Στις Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής διατυπώνονται εκτιμήσεις του Κόμματος για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη Ευρώπη. Θεωρώ ότι τα χαρακτηριστικά της πιο σοβαρής στρατιωτικής αναμέτρησης στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναφορικά με τα αίτια και την εξέλιξή της απαιτούν ευρύτερη προσέγγιση.
Ιδιαίτερα αναγκαία κρίνεται η αποσαφήνιση του περίπλοκου χαρακτήρα της σύγκρουσης στο πλαίσιο των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην υπό διαμόρφωση νέα ιμπεριαλιστική τάξη. Εάν δηλαδή πρόκειται για κορύφωση εσω-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών δυο πλευρών ή για αναπόφευκτη κατάληξη του δυτικού επεκτατισμού σε βάρος μιας περιφερειακής δύναμης.
Μετά από μια μακρά περίοδο (1985-2000) εκφυλισμού σε νεο-αποικιοκρατική ζώνη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, η Ρωσία συστηματοποίησε τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της οικονομίας στη βάση καπιταλιστικών σχέσεων με ισχυρή κρατική παρέμβαση. Επιχείρησε να επανεμφανισθεί στη διεθνή σκηνή και να διασώσει την επιρροή της στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Παράλληλα δρομολόγησε την απαγκίστρωση από την αλυσίδα του δυτικού ιμπεριαλισμού με στροφή στον ευρω-ασιατικό χώρο και στον ευρύτερο των χωρών του Νότου.
Η αφύπνιση και στροφή της Ρωσίας θεωρήθηκε απειλή για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία των ΗΠΑ. Οχι τόσο από την πιθανότητα ανάδειξης νέου ανταγωνιστικού πόλου, όσο από την προοπτική προσέγγισης με την Κίνα. Η προμήθεια φθηνής Ενέργειας και η παροχή πυρηνικής προστασίας από τη Ρωσία θα ενίσχυε τη θέση της Κίνας στη διαπάλη για την ιμπεριαλιστική ηγεμονία. Παράλληλα, θα στερούσε από τα πολυεθνικά μονοπώλια Ενέργειας ευκαιρίες εκμετάλλευσης του σημαντικού ενεργειακού πλούτου της Ρωσίας. Η αντίδραση στην «απειλή» ήταν αναμενόμενη.
Μια πιθανή ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση κατά τα πρότυπα άλλων μη υποτακτικών χωρών ήταν αδύνατη για γεωπολιτικούς λόγους, αλλά κύρια λόγω της ισχυρής πυρηνικής ισχύος της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, η οργάνωση «βελούδινης επανάστασης» ή πραξικοπήματος τύπου Μαϊντάν ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία λόγω της λαϊκής στήριξης στην πολιτική ηγεσία. Επιλέχθηκε έτσι η τακτική της περικύκλωσης και της οικονομικής απομόνωσης. Απώτερος στόχος η πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση της Ρωσίας με αλλαγή του καθεστώτος.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικά με ένταξη εχθρικών γειτονικών χωρών αντικειμενικά έθιγε ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας δημιουργώντας κινδύνους για την ασφάλειά της. Πολύ περισσότερο όταν βρίσκονταν στο στόχαστρο των δυτικών ιμπεριαλιστών. Ωστόσο, τα μέσα αντίδρασης, με ασήμαντο οικονομικό βάρος και οριακό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, ήταν περιορισμένα.
Η εισβολή στην Ουκρανία για την ανατροπή του αντιδραστικού ναζιστικού καθεστώτος ήταν αναγκαστική κίνηση άμυνας στις επιθετικές ενέργειες των δυτικών ιμπεριαλιστών και αποτροπής των ΝΑΤΟικών σχεδίων. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί η Ρωσία μέρος εσω-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για οικονομικά ή γεωπολιτικά πλεονεκτήματα. Αλλωστε δεν έχει χαρακτηριστικά ιμπεριαλιστικής δύναμης (χαμηλή συγκέντρωση παραγωγής, αδύναμη χρηματιστική ανάπτυξη, απουσία εξαγωγής κεφαλαίων, εξαγωγές πρώτων υλών, μη συμμετοχή σε πολυεθνικούς σχηματισμούς των μονοπωλίων).
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει αμφισβήτηση της εκτίμησης για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου στην Ευρώπη και από τις δυο πλευρές όσον αφορά τη Ρωσία.
Η μετεξέλιξη της εισβολής στην Ουκρανία σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη διάρκειας στην Ευρώπη, ουσιαστικά ΝΑΤΟ - Ρωσίας μετά τον τορπιλισμό δυο μήνες αργότερα συμβιβαστικής λύσης από τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές εγκυμονεί κίνδυνο στρατηγικής ήττας για την Ρωσία. Ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων εξελίσσεται παραπέρα σε βάρος της με τον επανεξοπλισμό της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης και τις πιέσεις για πιο ενεργητική ή ακόμα και άμεση εμπλοκή.
Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ συνεχίζουν και αυξάνουν ανέξοδα πλέον την προμήθεια του πιο καταστρεπτικού εξοπλισμού. Στο φόντο εναλλασσόμενης ρητορικής διευθέτησης της κρίσης και απειλών κλιμάκωσης διακρίνεται πλέον «η ειρήνη» με την επιβολή της ισχύος.
Το κρίσιμο βέβαια ζήτημα για την παγκόσμια ειρήνη είναι η αντίδραση της Ρωσίας στην προοπτική μιας στρατηγικής ήττας.