Αυτό θα είναι, όπως όλα δείχνουν, το επόμενο αντεργατικό νομοσχέδιο που φέρνει το υπουργείο Εργασίας, το οποίο μάλιστα «μαγειρεύεται» πίσω από τις πλάτες των εργαζομένων, σε διαβουλεύσεις με τους λεγόμενους «κοινωνικούς εταίρους», δηλαδή με τους βιομηχάνους και άλλους εργοδοτικούς φορείς και τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ.
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι με άλλο νόμο μπήκε οριστική ταφόπλακα στη συλλογική διαπραγμάτευση για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, και από το 2027 θα καθορίζεται με βάση τον «αλγόριθμο» της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας. Ετσι το μνημονιακό μέτρο καθορισμού του κατώτατου μισθού από τον εκάστοτε υπουργό, που ψηφίστηκε το 2012 και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πλέον μονιμοποιείται από τη ΝΔ. Στην ουσία αποτελεί ένα ακόμα εργαλείο θωράκισης της εργοδοσίας από τις εργατικές διεκδικήσεις για ουσιαστικές αυξήσεις.
Το επόμενο διάστημα λοιπόν αναμένεται να καταθέσει η κυβέρνηση το λεγόμενο «σχέδιο επαναφοράς των ΣΣΕ», επικαλούμενη την Οδηγία 2022/2041 της ΕΕ. Σύμμαχο έχει μάλιστα όλα τα αστικά κόμματα που παρουσιάζουν ψευδεπίγραφα την Οδηγία ως «μέσο ενίσχυσης της συλλογικής διαπραγμάτευσης».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, καμιά υποχρέωση κατάρτισης ΣΣΕ δεν θεσπίζει η συγκεκριμένη Οδηγία, ούτε για τα κράτη - μέλη ούτε για την εργοδοσία. Το μόνο που κάνει είναι να καλεί τις κυβερνήσεις να επεξεργάζονται «σχέδια δράσης» που να προβλέπουν ότι θα μπορεί κάποια στιγμή, το 80% των εργαζομένων να καλύπτεται από κάποια ΣΣΕ. Μάλιστα, η ίδια η ΕΕ ορίζει ρητά ότι «καμιά διάταξη της Οδηγίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλει υποχρέωση (...) σε κανένα κράτος - μέλος να καταστήσει καθολικά εφαρμόσιμη κάθε Συλλογική Σύμβαση».
Ταυτόχρονα, όλο το νομοθετικό πλαίσιο ΕΕ και κυβερνήσεων δίνει τα εργαλεία, ώστε μαζί με τα παραπάνω ευχολόγια για «επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων», να μετατρέπουν τις Συμβάσεις σε «κενό γράμμα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τις μέχρι τώρα διαρροές η κυβέρνηση εξετάζει το πώς θα ενισχύσει τους κάθε λογής «κόφτες» στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, έτσι που το έδαφός τους να είναι από τα πριν «ναρκοθετημένο» για τους εργαζόμενους.
Η υπονόμευση των ΣΣΕ θα περνάει μέσα από τα απαράδεκτα προαπαιτούμενα που θέτει η εργοδοσία και ετοιμάζεται να νομοθετήσει η κυβέρνηση, ώστε να μειώνεται το «κόστος παραγωγής» και να υπηρετείται η ανταγωνιστικότητα. Εξετάζεται για παράδειγμα το πώς θα στενεύουν τα περιθώρια των διαπραγματεύσεων με βάση τη συνολική οικονομική κατάσταση του κλάδου, αλλά και να λαμβάνονται υπόψη τα «κέρδη και οι ζημιές» για το ύψος των αυξήσεων, κάτι που μεταφράζεται αυτομάτως σε μηχανισμό παγώματος των αποδοχών, ανάλογα με τις εξελίξεις.
Σημειώνεται ότι τέτοιο έδαφος υπάρχει ήδη, αφού π.χ. με τον νόμο 4635/2019, προκειμένου να επεκταθεί μια κλαδική ΣΣΕ, τα σωματεία καλούνται να τεκμηριώσουν ότι αυτή δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Μάλιστα, η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει τη δυνατότητα ακόμα και «ειδικών όρων» μέσα στις Συμβάσεις ή εξαιρέσεων από συγκεκριμένους όρους για επιχειρήσεις που «αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα».
Τα παραπάνω αποκαλύπτουν ότι όσα διαρρέονται π.χ. για πιθανή επέκταση της μετενέργειας των ΣΣΕ, ή για τον εξεταζόμενο περιορισμό του απαιτούμενου ορίου εκπροσώπησης επιχειρήσεων κάτω από το 50% ώστε να κηρύσσονται υποχρεωτικές οι ΣΣΕ, είναι απλά ο «φερετζές» για τη νομιμοποίηση των απαράδεκτων αξιώσεων της εργοδοσίας.
Απάντηση στο νέο αυτό χτύπημα που ετοιμάζει η κυβέρνηση είναι η διεκδίκηση των σωματείων για κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων που ξήλωσαν τις ΣΣΕ, για επαναφορά της συλλογικής διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική ΣΣΕ ως αφετηρία για την αύξηση όλων των μισθών, για επαναφορά των κλεμμένων τριετιών κ.ά.