Associated Press |
Πήρα μια δάδα να διανύσω βάθος απροχώρητο. Μπλεγμένος βρέθηκα. Νέος κόσμος ...νέα τάξη. Πράματα και θάματα, που θα προσπαθήσω να ξεδιαλύνω. Πατήσαμε το πόδι μας στη Νέα Υόρκη. Κοιτάζω κάτω και τι να δω; Ενα δολάριο. Μπα, είπα, από τώρα; Δε βαριέσαι. Δεν καταδέχτηκα καν να σκύψω να το πάρω. Ας προσπεράσω. Εχω καιρό. Πάρα κάτω θα βρω πολλά. Επεσα έξω. Σέντσι δε βρέθηκε. Και δεν ήθελα να 'χω κανένα σέντσι πάνω μου, γιατί κινδύνευα σε κάθε γωνιά του δρόμου να μου το πάρουν κι όχι μόνον ο πεινασμένος αράπης που καραδοκεί στη γωνιά, αλλά και το ίδιο το πολιτισμένο και λαμπερό κράτος τους. Εχουν τους τρόπους τους αυτοί και θα εξηγηθώ.
Εχει νυχτώσει και ο τρόμος έπεσε πάνω από την εξαίσια πόλη. Ωρα 11, ώρα 11 νυχτερινή και δε βλέπεις ψυχή στο δρόμο.
Κατακαλόκαιρο και ο νους σου τρέχει στην Αθήνα. Αντίθεση πρώτη. Μην αρχίσω την γκρίνια από το αεροδρόμιό τους. Ο,τι το χειρότερο, ό,τι το αίσχος. Κομφούζιο, ταλαιπωρία, ουρά με τις ώρες - μας κάνανε και τους προφεσόρους για το δικό μας αεροδρόμιο. Εχουν τη δικαιολογία τους. Κάθε 45 δευτερόλεπτα απογειώνεται κι ένα αεροπλάνο. Κάθε λεπτό φθάνει και ένα αεροπλάνο.
Οι Αμερικανοί δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα. Οι φημισμένες παραλίες του Λογκ-Μπιτς, της Σάντα Μόνικα και της Σάντα Μπάρμπαρα καμιά, μα καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν με τα δικά μας υπέροχα νησιά. Το ίδιο ισχύει και για το ξακουστό και πασίγνωστο κοσμοπολίτικο κέντρο το Μαϊάμι Μπιτς. Μια θάλασσα αποπνικτική.
Το Χόλιγουντ έχει πια ξεπέσει. Η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή θεάματος περνά κρίση. Η "Φοξ", η "Μέτρο", η "Παραμάουντ", η "Κολούμπια", η "Γουόρνερ" δεν υπάρχουν. Το μόνο που απέμεινε είναι το παλιό στούντιο της "Universital", που τώρα οι Αμερικανοί για να προσελκύσουν κόσμο το έχουν μετατρέψει σε μουσείο.
Ετσι, με 30 δολάρια και μπαίνοντας σ' ένα τρενάκι μπορείς ν' αναπολήσεις περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Ντεκόρ που γυρίστηκαν παλιά πετυχημένα φιλμ. Διάφορα γουέστερν και περιπέτειες. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα, κι ό,τι υπάρχει δεν είναι αυθεντικό, είναι ξεφτισμένο και ψεύτικο. Τα γκρίζα στόρια έχουν πέσει πάνω από το θρυλικό Χόλιγουντ και ξεπεσμένοι μουζικάντηδες παίζουνε τζαζ στους άδειους δρόμους. Ολη η αφρόκρεμα των σταρ έχει μετακομίσει σ' ένα κλειστό και απροσπέλαστο γκέτο στο γειτονικό Μπέβερλι Χιλς.
Οι Αμερικανοί είναι ανεξάντλητοι σε επινοήσεις ώστε να σου ληστέψουν και το τελευταίο σου σεντς. Ετσι επινόησαν το Λας Βέγκας. Στην έρημο της Νεβάδας, σ' ένα καυτό και απλησίαστο περιβάλλον, που η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει τους 43 και 44 βαθμούς.
Υπνος φτηνός. Φαγητό φτηνό. Ατέλειωτοι κι απίθανοι μπουφέδες. Φαστ φουντ, "Μακντόναλντ", "Γουέντις", κετσαποκουλτούρα ποικιλιών. Οι πιο χοντροί και ασουλούπωτοι άνθρωποι που υπάρχουν στον κόσμο μαζεύονται, σχεδόν συνωστίζονται στο Λας Βέγκας, και γιατί παρακαλώ; Για να σε παρασύρουν - και τελικά τα καταφέρνουν - να γευτείς το μεγάλο ψητό. Τον τζόγο. Τον απέραντο και σαρκοφάγο τζόγο.
Τα τεράστια - σαν μια πλατεία - φουαγιέ των ξενοδοχείων, με τον διακριτικό φωτισμό, τις πολύχρωμες μακέτες, το δροσιστικό κλιματισμό (ποιος τολμάει να περπατήσει στην καυτή πόλη), είναι κατακλυσμένα από εκατοντάδες, χιλιάδες τυχερά παιχνίδια. Κουλοχέρηδες, Μπλακ Τζακ, ρουλέτες, κραπς, βίντεο πόκερ. Αγνωστα και γνωστά παιχνίδια, μια σαγήνη, μια πρόσκληση, μια πανδαισία, μια καταστροφή. Το καζίνο σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Και δουλεύουμε τα μηχανάκια και ακούς τα σέντσια να κουδουνάνε. Ωρες, μέρες, νύχτες ατέλειωτες. Δε μετράν ποιος είσαι. Μετράν μονάχα τι έχεις στην τσέπη σου!
Μαύροι, λευκοί, κίτρινοι, κάθε καρυδιάς καρύδι, άθλιοι ρακένδυτοι και ξεπεσμένοι. Κορίτσια με τουαλέτες και διαμαντικά. Κύριοι με σορτσάκια, καπελάκια και τίμπερλαντ γυροφέρνουν με τις κούπες γεμάτες ντόλαρς. Πίνουν, ξερνοβολάν και ξημερώνονται χαμένοι, κυριολεκτικά χαμένοι, μπροστά στα μηχανάκια!
Ενα άθλιο και φρικτό θέαμα ανθρώπινου ξεπεσμού και ξεφτίλας. Δεν έχω προκαταλήψεις. Μακριά από μένα κάθε μεροληπτική τοποθέτηση, αλλά εκεί οδηγούν και έτσι θέλουν τον άνθρωπο. Τον προσελκύουν με λαμπερά και προκλητικά θεάματα για να τον κατασπαράξουν. Κανείς, μα κανείς δεν κερδίζει απ' αυτά τα παιχνίδια παρά μόνον οι επινοητές τους».