Σύντροφοι και συντρόφισσες, κατανοώ την ανάγκη να θιχτούν στον Προσυνεδριακό Διάλογο ζητήματα άμεσης πολιτικής παρέμβασης στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, καθώς και οργανωτικής ετοιμότητας. Ωστόσο, καθώς το γενικό σύνθημα του 22ου Συνεδρίου του Κόμματός μας αναφέρεται σε ένα ΚΚΕ δυνατό και σταθερό σε κάθε δοκιμασία και έτοιμο για το ιστορικό κάλεσμα προς τον σοσιαλισμό, νομίζω ότι οι σκέψεις μου δεν είναι άτοπες.
Καταρχάς θέλω να αναφέρω την ανάγκη το Κόμμα να επεξεργαστεί βαθύτερα την επαναστατική του πολιτική σε συνθήκες όπου η κοινωνικοποίηση των υλικών συνθηκών της παραγωγής λαμβάνει όλο και περισσότερο διεθνικό ή πολυεθνικό χαρακτήρα, ο οποίος εκφράζεται όχι μόνο στην αυξανόμενη συγκεντροποίηση σε πολυεθνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις -ομίλους αλλά και στο βάθεμα των πολυεθνικών καπιταλιστικών πολιτικών και οικονομικών ενώσεων, όπως η ΕΕ στην περιοχή μας. Αυτές οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις εμπλέκονται σε ανταγωνισμούς με αντίστοιχες ενώσεις ή ομόσπονδα ιμπεριαλιστικά κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο, οξύνοντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, όπως σωστά επισημαίνει το Κόμμα. Είναι επίσης σωστό ότι π.χ. στο πλαίσιο της ΕΕ η εθνική βάση συνεχίζει να παίζει τον ρόλο της τόσο σε επίπεδο αστικής τάξης όσο και σε επίπεδο ταξικής πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, με την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε εθνικά πλαίσια. Ωστόσο, τίθεται το θέμα της πιθανής γρήγορης μετατροπής της θεωρίας του αδύναμου κρίκου του ιμπεριαλισμού (αν μιλάμε για την Ελλάδα εντός της ιμπεριαλιστικής ΕΕ) σε εφαλτήριο για πιθανή ταχεία μετάδοση της επανάστασης σε χώρες εντός ΕΕ με παρόμοια χαρακτηριστικά με τη χώρα μας. Με αυτήν την έννοια, οφείλουμε να επεξεργαστούμε σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο τα σύγχρονα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και κυρίως τις επιπτώσεις που έχει το μοίρασμα του κόσμου μεταξύ μερικών μεγάλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων, για τη διαμόρφωση και την πιθανή εξέλιξη των επαναστατικών καταστάσεων σε μεμονωμένες χώρες. Οι λεγόμενοι διαχωρισμοί Βορρά - Νότου και ο καταμερισμός της οικονομικής και πολιτικής δύναμης εντός της ΕΕ μπορεί να αξιοποιούνται από τους οπορτουνιστές για να συσκοτίσουν την καπιταλιστική φύση της ΕΕ, αλλά από μια άλλη, ταξική σκοπιά, οφείλουν να ληφθούν υπόψη στην επαναστατική πολιτική του Κόμματος. Η ιστορική εμπειρία σε αυτό το ζήτημα είναι περιορισμένη και άρα δεν μπορεί να μας δώσει επαρκείς απαντήσεις για το πώς η καπιταλιστική περικύκλωση μπορεί, στις παραπάνω συνθήκες καπιταλιστικών - ιμπεριαλιστικών ενώσεων με εσωτερικές αντιθέσεις - διαφοροποιήσεις, να μετατραπεί σε επαναστατική μετάδοση. Πολιτικά αυτό είναι σημαντικό, γιατί μπορεί να σημαίνει την ανάγκη για καλύτερο και βαθύτερο συντονισμό των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων και κινημάτων σε χώρες εντός της ιμπεριαλιστικής ΕΕ με παρόμοια χαρακτηριστικά με τη δική μας, από την άποψη της θέσης που καταλαμβάνουν στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Επιπλέον, στον βαθμό που το Κόμμα μας θέλει να είναι έτοιμο για παν ενδεχόμενο, συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής κατάστασης, θα πρέπει το επόμενο διάστημα, κατά τη γνώμη μου, να επεκτείνει και να εντείνει τις πολύ επιτυχημένες παρεμβάσεις του όχι μόνο στον χώρο του Πολιτισμού αλλά και στον χώρο της Επιστήμης, και ιδιαίτερα εκείνων των επιστημών που θα αναλάβουν σημαντικό πρακτικό βάρος στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε επαναστατικές συνθήκες. Σε αυτήν την κατεύθυνση, πολύ σωστά το Κόμμα αξιοποιεί την πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ, αν και θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε χώρες που είχαν παρόμοιο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης με τη χώρα μας. Από την άλλη πλευρά, όμως, χρειάζεται επιπλέον να μελετηθεί σε βάθος και πιο συγκεκριμένα το πώς θα μπορούσε πρακτικά να εφαρμοστεί ο κεντρικός σχεδιασμός σήμερα στη χώρα μας, στο φόντο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που ανέφερα προηγουμένως. Αυτό απαιτεί κλαδική ανάλυση και ανάλυση αναγκών εφοδιασμού σε συνθήκες πιθανού ιμπεριαλιστικού αποκλεισμού, ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη η κοινωνικοταξική σύνθεση της χώρας και ιδιαίτερα το έντονο μικροαστικό στοιχείο, που αποτελεί τροχοπέδη εμπορευματικών σχέσεων. Εδώ τίθεται το ζήτημα, από τη σκοπιά του εφοδιασμού, της ισορροπίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ ενός κρατικού τομέα βαριάς βιομηχανίας και παραγωγής μέσων παραγωγής και των τομέων παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών που, συμπεριλαμβανομένης της αγροτικής παραγωγής, αναγκαστικά θα έχουν υψηλή εκπροσώπηση της μικρής ιδιοκτησίας. Αυτά με δεδομένο ότι η μεταβολή της παραγωγικής βάσης της οικονομίας από το καπιταλιστικό πρότυπο μιας μικρής ανοιχτής οικονομίας, στηριγμένης στον τουρισμό και στην εγχώρια κατανάλωση, σε ένα μοντέλο με ισχυρή εγχώρια βαριά βιομηχανία, βιομηχανία μέσων παραγωγής και αγαθών για την ικανοποίηση των αναγκών του λαού, απαιτεί ικανό χρόνο για τις σχετικές ριζικές αναπροσαρμογές και κλαδικό σχεδιασμό που να ανταποκρίνεται στις κοινωνικοταξικές ιδιαιτερότητες της χώρας. Το ζήτημα είναι κρίσιμο και πολιτικά, στον βαθμό που η εργατική τάξη οικοδομεί την κοινωνική συμμαχία με τα φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης και του χωριού στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Το Κόμμα μας μπορεί, σε αυτήν την κατεύθυνση, να αξιοποιήσει την ιστορική εμπειρία, τις σύγχρονες μαρξιστικές αναλύσεις και το δυναμικό μελών, στελεχών και φίλων του Κόμματος με σχετικές τεχνικο-οικονομολογικές γνώσεις και μαρξιστική - κομματική παιδεία, προκειμένου να είναι έτοιμο για το επαναστατικό ενδεχόμενο, με επεξεργασμένες πολιτικές μετάβασης της οικονομίας στις παρούσες συνθήκες.