Πίσω απ' τα προεκλογικά «δολώματα» των μονομάχων του δικομματισμού κρύβεται η προδιαγεγραμμένη πορεία εξαφάνισης της παράκτιας και μέσης αλιείας.
Σε «πνιγμό» έχει καταδικάσει τους Ελληνες ψαράδες η συνειδητή πολιτική διάλυσης της αλιείας που ακολουθεί η κυβέρνηση, στα πλαίσια εφαρμογής των καταστροφικών κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η τραγική πραγματικότητα της ελληνικής αλιείας, είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα μιας εικοσαετούς δικομματικής πολιτικής άμεσα εξαρτημένης από τα Κοινοτικά Προγράμματα. Μιας πολιτικής που επιφυλάσσει «μαύρο» μέλλον γι' αυτό το κατεξοχήν παραδοσιακό επάγγελμα της Ελλάδας: Τη διάλυσή του.
Τα τελευταία χρόνια φάνηκαν πλέον καθαρά οι δραματικές συνέπειες της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής στα ζητήματα της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί από τη μια σ' ένα τεράστιο εργοτάξιο διάλυσης αλιευτικών σκαφών και από την άλλη σε ένα απέραντο «ιχθυοτροφείο», με αποτέλεσμα οι Ελληνες ψαράδες να αποτελούν «είδος προς εξαφάνιση».
Αυτό το «εθνικό έγκλημα» επιβεβαιώνουν και τα ίδια τα στατιστικά δεδομένα του υπουργείου Γεωργίας. Σύμφωνα μ' αυτά: Στα τέλη του 1997, και ενώ εργάζονταν στον τομέα της θαλάσσιας συλλεκτικής αλιείας 42.000 άτομα, παρατηρείται μια μείωση του αλιευτικού στόλου κατά 6,6% και κατά 15% της ολικής του χωρητικότητας. Μάλιστα, σε ποσοστό 92% τα σκάφη αυτά ήταν κάτω των 10 μέτρων και αποτελούσαν μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, στοιχείο που αποδεικνύει περίτρανα πως το «τσεκούρι» της κυβέρνησης και της ΕΕ στρέφεται προς τους μικρομεσαίους ψαράδες. Παράλληλα, ο όγκος της αλιευτικής παραγωγής σημειώνει μείωση από 192.000 τόνους το 1994 σε 160.000 τόνους περίπου το 1997, τη στιγμή που αντίστροφη είναι η εικόνα των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών τσιπούρας - λαυρακιού, η οποία σημειώνει αλματώδη ανάπτυξη και σήμερα πλησιάζει τους 40.000 τόνους.
Η πορεία αυτή ασφαλώς και δεν είναι τυχαία, αλλά συνιστά το αποτέλεσμα της υλοποίησης των αντίστοιχων μέτρων της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας (ΕΠΑΛ), στόχος του οποίου είναι η δραστική μείωση του κοινοτικού αλιευτικού στόλου στο όνομα δήθεν της προστασίας των ιχθυοαποθεμάτων, μεταφράζεται για τη χώρα μας σε μείωση του αλιευτικού στόλου κατά 40% μέχρι το 2001. Ετσι, στα Πολυετή Προγράμματα Προσανατολισμού επιδιώχτηκε μείωση κατά 20% των μηχανοτρατών, 15% για τα σκάφη υπερπόντιας αλιείας και σταθεροποίηση των παράκτιων σκαφών και των γρι-γρι. Ολοι οι παραπάνω στόχοι, που συμπεριλήφθησαν στον κανονισμό 3699/93, έχουν ήδη επιτευχθεί από το 1996, ενώ η πολιτική παραπέρα μείωσης συνεχίζεται ακάθεκτα, με στόχο τη μείωση των παράκτιων σκαφών που αλιεύουν ξιφία και τόνο.
Και η τραγωδία δε σταματά εδώ. Με στόχο την υλοποίηση αυτών των εντολών, η κυβέρνηση «ύψωσε» ένα απροσπέλαστο τοίχος μπροστά στους ψαράδες, με μια σειρά διοικητικών εμποδίων που εξανεμίζουν το εισόδημά τους και επιταχύνουν τον αφανισμό τους. Λαμβάνοντας επιμέρους μέτρα όπως: Ο σημαντικός περιορισμός των ποσοτήτων αφορολόγητων καυσίμων, ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης του ΦΠΑ, η ρύθμιση των χρεών τους και η άδικη φορολόγηση των σκαφών τους, η κυβέρνηση άσκησε και ασκεί διαρκώς και μεγαλύτερη πίεση πάνω στους μικρομεσαίους ψαράδες, εξαναγκάζοντάς τους να αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον μακριά από την Αλιεία.
Συγκεκριμένα, με πρόσχημα την πάταξη του λαθρεμπορίου των υγρών καυσίμων, η κυβέρνηση περιόρισε σημαντικά τις ποσότητες των αφορολόγητων καυσίμων που δικαιούνται οι ψαράδες, με αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες - σε ορισμένες περιπτώσεις πλησιάζουν το 1/3 των αναγκών τους - να τις προμηθεύονται σε πολύ υψηλές τιμές, απαγορευτικές για την άσκηση του επαγγέλματός τους. Παρόμοιους περιορισμούς, όμως, δεν επέβαλε στους εφοπλιστές που παίρνουν αφορολόγητα καύσιμα, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την ταξική της πολιτική σε βάρος των ψαράδων. Ακόμα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για τους ψαράδες. Από τη μία τους κατατάσσει στο Μητρώο Αγροτών, τον ΟΓΑ, τον ΕΛΓΑ - κατατάσσοντάς τους σ' αυτές τις περιπτώσεις στον πρωτογενή τομέα, όπως και τους αγρότες - και από την άλλη στο θέμα του ΦΠΑ προσπάθησε να τους κατατάξει στην κατηγορία των επιχειρηματιών. Ωστόσο, μετά τη σφοδρή αντίθεση των ψαράδων η κυβέρνηση έκανε ένα βήμα πίσω, θεωρώντας επιχειρηματίες τους ψαράδες με αλιευτικό σκάφος μεγαλύτερο των 12 μέτρων.
Μπροστά σ' αυτά τα αδιέξοδα, πολλοί ψαράδες οδηγήθηκαν βιαίως στην αγωνιώδη ζήτηση για ένταξη των σκαφών τους στη λίστα αναμονής για απόσυρση, με αποτέλεσμα χιλιάδες σκάφη να καταλήγουν να γίνουν... καυσόξυλα. Και αυτό γιατί, πλέον, η οριστική απόσυρση στη συνείδηση του κάθε ψαρά αποτελεί τη λυτρωτική του έξοδο απ' τα επαγγελματικά του αδιέξοδα.
Οσο για τις υδατοκαλλιέργειες -για τις οποίες κάποιοι διακήρυτταν τη δεκαετία του '80 ότι θα αποτελέσουν την εναλλακτική λύση στην παρακμάζουσα αλιεία- μετά από 15 χρόνια πρακτικής εμπειρίας αποδεικνύεται πως η δραστηριότητα αυτή αναπτύσσεται με μοναδικό κριτήριο το κέρδος των ιδιοκτητών τους, που στην πλειοψηφία τους είναι μεγάλοι επιχειρηματίες οι οποίοι μάλιστα καρπώνονται τη «μερίδα του λέοντος» των κοινοτικών κονδυλίων.
Η ανάπτυξη αυτή εκτός, του ότι δημιούργησε σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα, είχε σαν αποτέλεσμα την ιδιωτικοποίηση στην πράξη εκατοντάδων όρμων και θαλάσσιων περιοχών στις παράκτιες ζώνες, στις οποίες οι ιδιοκτήτες των ιχθυοτροφείων έχουν πλέον κυριαρχικά δικαιώματα στη διαχείριση του αλιευτικού πλούτου. Αυτό συνέβαλε στο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων ψαράδων, καθώς απαγορεύτηκε η αλίευση στις περιοχές των ιχθυοτροφείων, τη στιγμή που αυτές αποτελούν πόλο έλξης των ψαριών. Ανησυχητική είναι όμως και η γιγάντωση ενός περιορισμένου αριθμού τέτοιων επιχειρήσεων, με ταυτόχρονη μετατροπή των υπολοίπων σε επιχειρήσεις - δορυφόρους. Μια εικόνα που εμφανίστηκε στο παρελθόν και σε άλλους κλάδους (π.χ. η «κολιγοποίηση» των μικρομεσαίων πτηνοτρόφων δίπλα σε μεγάλες επιχειρήσεις).
Το συμπέρασμα είναι ότι τα επί εικοσαετία επιβληθέντα Κοινοτικά Προγράμματα όχι μόνο δεν ανέπτυξαν την αλιεία αλλά, αντίθετα, την περιθωριοποίησαν και τη συρρίκνωσαν. Η συνολική προοπτική αυτής της εικόνας είναι ουσιαστικά η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης εκατοντάδων παράκτιων και νησιωτικών περιοχών, ο μαρασμός της οικονομικής ζωής τους, η καθυπόταξη στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο των μικρομεσαίων αλιευτικών επιχειρήσεων, η διαρκής αύξηση των εισαγωγών αλιευτικών προϊόντων και η εκροή του ανάλογου συναλλάγματος. Εάν, λοιπόν, συνεχιστεί η πορεία της αλιείας στον «αυτόματο πιλότο» των Κοινοτικών Προγραμμάτων, τραγική κατάληξη θα είναι η δραματική αλλαγή σκηνικού στις ελληνικές θάλασσες, με κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των θαλάσσιων περιοχών και του κοινωνικού χαρακτήρα και ρόλου της αλιείας, με συνέπεια να βρεθούμε αντιμέτωποι με την εικόνα ελάχιστων επαγγελματιών ψαράδων, υπαλλήλων αλιευτικών εταιριών.