ΑΕΠ κατ' άτομο» - που αποτελεί το βασικό κριτήριο για την επίτευξη της «πραγματικής σύγκλισης» με την ΕΕ - από 70% του μέσου αντίστοιχου δείκτη της ΕΕ, που είναι σήμερα, να φτάσει στο 90% μέχρι το 2010.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης αυτός συνδιαμορφώνεται από τις εξής παραμέτρους: Της παραγωγικότητας, της ανεργίας και του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Με δεδομένη την ήδη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και την εμφανιζόμενη στατιστικά μείωση της ανεργίας, σύμφωνα με τις μετρήσεις της κυβέρνησης, το βάρος πέφτει στην αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό αλλά πάντα με όρους απασχολησιμότητας.
Τα μέτρα που παίρνονται για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος δείχνουν ότι «πραγματική σύγκλιση» δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά παραπέρα συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κυρίως του δικαιώματος στην πλήρη και σταθερή εργασία. Επίσης, αποκαλύπτεται ακόμα περισσότερο ο ρόλος των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και τι εννοούν όταν αρθρώνουν μονίμως το αίτημα για «πραγματική σύγκλιση», παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι της κυβέρνησης.
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ |
Στο κείμενο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης η εξάπλωση των ευέλικτων μορφών εργασίας και κυρίως της μερικής απασχόλησης αναδεικνύεται ως ένας από τους κύριους στόχους της κυβέρνησης.
Η μερική απασχόληση είναι σήμερα «εξαιρετικά περιορισμένη και καθηλωμένη σε χαμηλά επίπεδα» και υπάρχει ανάγκη για εξάπλωσή της. Την προώθηση σε πρώτη φάση αναλαμβάνει αρχικά το ίδιο το κράτος μέσω της προγραμματιζόμενης εισαγωγής «της μερικής απασχόλησης στο δημόσιο (30.000 νέες θέσεις εργασίας)». Ενώ εξετάζεται «η εισαγωγή μορφών μερικής απασχόλησης στις κοινωνικές υπηρεσίες, προκειμένου να υπηρετηθούν δύο στόχοι ταυτοχρόνως: Αφ' ενός μεν να αντιμετωπιστούν πραγματικές κοινωνικές ανάγκες - κυρίως στον τομέα της φροντίδας και της εξυπηρέτησης των πολιτών - και αφ' ετέρου, η παραδειγματική εισαγωγή ελκυστικών εκδοχών μερικής απασχόλησης, προκειμένου να μεταστραφεί ένα εμπεδωμένο αρνητικό κλίμα». Πρόκειται ουσιαστικά για συνδυασμό της μερικής απασχόλησης με τη λεγόμενη κοινωνική οικονομία, δηλαδή την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών όχι από το κράτος αλλά από συνεταιρισμούς ανέργων ή ιδιωτικούς φορείς, που προοπτικά στόχο έχει επιπλέον την πλήρη εμπορευματοποίηση στοιχειωδών κοινωνικών αγαθών.
Παραπέρα, αυτή η εισαγωγή της μερικής απασχόλησης στις κοινωνικές υπηρεσίες δεν αποκλείεται να εξυπηρετήσει ...την επέκταση της μερικής απασχόλησης!!!
Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο κείμενο: «Οι αναξιοποίητες δεξαμενές εργασίας όπως προκύπτουν από τα άτομα παραγωγικής ηλικίας που δεν αναζητούν εργασία εντοπίζονται κυρίως στις γυναίκες που επικαλούνται λόγους οικογενειακών υποχρεώσεων, στους νέους που επικαλούνται λόγους σπουδών και στις ώριμες ηλικίες που επικαλούνται το γεγονός ότι ήδη βρίσκονται στη σύνταξη».
Για να μπορέσουν λοιπόν οι γυναίκες να βγουν στην αγορά εργασίας η κυβέρνηση σκοπεύει να ενισχύσει τις υποδομές φροντίδας. Για παράδειγμα, τη φύλαξη των παιδιών που αποτελεί κοινωνική υπηρεσία, σύμφωνα με τα λεγόμενα της κυβέρνησης, θα την προσφέρουν μερικώς απασχολούμενοι.
Για τις γυναίκες αυτές η κυβέρνηση επιφυλάσσει τις πιο ευέλικτες μορφές εργασίας μέσω της αποτελεσματικότερης λειτουργίας «ποικίλων και πολλαπλών τύπων εργασίας προκειμένου να καθίσταται η απασχόληση συμβατή με τις ανάγκες των ατόμων που για διάφορους λόγους δεν επιθυμούν πλήρη και αποκλειστική απασχόληση».
Το ίδιο ισχύει για τους νέους και τους ηλικιωμένους. Ακόμα για τους τελευταίους προβλέπεται «η παράταση του εργασιακού βίου, με τον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης». Στόχος που ήδη «υπηρετείται και από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος».
Τέλος, σύμφωνα με το κείμενο, η κυβέρνηση θεωρεί ότι για την ανεργία φταίνε οι ίδιοι οι άνεργοι! Συγκεκριμένα, επισημαίνεται: «Το πρόβλημα απασχόλησης στην Ελλάδα είναι πρωτίστως πρόβλημα προσφοράς και όχι πρόβλημα ζήτησης της εργασίας».
Η κυβέρνηση προκειμένου να παραπλανήσει τους εργαζόμενους επισημαίνει ότι η μερική απασχόληση «αποτελεί ευπρόσδεκτη εξέλιξη που συνολικά μειώνει τον κίνδυνο φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Και σε άλλο σημείο υπογραμμίζει: «Ενώ παλαιότερα φαίνεται ότι αρκούσε η εργασία του αρχηγού του νοικοκυριού, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος φτώχειας, διαχρονικά φαίνεται ότι δεν επαρκεί πλέον. Ισχυρή θετική επίδραση στην αποτροπή του κινδύνου της φτώχειας του νοικοκυριού αποτελεί η εργασία της συζύγου». Με άλλα λόγια, σαν λύση για μια κατάσταση που είναι υπεύθυνη η ίδια η κυβέρνηση, προτείνεται όχι η αύξηση των μισθών των εργαζομένων αλλά η είσοδος και του δεύτερου συζύγου στην αγορά εργασίας και μάλιστα με όρους μερικής απασχόλησης, δηλαδή με τους πιο επαχθείς όρους!!!
Τον παραπάνω ισχυρισμό έρχεται να διαψεύσει το ίδιο το κείμενο τονίζοντας ότι «η εργασία με καθεστώς μερικής απασχόλησης δεν αποτρέπει τον κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα».
Ταυτόχρονα, το κείμενο προωθεί τη διά βίου κατάρτιση των μελών του εργατικού δυναμικού. Μια κατάρτιση σε αντικείμενα που θα ορίζονται από τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και θα συμβάλλουν στην επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων, που αποτελεί και μία από τις δέκα κατευθυντήριες γραμμές του Εθνικού Σχεδίου Δράσης. Δηλαδή, στο να αλλάζουν αντικείμενο εργασίας και τόπο εργασίας όποτε θέλει το μεγάλο κεφάλαιο.
Αυτή η μετατροπή των εργαζομένων σε μετανάστες - στο εξωτερικό και στο εσωτερικό της χώρας - είναι βέβαιο ότι θα συμβάλει στην ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωσή τους, κάτι που και το ίδιο το κείμενο, παραδόξως, επισημαίνει: «Η εργασία σε μη μόνιμη θέση απασχόλησης εμφανίζει εντονότερη συσχέτιση με την πιθανότητα φτώχειας στην Ευρώπη σε σύγκριση με την Ελλάδα». Γίνεται δηλαδή αποδεκτό ότι, πέρα από το μικρό ή μεγάλο βαθμό συσχέτισης, η συνεχής αλλαγή επαγγέλματος και τόπου εργασίας συμβάλλει στην εξαθλίωση των εργαζομένων.