Τρεις φορές έγινε προσπάθεια να απογραφεί η περιουσία του τέως στην οποία περιλαμβάνονται σημαντικές αρχαιότητες. Η μία ολοκληρώθηκε (;), η δεύτερη «σκάλωσε», η τρίτη έμεινε στα χαρτιά...
Eurokinissi |
Το ερωτηματικό στο «βρίσκονταν» προκύπτει, μοιραία, από το απαράδεκτο γεγονός, ότι μέχρι σήμερα, όλες οι κυβερνήσεις, και η σημερινή που «πανηγυρίζει», δεν έχουν ερευνήσει μέχρι τέλους την ποσότητα αυτών των αντικειμένων, τι είδους είναι και βέβαια... που βρίσκονται.
Πέρα και πάνω από τις «διαβεβαιώσεις» του ίδιου του Γλίξμπουργκ ότι αυτές οι αρχαιότητες βρίσκονται ακόμη στο Τατόι και τις ανάλογες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα τέλη του '91, λίγους μήνες μετά τη γνωστή «μεταφορά» της... «οικοσκευής» των πρώην από το Τατόι προς άγνωστη κατεύθυνση, τίποτα δεν είναι βέβαιο αν δεν υπάρξει εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη έρευνα από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.
Το πρώτο που πρέπει να κρατηθεί λοιπόν είναι ότι δε γνωρίζουμε αν και τι έβγαλε στο εξωτερικό ο Κωνσταντίνος από τις αρχαιότητες που είχε στα χέρια του. Το δεύτερο είναι, πόσες και ποιες είναι συνολικά αυτές οι αρχαιότητες. Το τρίτο αποτελεί ερώτημα: γιατί δεν ολοκληρώθηκε η καταγραφή που ξεκίνησε το '91 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και γιατί δεν ξεκίνησε νέα καταγραφή από τις επόμενες κυβερνήσεις. Οσο κι αν είναι προκλητικό για τις «ανοχές» ή «αντοχές» της αστικής κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας, το γεγονός, ότι η μοναδική καταγραφή των αρχαιοτήτων του Τατοΐου έγινε το 1973, παραμένει. Αυτό βέβαια σε τίποτα δεν αθωώνει τη χούντα, η οποία είχε τους δικούς της λόγους για να προχωρήσει αυτή τη διαδικασία. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελεί και άλλοθι για τη μεταπολιτευτική αδράνεια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Eurokinissi |
Ανάλογη διαβεβαίωση όμως έδωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο, στη Βουλή αλλά και σε συνέντευξη Τύπου, και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, διά στόματος του τότε (1991) αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Πολιτισμού, Τζαννή Τζαννετάκη και του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Παλαιοκρασά. Είχε προηγηθεί, την ίδια χρονιά, η εξαγωγή μέρους της «βασιλικής περιουσίας», η... «οικοσκευή» της όπως υποστήριξε η κυβέρνηση, γεγονός που προκάλεσε μείζον πολιτικό θέμα με προεκτάσεις που φτάνουν μέχρι σήμερα. Ο Τύπος τότε ανέφερε πως στην «οικοσκευή» περιλαμβάνονταν και αρχαιότητες. Ακολουθεί «χαμός» στη Βουλή και η προαναφερόμενη συνέντευξη, στην οποία ο Τζ. Τζαννετάκης ως υπουργός Πολιτισμού αναφέρει (βλ. «Απογευματινή» 20/2/91): «Ειπώθηκε και γράφτηκαν ότι βγήκαν στο εξωτερικό αρχαία, βυζαντινές εικόνες κ.ά. Σας διαβεβαιώνω ότι κανένα ιστορικό κειμήλιο δεν έφυγε ούτε πρόκειται να φύγει από τη χώρα μας». Πρόσθεσε, ότι «σε όλους τους πολίτες επιτρέπεται να έχουν ιδιωτικές συλλογές αφού τις δηλώσουν. Απαγορεύεται να εξάγουν αυτά τα αντικείμενα. Εξαίρεση γίνεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις όπου αποφασίζει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο». Στη συνέχεια αναφέρει, ότι «στην προκειμένη περίπτωση (σ.σ. δηλαδή στη μεταφορά από το Τατόι) είχε καταρτιστεί ειδική επιτροπή υπαλλήλων του υπουργείου Οικονομικών και από το ΥΠΠΟ (...) για να εξετάσουν τα βυζαντινά και γενικά τα ιστορικά αντικείμενα που θα μπορούσαν να εξαχθούν. Και παρόλο που υπήρξαν αντικείμενα που μπορούσαν να εξαχθούν η εντολή που δόθηκε ήταν κανένα από τα αντικείμενα αυτά να μη φύγει για το εξωτερικό». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ανάλογη διαβεβαίωση έδωσε και η τότε διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαίρη Μιχαηλίδου, η οποία ήταν και μέλος εκείνης της επιτροπής που ορίστηκε εκ μέρους του ΥΠΠΟ.
Από τα συμφραζόμενα, ο τότε υπουργός Πολιτισμού αφήνει να εννοηθεί ότι ο τέως είχε άδεια συλλέκτη. Οπως είπαμε όμως και πιο πάνω αυτό δεν προκύπτει από πουθενά. Τελικά όμως το ζήτημα είναι βαθιά πολιτικό και λιγότερο νομικίστικο: Ο τέως δεν μπορεί από πολιτικής και ηθικής πλευράς να διαθέτει αντικείμενα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Πάντως, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αυτή η εξέταση των αντικειμένων, η οποία βέβαια στηρίχτηκε στη λίστα του '73, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μάλιστα, όπως αναφέρει και το δημοσίευμα του «Εθνους», «σε όποιες διαπιστώσεις ότι έλειπαν αντικείμενα από τον κατάλογο του 1973, η απάντηση ήταν ότι βρίσκονται σε σφραγισμένα κιβώτια ή στους στάβλους και δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν»...
Από τα παραπάνω προκύπτουν ακόμη μερικά εύλογα ερωτήματα: Πώς είναι δυνατόν μια κρατική επιτροπή να εμποδίζεται στη δουλιά της με τέτοιες δικαιολογίες; Εκτός πια αν υπήρχαν άλλες πιέσεις. Επίσης: αφού δεν κατορθώθηκε έστω και να γίνει μια σύγκριση με τον κατάλογο του 1973, πώς η κυβέρνηση το '91 δήλωνε με τόση σιγουριά πως δε βγήκε τίποτα, παρανόμως, στο εξωτερικό; Βέβαια, το ερώτημα, για ποιο λόγο δε μεταφέρθηκαν αυτές οι αρχαιότητες στα μουσεία από το 1973 μέχρι το 1991, είναι μάλλον ρητορικό...
Στην ίδια συνέντευξη, ο Γ. Παλαιοκρασάς υποστήριξε, ότι υπήρχε αίτηση εξαγωγής προς το Α' Τελωνείο Αθηνών και μοίρασε μάλιστα στους δημοσιογράφους κατάλογο με τα εξαχθέντα αντικείμενα. Ο κατάλογος αυτός όμως δεν ήταν αναλυτικός αλλά γενικός: «βιβλία», «ρούχα», «λάμπες», «ασημικά» κ.ά. Ακόμη πιο συγκεκριμένα («Ποντίκι» 12/12/02) το μόνο που φαίνεται στην πραγματικότητα να υπήρχε ήταν ένας κατάλογος στα αγγλικά γι' αυτά που υποτίθεται ότι υπήρχαν στα κιβώτια. Σύμφωνα με το «Ποντίκι», «κανένας δεν είδε και δεν μπορούσε υπεύθυνα να προσδιορίσει το περιεχόμενο των κιβωτίων». Ενώ αναφέρει και μια ολόκληρη λίστα παρατυπιών κατά την εξαγωγή.
Το μόνο συγκεκριμένο που έχει απομείνει από εκείνη την περίοδο είναι ένας κατάλογος από τα αντικείμενα που η Αρχαιολογική Υπηρεσία είχε δει και είχε ζητήσει να κρατηθούν στην Ελλάδα. Αν και ελλιπής, αυτός ο κατάλογος είναι εντυπωσιακός: Χάλκινα κράνη κορινθιακού τύπου, χάλκινα ειδώλια, υδρία και αιχμή δόρατος, πήλινα ειδώλια και αμφορείς, αιγυπτιακά αλαβάστρινα αγγεία, χάλκινα αρχαιοελληνικά νομίσματα, εικόνες του 17ου και 18ου αιώνα (μεταξύ αυτών και ρωσικές) κ.ά.
Ολα τα παραπάνω είναι μεν περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα. Γι' αυτό «φρόντισαν» και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του '90, αλλά και η σημερινή με τους προπαγανδιστικούς πανηγυρισμούς της. Παρά τους «λεονταρισμούς» για το θέμα που επέδειξε το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση, ως κυβέρνηση είναι γνωστό τι έκανε και τι δεν έκανε. Το 1994 δημοσιεύεται στο ΦΕΚ ο νόμος 2215 που ρυθμίζει θέματα «της απαλλοτριωμένης περιουσίας» των έκπτωτων. Ο «Ριζοσπάστης» έγραψε τότε, ότι «πρόκειται ουσιαστικά για μια προσπάθεια αντιπερισπασμού της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και δημιουργίας εντυπώσεων, ενόψει των επερχόμενων ευρωεκλογών, αλλά και της δημοσιοποίησης την ερχόμενη βδομάδα στη Βουλή του νέου αντιλαϊκού φορολογικού νομοσχεδίου. Το σχέδιο νόμου - στο οποίο δεν αποκλείεται να υπάρξουν αλλαγές - δεν εξαγνίζει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από τις τεράστιες ευθύνες, που και αυτή έχει - μαζί με τη ΝΔ - λόγω της μη επίλυσης του θέματος κατά την οκταετία 1981 - '88, παρά τις τότε υποσχέσεις της. Εκτός αυτού, τόσο ο χρόνος όσο και ο τρόπος με τον οποίο προβλέπεται η επαναφορά και επίσημα της "βασιλικής" περιουσίας στο ελληνικό Δημόσιο, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, δεδομένου ότι: Η κατάθεση του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ γίνεται τώρα, αφού έχει προηγηθεί μια τεραστίων διαστάσεων κλοπή αντικειμένων μεγάλης αξίας της κινητής περιουσίας που βρισκόταν στο Τατόι και αλλού, και μεταφορά της στην οικογένεια Γλίξμπουργκ».
Ο «Ρ» δικαιώθηκε, δυστυχώς, σε κάθε λέξη. Ο νόμος προέβλεπε σύσταση επταμελούς επιτροπής στην οποία θα συμμετείχε και εκπρόσωπος του ΥΠΠΟ με αρμοδιότητα την «απογραφή» της ακίνητης και κινητής περιουσίας του τέως, τη «διοίκηση και διαχείριση των πραγμάτων αυτών» και την «παράδοση των παραπάνω πραγμάτων στις δημόσιες υπηρεσίες...». Ούτε απογραφή έγινε, ούτε τα μουσεία μας έγιναν πλουσιότερα από τη συλλογή του τέως.
Ο νόμος προέβλεπε επίσης ότι «το Δημόσιο δύναται να στραφεί και κατά παντός τρίτου, ο οποίος συνέτεινε, με δόλο ή αμέλεια, στη φυγάδευση των κινητών πραγμάτων». Εκτός από το ότι ούτε αυτό έγινε, η παράγραφος αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι στα κιβώτια του '91 όντως υπήρχαν κινητά αντικείμενα που δεν έπρεπε να φύγουν από τη χώρα. Βέβαια, είναι μάλλον δύσκολο να πρόκειται για «φυγάδευση», αφού, όπως είδαμε παραπάνω, υπάρχει καταλογογράφηση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία των αρχαιοτήτων που δεν επιτράπηκε η εξαγωγή τους.
Το τελικό ερώτημα είναι τι γίνεται τώρα. Προς το παρόν, τίποτα. Αν φύγανε αρχαιότητες στο εξωτερικό, παραμένουν εκεί, και οι υπόλοιπες προφανώς σαπίζουν... στους στάβλους του Τατοΐου. Το γιατί από το '94, έστω, μέχρι σήμερα δεν ολοκλήρωσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία την απογραφή της είναι προφανώς ένα ακόμη ρητορικό ερώτημα...