Δεκαπενταύγουστο έρχεται, τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε από το να διαβάσουμε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενο, που το υπογράφει ο Σταύρος Καλφιώτης.
«Κείνο το πρωινό της Κυριακής είχα πάει στην πλατεία Αβησσυνίας για να ανακαλύψω στα παλιατζίδικα κανένα καθρέφτη-αντίκα που ήθελε η γυναίκα μου για το σαλόνι του σπιτιού. Καθώς χώθηκα σ' ένα μαγαζί και ψαχούλευα για τον καθρέφτη, το μάτι μου έπεσε σ' ένα καντηλέρι από κείνα τα παλιά που είχαν τα νοικοκυριά στην κρεβατοκάμαρη.
Κάθισα και το χάζευα, όταν αναθυμήθηκα το κρυστάλλινο καντηλέρι που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι με τις εικόνες και τη στεφανοθήκη στην κρεβατοκάμαρη των γονιών μου. Με τα μάτια της φαντασίας μου, κείνη τη στιγμή, είδα τη Μάνα μου που σαν έπεφτε το σούρουπο κι άρχιζε να νυχτώνει, πήγαινε ακροποδητί στην κρεβατοκάμαρά της, πλησίαζε στο εικονοστάσι, έβγαζε με προσοχή το γυάλινο ποτηράκι μέσα από το καντηλέρι, συμπλήρωνε το λάδι του, άλλαζε το λουμίνιο, το άναβε και το έβαζε πάλι στο κρεμασμένο καντηλέρι».
Αυτή η διαδικασία γινόταν συνέχεια, από τη μέρα που παντρεύτηκε κι έστησε το σπιτικό της. Απ' ό,τι θυμάμαι, η Μάνα δεν ήταν και πολύ θρησκευόμενη, και στην εκκλησία πήγαινε μονάχα στις μεγάλες γιορτές, μα το καντηλέρι της ποτέ δεν ξεχνούσε να το ανάψει. Την εποχή που παντρεύτηκε η Μάνα και για πολλά χρόνια δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Οι λάμπες πετρελαίου και τα κεριά φώτιζαν τις νύχτες και το αναμμένο καντηλέρι βοηθούσε να βλέπουν ίσαμε να φωτίσει η μέρα. Μα σαν πέρασαν τα χρόνια και μπήκε ο ηλεκτρισμός. Εκείνη δε σταμάτησε ν' ανάβει τις νύχτες το καντηλέρι της. Ακόμα, κι όταν έγινε το μεγάλο ανθρωπομακελειό κι ήρθαν οι μαύρες μέρες της γερμανικής κατοχής που φέρανε την πείνα, τη δυστυχία και την ανέχεια, η Μάνα φρόντιζε να βρίσκει λίγο λαδάκι για το καντηλέρι της. Ομως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Οι γερμανικές ορδές πέσανε πάνω στην έρμη Ελλάδα και την αφάνισαν. Η θλίψη ήταν μεγάλη για τη Μάνα που έβλεπε το καντηλέρι της σβηστό γιατί δεν έβρισκε λίγο λάδι να το ανάψει.
Κείνη, η καταραμένη γερμανική κατοχή, έφερε κι άλλα κακά στον τόπο. Δουλιές δεν υπήρχαν, χρήματα δεν υπήρχαν, κι η σύνταξη του πατέρα δεν έφτανε για τα αναγκαία τρόφιμα - που κι αυτά ήτανε δυσεύρετα - και έτσι η Μάνα αναγκάστηκε να πουλάει στους μαυραγορίτες πότε το ένα και πότε το άλλο από τα υπάρχοντα. Ο παλιατζής που ερχόταν στο σπίτι για ν' αγοράσει τις πρακτικές λάμπες, τα βάζα, τους κάλυκες από τις οβίδες, τα γυαλιά, τα κοστούμια, όλο κι έριχνε ματιές στο καντηλέρι και ρωτούσε πόσο το πουλάει. Αυτό δεν πουλιέται του απαντούσε. Αλλά οι ανάγκες ήταν μεγάλες, οι στιγμές τραγικές κι η Μάνα δεν άντεξε κι έστρεξε μια μέρα να του πουλήσει το καντηλέρι μαζί με τη στεφανοθήκη, που ήταν ένα μέρος από τη ζωή της. Από κείνη την κακιά ώρα και κάθε φορά που το έφερνε η κουβέντα ένα δάκρυ κυλούσε από το μάτι της και μια κατάρα από τα χείλη της. Ο χρόνος δεν κατάφερε να σβήσει την ανάμνηση εκείνη για το καντήλι και τη στεφανοθήκη και ευχόταν οι άνθρωποι να μην ξαναδούν πόλεμο ποτέ πια».