Ο Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο. Οι γονείς του ήταν καλλιτέχνες του μουσικού θεάτρου και της ελαφριάς όπερας. Ο πατέρας του πέθανε πολύ νωρίς και η μητέρα του πάλευε με τη φτώχεια και τη ψυχική ασθένεια, η οποία δυστυχώς επιδεινώθηκε πολύ γρήγορα και το 1903 κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο μέχρι το 1921, που ο Τσάπλιν την πήρε μαζί του στις ΗΠΑ. «Η μητέρα μου φώτισε το πιο ευγενικό φως που γνώρισε ποτέ αυτός ο κόσμος, το οποίο έχει προικίσει τη λογοτεχνία και το θέατρο με τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα θέματά τους: αγάπη, οίκτο και ανθρωπιά».
Από μικρός μεγάλωσε σε πτωχοκομεία και ορφανοτροφεία. Τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, η πείνα και η ανέχεια αντικατοπτρίζονται στις σπουδαίες ταινίες του αρκετά χρόνια αργότερα.
Πρωτοβγήκε στη σκηνή σε ηλικία μόλις δέκα ετών, όπου κέρδισε τις εντυπώσεις με τη φωνή και τις χορευτικές του ικανότητες. Τα επόμενα χρόνια, περιόδευσε με θιάσους στην Αγγλία και από το 1910 στην Αμερική, όπου το 1914 τον ανακαλύπτει η Keystone Film Company και μπαίνει στα κινηματογραφικά πλατό της εποχής.
«Ολο το νόημα», έλεγε ο Τσάπλιν για τη φιγούρα του Αλήτη, «είναι ότι όσο άθλιος κι αν είναι, όσο καλά κι αν καταφέρνουν τα τσακάλια να τον κατασπαράξουν, εξακολουθεί να είναι ένας άνθρωπος αξιοπρέπειας». Και πράγματι, η συμπάθεια του Τσάπλιν για την εργατική τάξη καθορίζει όλες τις διάσημες βωβές ταινίες του.
Ο Τσάπλιν αλλάζει για πάντα τον βωβό κινηματογράφο.
Αντιλαμβάνεται ότι χωρίς να μιλάει μπορεί να περάσει τα μηνύματα που ήθελε μέσα από την πλαστικότητα της κίνησης και τις εκφράσεις του προσώπου του. Ο Αλητάκος καταφέρνει να γεννήσει αντιφατικά συναισθήματα και να σχολιάσει την κοινωνική πραγματικότητα, με τρόπο που οι θεατές να γελούν και να λυπούνται την ίδια στιγμή.
Ο Τσάπλιν, όμως, φέρνει τα πάνω κάτω και στη βιομηχανία του θεάματος. Το 1919, μαζί με άλλους ηθοποιούς και σκηνοθέτες δημιουργούν την United Artists, για να πάρουν οι ίδιοι τον δημιουργικό έλεγχο του έργου τους. Ο Τσάπλιν έγραφε, σκηνοθετούσε, πρωταγωνιστούσε, έκανε την παραγωγή και συχνά συνέθετε τη μουσική για τις ταινίες του.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου κυκλοφορεί μερικές από τις κλασικές πλέον ταινίες του. «Το Χαμίνι» (The Kid /1921), «Ο Χρυσοθήρας» (The Gold Rush / 1925), «Το Τσίρκο» (The Circus / 1928) με το οποίο κέρδισε το πρώτο του βραβείο της Ακαδημίας (δεν λεγόταν ακόμα Οσκαρ) και «Τα Φώτα της Πόλης» (City Lights / 1931).
Η έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου και ο ήχος στις ταινίες αναδιαρθρώνουν όλη την κινηματογραφική βιομηχανία, όμως ο Τσάπλιν επιμένει βουβά... «Η παντομίμα ήταν πάντα το παγκόσμιο μέσο επικοινωνίας. Υπήρχε ως το παγκόσμιο εργαλείο πολύ πριν γεννηθεί η γλώσσα. Η σιωπηλή εικόνα είναι ένα παγκόσμιο μέσο έκφρασης».
Γυρνώντας από μια μεγάλη περιοδεία σε ολόκληρο τον κόσμο, παρατηρεί τα αποτελέσματα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης στους λαούς κι αποφασίζει να μιλήσει γι' αυτό.
Οι «Μοντέρνοι Καιροί» (Modern Times / 1936) σηματοδοτούν τη συμπόρευση του Τσάπλιν με τον ήχο, αλλά όχι την ομιλία. Κρατά το όπλο του λόγου για να εκφράσει πολύ προοδευτικές ιδέες τα επόμενα χρόνια. Στους «Μοντέρνους Καιρούς» χρησιμοποιεί ήχους, μουσική και είναι η πρώτη φορά που ακούμε τη φωνή του όταν τραγουδάει ένα τραγούδι σε μια δική του γλώσσα, που όμως την κατάλαβαν όλοι οι λαοί του κόσμου...
Οι πρεμιέρες της ταινίας ήταν από τις πιο λαμπρές που είχε δει ποτέ ο κινηματογράφος. Στο Λος Αντζελες, καλεσμένος του Τσάπλιν ήταν ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ενώ στο Λονδίνο ο Μπέρναρντ Σο καθόταν δίπλα του.
Η αριστουργηματική ταινία θα απαγορευτεί από τη ναζιστική Γερμάνια, το Βέλγιο και κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ.
Το φθινόπωρο του 1938, όταν υπογραφόταν η Συμφωνία του Μονάχου στην Ευρώπη, ο Τσάπλιν έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο σενάριο του «Μεγάλου Δικτάτορα»... Το 1940 ο «Μεγάλος Δικτάτορας» βγαίνει στη μεγάλη οθόνη.
Στα τελευταία λεπτά της ταινίας, η ομιλία του Τσάπλιν είναι η θέση του καλλιτέχνη για τον πόλεμο, για το γκρέμισμα του σάπιου κόσμου, για τον αγώνα των λαών για την αυγή της ανθρωπότητας. «Σε όσους μπορούν να με ακούσουν, λέω - μην απελπίζεστε. Η δυστυχία που μας βασανίζει τώρα δεν είναι παρά το πέρασμα της απληστίας - η πικρία των ανθρώπων που φοβούνται τον δρόμο της ανθρώπινης προόδου. Το μίσος των ανθρώπων θα περάσει, και οι δικτάτορες θα πεθάνουν, και η εξουσία που πήραν από τον λαό θα επιστρέψει στον λαό. Και όσο οι άνθρωποι πεθαίνουν, η ελευθερία δεν θα χαθεί ποτέ... Εσείς, ο λαός, έχετε τη δύναμη - τη δύναμη να δημιουργείτε μηχανές. Τη δύναμη να δημιουργείτε ευτυχία! Εσείς, ο λαός, έχετε τη δύναμη να κάνετε αυτή τη ζωή ελεύθερη και όμορφη, να κάνετε αυτή τη ζωή μια υπέροχη περιπέτεια... Ας αγωνιστούμε για έναν νέο κόσμο...».
Την ίδια περίοδο ξεκινά η επίθεση των ναζί στη Σοβιετική Ενωση. Ο Τσάπλιν, μαθαίνοντας καθημερινά για τις μεγάλες απώλειες του λαού της ΕΣΣΔ, μιλάει δημόσια και ανοιχτά για το άνοιγμα δεύτερου μετώπου στον πόλεμο, υπέρ της ΕΣΣΔ σε μια σειρά εκδηλώσεων. «Μου λένε ότι οι Σύμμαχοι έχουν δύο εκατομμύρια στρατιώτες που μαραζώνουν στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ μόνο οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν περίπου διακόσιες μεραρχίες Ναζί».
Αυτή η στάση του Τσάπλιν τον βάζει στο «μάτι του κυκλώνα». Μπαίνει στο στόχαστρο λόγω της προοδευτικής τέχνης και των ιδεών του.
Βεβαίως το FBI έχει ήδη ανοίξει τον φάκελό του, που αριθμεί πολλές σελίδες ήδη από το 1922. Σύμφωνα με τις σελίδες αυτές ερευνάται για τους δεσμούς του με κομμουνιστικές οργανώσεις... Οταν αποχαρακτηρίζονται τα έγγραφα, βγαίνει στην επιφάνεια ότι η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών τον παρακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Του λένε ότι το «Monsieur Verdoux» δεν μπορεί γίνει ταινία, καθώς θίγει το ίδιο το σύστημα. Ο Τσάπλιν όμως δεν πτοείται, ξεκινάει τα γυρίσματα και ολοκληρώνει την ταινία. «Ο ισχυρισμός του Verdoux είναι ότι είναι γελοίο να σοκάρεται κανείς από την έκταση των φρικαλεοτήτων του, ότι είναι μια απλή "κωμωδία δολοφονιών" σε σύγκριση με τις νομιμοποιημένες μαζικές δολοφονίες πολέμου, οι οποίες είναι διακοσμημένες με χρυσή πλεξούδα από το σύστημα».
Η ταινία κυκλοφορεί το 1947. Περίοδο που ξεκινά και ο μακαρθισμός. Η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων, η οποία είχε συσταθεί ήδη από το 1938, ανοίγει στο εσωτερικό των ΗΠΑ ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες κατηγορήθηκαν για τη διείσδυση της κομμουνιστικής προπαγάνδας στη βιομηχανία του θεάματος και βρέθηκαν στη «μαύρη λίστα». Για δύο σχεδόν δεκαετίες εκατοντάδες άνθρωποι ανακρίθηκαν, κατηγορήθηκαν χωρίς αποδείξεις, άλλοι φυλακίστηκαν και άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, χάνοντας τις δουλειές τους.
Η υποδοχή του «Monsieur Verdoux» στην πρεμιέρα ήταν αποκαρδιωτική, όμως ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα στη συνέντευξη Τύπου, με τους δημοσιογράφους να τον ρωτούν σχετικά με τις πολιτικές του συμπάθειες, τον πατριωτισμό, τις φορολογικές του υποθέσεις και την άρνησή του να υιοθετήσει την αμερικανική υπηκοότητα... «Μου φώναξαν: "Είσαι κομμουνιστής; Γιατί δεν είσαι Αμερικανός πολίτης; Εχεις βγάλει τα χρήματά σου σε αυτή τη χώρα, έτσι δεν είναι;" Ηταν μια άγρια σκηνή, αλλά απόλαυσα τον καβγά...».
Η United Artists αναγκάζεται να αποσύρει προσωρινά από την κυκλοφορία το «Monsieur Verdoux», αφού όπου παιζόταν «αγανακτισμένοι πολίτες» οργάνωσαν πικετοφορίες εναντίον της.
Στο στόχαστρο της Επιτροπής μπαίνει και η φιλία του Τσάπλιν με τον Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Αϊσλερ, ο οποίος ήταν και ένας από τους πρώτους που απελάθηκαν από τις ΗΠΑ. «Κανείς δεν θα μου πει ποιον να συμπαθώ και ποιον να μη συμπαθώ. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο», απαντά ο Τσάπλιν. Την ίδια περίοδο γράφει επιστολή στον Πάμπλο Πικάσο, ώστε να διασφαλίσει τη στήριξη Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο από τον μακαρθισμό Χ. Αϊσλερ.
To 1952 θα βγει η τελευταία ταινία που γύρισε ο Τσάπλιν στις ΗΠΑ, «Τα φωτά της Ράμπας» (Limelight). Σε αυτή την ταινία συνθέτει αναμνήσεις, εμπειρίες και σοφία μιας ζωής, σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στις μουσικές αίθουσες του Λονδίνου της νεότητάς του.
Η ταινία άνοιξε πρώτα στην Ευρώπη και ο Τσάπλιν μαζί με την οικογένειά του, αφού πέρασαν μια τελευταία «ανάκριση» από την Υπηρεσία Μετανάστευσης, πήραν την άδεια εξόδου από τις ΗΠΑ ώστε να την προωθήσουν.
Σαλπάροντας με το «Βασίλισσα Ελισάβετ» για την Ευρώπη, πριν ακόμα απομακρυνθεί το πλοίο από το λιμάνι της Ν. Υόρκης, τα αμερικανικά ΜΜΕ μετέδωσαν ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα του επέτρεπε να επιστρέψει μόνο εάν υποβαλλόταν σε έρευνα για τη Μετανάστευση και την Πολιτογράφηση σχετικά με τον ηθικό και πολιτικό του χαρακτήρα. Αρνήθηκε να υποβληθεί στην έρευνα.
Δεν θα επέστρεφε στις ΗΠΑ μέχρι το 1972, όταν η Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε το Οσκαρ Συνολικού Επιτεύγματος. Ακόμα και τότε η βίζα του είχε διάρκεια μόλις δέκα μέρες. Η κόρη του ανέφερε πως ο Τσάπλιν ήταν ενθουσιασμένος. «Είπε: "Με φοβούνται ακόμα"».
Εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Επιμένει να σαρκάζει τον μακαρθισμό. Με την ταινία «Ενας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (A King in New York / 1957), ο Τσάπλιν ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που εκθέτει την παράνοια των ΗΠΑ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το σενάριο της ταινίας είναι χειρουργικό νυστέρι ακριβείας. Η ταινία γυρίζεται με πολλές δυσκολίες και θα προβληθεί στις ΗΠΑ 16 χρόνια αργότερα...
Η τελευταία ταινία του Τσάπλιν, «Η Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ» (A Countess from Hong Kong / 1967) δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής κι ο Τσάπλιν αποσύρεται από τον κινηματογράφο.
Μένουν οι ταινίες του... Οι πανανθρώπινες ταινίες του, γιατί όπως έλεγε: «Ελπίζω η ψυχαγωγία που προσφέρω να έχει κάποια επίδραση στους ανθρώπους. Ελπίζω να δουν την ομορφιά που εγώ ο ίδιος αναζητώ. Προσπαθώ να εκφράσω την ομορφιά που αγκαλιάζει όλα τα αληθινά θεμελιώδη συναισθήματα της ανθρωπότητας...».