Οπως διηγείται ο μαέστρος, η τσαρική Γεωργία δεν είχε μουσικά σχολεία, εκτός του Κονσερβατορίου της Τιφλίδας, στο οποίο σπούδασε και αποφοίτησε. Από 15 ετών έπαιζε πιάνο στον βωβό κινηματογράφο στο Μπατούμι. Μετοίκησε στον αδερφό του στο Σοχούμι, όπου δούλεψε για λίγα χρόνια στο «Ελληνικό Θέατρο» ως μουσικός με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Κανονίδη, για τον οποίο συνέθεσε το τραγούδι «Τα μάτια» σε ποντιακή διάλεκτο, γράφοντας την πρώτη τους οπερέτα, «Πρόσφυγες στην Ελλάδα», που παίχτηκε μεταξύ άλλων σε Αθήνα (1952, 1963 - Θέατρο «Ρεξ - Κοτοπούλη») και Θεσσαλονίκη (2002, ΚΘΒΕ).
Ο Δημητριάδης σπούδασε στην Τιφλίδα πιάνο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Προηγουμένως, στο Μπατούμι, ήταν μαθητής του Αριστοτέλη Κουντούρωφ. Ιδρυσε την Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα του Σοχούμι και αργότερα πήγε στο Λένινγκραντ (1933 - 1936) για μετεκπαίδευση στη διεύθυνση, στη διάσημη σχολή του Ιλια Μούσιν. Αποφοιτώντας, επέστρεψε στο Σοχούμι να εργαστεί, όπου έγραψε τη δεύτερη οπερέτα του, «Η Χαρά», με θέμα την εργασία στα καπνά. Συνέθεσε αρκετά έργα ακόμα, τα οποία μετά από δύο χρόνια κάηκαν μαζί με το θέατρο.
Στην Τιφλίδα έζησε και δούλεψε 28 χρόνια (1937 - 1965), 10 από αυτά ως διευθυντής της Οπερας και 5 ως διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας. Γνώρισε σε όλο τον σοβιετικό λαό και στον υπόλοιπο κόσμο τα γεωργιανά έργα, εμφανιζόμενος σε 20 περίπου χώρες, πολλά εκ των οποίων δισκογράφησε με τις Κρατικές Ορχήστρες της ΕΣΣΔ (Λένινγκραντ, Μόσχας, Γεωργίας, Μπολσόι κ.λπ.). Αποδέχτηκε τη θέση του Πρώτου Μαέστρου των Μπολσόι το 1965, διευθύνοντας επί εικοσαετία όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, π.χ. τους χορευτές Ουλάνοβα, Πλιστσένσκαγια, Μπαρίσνικοφ, Βασίλιεφ και τους τραγουδιστές Νεστερένκο, Αρχίποβα, Ομπραστσόβα, Γκιαούροφ, Βισνέβσκαγια, Ατζαμπαρίτζε, Ατλάντοφ, Μιλάσκινα, Μπουρτσουλάντζε κ.λπ. «Συνόδευσε» επίσης τους Οϊστραχ, Κόγκαν (βιολί), Ροστροπόβιτς (τσέλο), Ρίχτερ, Ομπόριν, Βιρσαλάντζε (πιάνο) κ.λπ. Επί δεκαετίες δίδαξε στα Ωδεία της Τιφλίδας και «Τσαϊκόφσκι» της Μόσχας. Το δε ρεπερτόριό του καλύπτει πάνω από 250 έργα, και οι συναυλίες του και παραστάσεις όπερας ανέρχονται σε περίπου 2.000.
Ο μαέστρος επισκέφτηκε πρώτη φορά την Ελλάδα ως αντιπρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου (1959). Ως μαέστρος ντεμπουτάρισε το 1964 με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και σολίστ τον βιολονίστα Σοφοκλή Πολίτη, ενώ στη Λυρική το 1965 διευθύνει «Ευγένιο Ονιέγκιν» και «Ντάμα Πίκα». Στη χούντα αρνήθηκε να έρθει, και από το 1974 διευθύνει σχεδόν κάθε χρόνο όλες τις ορχήστρες μας, κάνοντας το ρεπερτόριο της πατρίδας του (ΕΣΣΔ - Ελλάδα) αλλά και πολλούς κλασικούς και ρομαντικούς (Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπραμς, Μπερλιόζ, Βάγκνερ κ.ά.). Με την ΚΟΑ εμφανίστηκε 19 φορές, ερμηνεύοντας ελληνικά έργα (Κουντούροφ, Θεοδωράκη, Παλλάντιου, Καλομοίρη, Ευαγγελάτου, Τενίδη) και άλλα σε 1η εκτέλεση, των Τσαϊκόφσκι, Παλιασβίλι, Στραβίνσκι, Σοστακόβιτς, Παγκανίνι, Ραχμάνινοφ, ενώ με τη Λυρική έδωσε δεκάδες παραστάσεις - «Αρραβωνιάσματα στο Μοναστήρι» (Προκόφιεφ), «Μπόρις Γκοντούνοφ» (Μουσόργκσκι), «Το Δαχτυλίδι της Μάνας» (Καλομοίρης), «Φλόρα Μιράμπιλις» (Σαμάρας) κ.ά. Εμφανίστηκε επίσης αρκετές φορές με την ΕΣΟ της ΕΡΤ και την ΚΟΘ, με το κοινό να τον αποθεώνει και στο τέλος χειροκροτώντας να φωνάζει ρυθμικά «Ο-ΔΥ-ΣΣΕ-Α».
Το 1976 δηλώνει στις εφημερίδες υπέρμαχος της μονοθεσίας των μουσικών των Κρατικών Ορχηστρών και 17 χρόνια μετά, ερχόμενος από το Μπολσόι μόνιμα στην Ελλάδα, διηγείται με παράπονο ότι περίμενε καλύτερη αντιμετώπιση από το κράτος, μα κανείς δεν νοιάστηκε. Το 1996 ο διευθυντής της ΚΟΑ, Αρης Γαρουφαλής, τον κάλεσε να δώσει κάποιες συναυλίες, όχι όμως και η Λυρική για όπερα, δίνοντάς του συναυλία και το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ. «Μου είπαν: Δεν θα διευθύνεις όπερα. Κάποιον δεν θα τον συνέφερε αυτό...», έλεγε.
Ο Δημητριάδης είχε, φυσικά, φιλία με τους Σοβιετικούς συνθέτες. Για τον Σοστακόβιτς έλεγε: «Θυμάμαι, μια φορά, ο Μητρόπουλος ήρθε να παίξει δυο συναυλίες και τελικά έκανε και τρίτη, επειδή είχε μεγάλη επιτυχία. Θα έπαιζε Μπαχ, Στραβίνσκι, Προκόφιεφ και τελευταία τη σουίτα από το μπαλέτο "Καινούργιος Αιώνας" του Σοστακόβιτς. Ο Σοστακόβιτς έφερε την παρτιτούρα στον Μητρόπουλο. Εκείνος την κοίταξε δύο φορές. Τι μνήμη! Και με δύο πρόβες, την έπαιξε. Στο τέλος, και αφού βεβαίως ο κόσμος τούς αποθέωσε, ο Μητρόπουλος είπε στον Σοστακόβιτς: "Ωραία μουσική! Γιατί όμως μια τέτοια παρτιτούρα δεν είναι τυπωμένη;". Εκείνος του απάντησε: "Ενας διάσημος Σοβιετικός μαέστρος τη διηύθυνε τόσο άσχημα, που όταν την άκουσα είπα "αυτό δεν είναι μουσική, είναι σκατά!". (...) Σήμερα κατάλαβα, όπως το διηύθυνε ο Μητρόπουλος, ότι αυτό δεν είναι σκατά. Είναι καλή μουσική. Ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί εσείς δείξατε πώς πρέπει να παίζεται το έργο μου.»
Οι μεγαλύτερες στιγμές της ζωής του ήταν η συναναστροφή του με τον Μητρόπουλο στο Λένινγκραντ (1934), η ενορχήστρωση του «Ολυμπιακού Υμνου» του Σαμάρα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας (1980) και η δουλειά του ως μαέστρος και μουσικός υπεύθυνος, και η ενορχήστρωση της «Φλόρα Μιράμπιλις» επί Χωραφά στη Λυρική.
Τιμήθηκε με όλες τις τιμές της ΕΣΣΔ, όπως «Για την Ηρωική Δουλειά στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» (1946), της «Εργατικής Κόκκινης Σημαίας» (1951), του «Λαϊκού Καλλιτέχνη της ΕΣΣΔ» (1958) κ.λπ.
Ο πρώτος μου δάσκαλος στη διεύθυνση, Οδυσσέας Δημητριάδης, πέθανε στις 28/4/2005 στην Τιφλίδα και ενταφιάστηκε στην πλατεία Κρατικής Οπερας και Μπαλέτου «Ζαχαρία Παλιασβίλι».
ΥΓ. Το παρόν αφιερώνεται στον αγαπημένο μας Κροκεάτη κομμουνιστή, σύντροφο Γιάννη Καραμπούκαλο, αγωνιστή, υποδειγματικό οικογενειάρχη και καρδιακό φίλο, ο οποίος «έφυγε» αναπάντεχα στις 21 Δεκέμβρη από την επάρατο.