Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Από τους άλλους δρόμους ακουγόταν η φωνή του κυρ Μιχάλη, που πουλούσε "...καναζίνα για τ' άσπρα ρούχα σας...", του κυρ Αιμίλιου που μοίραζε από τα ξημερώματα γάλα με τα δυο απαστράπτοντα γκιούμια του και πότε πότε του Θανάση του Κόντρα, του καρβουνιάρη, που είχε γεμάτα τ' αυτιά και τα ρουθούνια του καρβουνόσκονη. Πιο σπάνια, ακουγότανε η φωνή του Κανέλου που πουλούσε δαδί για προσάναμμα. Αυτή την ιλαρή συμφωνία των φωνών των παιδικών μας δρόμων τη συμπλήρωνε ο Κούτος Πότης, ο λούστρος. Αυτός καθότανε κάτω από την ακακία μας, μάζευε τα άβαφα παπούτσια γύρω του και ψιλοτραγουδούσε τους δικούς του αμανέδες. Με δικά του λόγια, δικούς του ήχους και από τα μισόκλειστα μάτια του να τρέχουν τα δάκρυα της προσφυγιάς και των κατατρεγμών. Πιο κάτω από το δρόμο μας, περνούσε ένα ρέμα και δίπλα από το ρέμα κατηφόριζε η μάντρα του Γ Σώματος Στρατού, "εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης" και τα λοιπά. Κάθε πρωί, όταν δεν είχαμε σχολείο, περνούσαμε το ρέμα, σκαρφαλώναμε τη μάντρα και κάναμε χάζι με τους νεοσύλλεκτους, που εκπαιδεύονταν, για να είναι έτοιμοι, να ξέρουνε δα πώς θα βάζουν την ξιφολόγχη στην κάννη του "λι έμφιλ", πώς θα τρυπούνε την κοιλιά του εχθρού φωνάζοντας "ντο" και στο τέλος, κατά το μεσημεράκι, πώς θα μπαίνουνε στη γραμμή με την καλογυαλισμένη τους καραβάνα για το εθνικόφρον συσσίτιο: φασολάδα και ολίγες ελιές, γεμάτες δάκο του κερατά!
- "Φσιτ", έκανε με κλειστά χείλια και με το μαύρο του το δάχτυλο έδειξε τον Καραμπίνα. Αυτός σηκώθηκε, τράβηξε το παντελόνι του προς τα πάνω, όπως το συνήθιζε, πριν αρχίσει το μάθημα της αστρονομίας, χτύπησε τρυφερά στην πλάτη την αδελφή του, τη Μάρω, κι έφυγε.
- "Θα γυρίσω", είπε. Δε γύρισε, όμως. Από εκείνο το βράδυ, που έλαμπε ο Σείριος και η Κασιώπη έμπηγε τα πόδια της στη μαύρη κουρελού του ουρανού, δεν τον ξαναείδε κανείς.
Ετσι περνούσαμε την Ειρήνη των παιδικών μας χρόνων: με τους χαφιέδες να παραφυλάνε στη γωνία, τις μανάδες κλεισμένες στις αγροτικές φυλακές και τους πατεράδες να αναστενάζουν πίσω από σιδερωμένα παράθυρα. Με τσιγάρο εφημερίδα και ένα βαθύ δάκρυ ανακατεμένο με αίμα να κατηφορίζει από τα σκαμμένα, αξύριστα μάγουλα και να πέφτει αζήτητο πάνω στο κατουρημένο χώμα, στα τρυπημένα από τη φάλαγγα πόδια. Δάκρυ του βάσανου, μεγάλο δάκρυ, που ούτε στεγνώνει ούτε ανθίζει ούτε ξεχνιέται!
"Να τον προσέχεις τον κανακάρη σου", του σφύριξε στ' αυτί. "Εγώ αυτά δεν τα σηκώνω". Ηρθε ο πατέρας μου στο σπίτι, κατουρημένος από το φόβο. Πήρε τη μάνα μου στην κουζίνα και της έμπηξε τις φωνές. "Εσύ φταις", ακούσαμε να της λέει, "τους έδωσες θάρρος και τώρα άντε να τους μαζέψεις. Ο γυμναστής μού το είπε ξεκάθαρα. Δεν εγγυάται για τίποτε". "Μωρ' τι μας λες", απάντησε η μάνα μας, "...δεν κοιτάει να μαζέψει το γιο του το φασίστα και τα βάζει με τα δικά μας τα παιδιά". Εμείς με τον αδερφό μου τρέξαμε κάτω από τη βερικοκιά του μπαξέ μας και το ρίξαμε στο διάβασμα. Διάβαζα τη "Φαμπιόλα" τότε. Μου άρεσε ιδιαίτερα το κομμάτι, όπου τον Λικίνιο Σεβήρο τον κατασπαράσσουν τα λεοντάρια και τότε ανοίγουν οι πόρτες του στρατοπέδου και ξεχύνονται τα μικρά παιδιά της Ανατολής, άλλα με σπασμένα χέρια και άλλα με μάτια βγαλμένα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, οι Αμερικανοί στρατιώτες μοιράζουν σοκολάτες και "marlboro". Πού να θυμούμαι, βέβαια, αν το κομμάτι αυτό είναι από τη "Φαμπιόλα" ή από άλλο βιβλίο! Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε!
"Γιατί;", αναρωτιέμαι. Τώρα, που λιγόστεψαν οι χαφιέδες και οι γυμναστές δεν είναι απόστρατοι χωροφύλακες και δυνάμει βασανιστές, τώρα που το "Γεντί Κουλέ" είναι κέντρο πολιτισμού και οι μανάδες γύρισαν από τις αγροτικές φυλακές, γιατί να τρεμοσβήνει πάλι η Ειρήνη;