Κυριακή 5 Γενάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Χριστούγεννα 1947!

... Ο πατέρας του στεκόταν εκεί στην πόρτα μούσκεμα χαμογελώντας με το νερό της βροχής να φέρνει βόλτες γύρα από τα μάτια του που ήτανε κόκκινα σαν τη φωτιά κι από εκεί να κατρακυλάει στην πλακουτσωτή του μύτη και ύστερα να κατασταλάζει στο μαύρο, μάλλινο κασκόλ του, που έμοιαζε μέσα στη νύχτα σαν σκοτωμένο ερπετό, έτσι που ήτανε άτσαλα τυλιγμένο γύρο από το λαιμό του. Εκανα ένα βήμα πίσω τρομαγμένος. Ολη εκείνη η νυχτερινή εικόνα της πόρτας μου θύμισε μια από τις μεγάλες εικόνες που κρεμόταν αριστερά από την ωραία πύλη στην εκκλησία. Με τα φτερά στον ώμο και την πύρινη ρομφαία στο χέρι. Ομοια με εκείνη που θα έβλεπα ύστερα από χρόνια στη μικρή εκκλησία του αγίου Παύλου στο Τολέδο, όπου είχα μείνει καρφωμένος για μια ολόκληρη ώρα μπροστά στον πίνακα του Γκρέκο, η κηδεία του κόμητα Οργγάθ. Ο πατέρας μου δεν είχε ούτε φτερά ούτε κρατούσε πύρινη ρομφαία στο χέρι. Είχε όμως μια ξύλινη καγκελόπορτα κρεμασμένη στον ώμο και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα «κατοσταράκι» γεμάτο μέλι. Κι έτσι που το «κατοσταράκι» έγερνε, το μέλι χυνόταν έξω και στάλαζε στο βρεγμένο σκαλοπάτι. Ηταν μεθυσμένος. Εμείς κοιταχτήκαμε με μάτια γεμάτα απορία. Πρώτη φορά βλέπαμε από τόσο κοντά ένα μεθυσμένο, και μάλιστα τον πατέρα μας. Βέβαια, στη γειτονιά μας, μια από τις γνήσιες προσφυγογειτονιές, συχνά πυκνά κυκλοφορούσαν μεθυσμένοι. Βασανισμένοι άνθρωποι, βλέπεις, εργάτες οι πιο πολλοί με μεροκάματο 3,50, που λέει ο λόγος, μόλις έπαιρναν το βδομαδιάτικο το έτσουζαν για τα καλά, για να ξεχάσουν. Ιδιαίτερα η ταβέρνα του μπάρμπα Γιώργη από τη Σαντορίνη γέμιζε για τα καλά.

«

Στουπί». Είπε την άλλη μέρα η μητέρα του, όσο προσπαθούσε να καθαρίσει το μέλι από το σκαλοπάτι. Υστερα πήρε τις βελόνες της και άρχισε, όπως το συνήθιζε κάθε πρωί, να πλέκει ένα καφέ πουλόβερ για τον αδερφό μου, με το μαλλί που το είχε μαζέψει σε μεγάλα κουβάρια από το ξήλωμα μιας δικιάς της ζακέτας. Αυτά τα κουβάρια ήτανε καθημερινό παιχνίδι, για μας, ιδιαίτερα το χειμώνα. Στήναμε δυο καρέκλες, τη μια απέναντι από την άλλη στο μεγάλο σαλόνι και χτυπούσαμε πέναλτι, κάτω από τις στριγκλιές της γιαγιάς μου. Γκόοολ ξεφωνίζαμε και πότε πότε ο Νίκος ο Τσαγανιάς που τον φωνάζαμε κι αυτόν από δίπλα για το σπιτικό ποδόσφαιρο. «Κώλο να μην έχ' τε να κάτσ' τε» απαντούσε η γιαγιά μου με την κλωστή του πλεχτού της περασμένη πάνω από τα καλοχτενισμένα μαλλιά της και τα γυαλιά της με τον ασημένιο σκελετό μόλις και να στηρίζονται στη γαμψή της μύτη.

Να μη τα πολυλογώ όμως, εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων του 1947 κοιμηθήκαμε νηστικοί. Κι όλο το βράδυ η εικόνα του άγιου με τις φτερούγες και τη ρομφαία δεν έφευγε από το μυαλό μου. Κι όχι μόνο εκείνο το βράδυ, γιατί δεν ήτανε μόνο εκείνα τα Χριστούγεννα που κοιμηθήκαμε νηστικοί. Γι' αυτό όλες αυτές τις μέρες που ακούω για τις γαλοπούλες και τις τιμές τους, για τα ρεβεγιόν και τις προτάσεις για τις τουαλέτες που πρέπει να φορέσουν οι κυρίες για να κάνουν εντύπωση, η εικόνα του πατέρα μου ως αγίου, να στέκεται στην πόρτα μας, με την καγκελόπορτα κρεμασμένη στον ώμο και το μέλι να χύνεται μέσα από το κατοσταράκι και να σταλάζει πάνω στα βρεγμένα μας σκαλοπάτια ξανάρχεται στο μυαλό μου. Μια εικόνα έντονη, γεμάτη πόνο και πίκρα για όλα εκείνα τα βράδια που η γενιά μου κοιμότανε νηστικιά και το μέλι ήτανε λιγοστό. Μα τόσο λιγοστό!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ