Τη θέση άλλωστε αυτή την κρατάει η ελληνική οικονομία επειδή, όπως λέει στην αξιολόγησή του ο οίκος, από το 2023 η ελληνική οικονομία παρουσιάζει «εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα», με μέσο όρο 3,4% του ΑΕΠ, επιτυγχάνοντας σταθερά καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις από τις αρχικές προβλέψεις, γδέρνοντας δηλαδή τον λαό με τη φοροληστεία.
Ο Standard & Poor's προβλέπει ότι και το 2025 η κυβέρνηση θα εμφανίσει συνολικό δημοσιονομικό πλεόνασμα, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, κάτι που καθιστά την Ελλάδα «μία από τις λίγες ανεπτυγμένες οικονομίες που μειώνουν το δημόσιο χρέος τους σε απόλυτους όρους για δεύτερη χρονιά».
Παράλληλα, ο οίκος επισημαίνει ότι, αν και «οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας παραμένουν υψηλές», η συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ και η συνέπειά της «στην τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ» - στα μνημόνια διαρκείας δηλαδή - λειτουργούν ως δίχτυ ασφαλείας απέναντι σε ενδεχόμενους κραδασμούς στο ισοζύγιο πληρωμών.
Ωστόσο, πίσω από τη «θετική» εικόνα, ο οίκος προειδοποιεί ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές διαρθρωτικές και εξωτερικές προκλήσεις. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μεγαλύτερες εξωτερικές ευπάθειες σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της», το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών «παραμένει σε υψηλά επίπεδα», παρά τη μικρή αποκλιμάκωση που αποδίδεται στην άνοδο των τουριστικών εσόδων και στη μείωση των τιμών του πετρελαίου.
Ο Standard & Poor's επισημαίνει ότι «η καθαρή εξωτερική θέση της Ελλάδας, στο ύψος των 273 δισ. δολαρίων (214% των εσόδων τρεχουσών συναλλαγών), εξακολουθεί να είναι από τις πιο αδύναμες στην ΕΕ». Η διατήρηση ενός υψηλού ελλείμματος, προειδοποιεί, «υποδηλώνει ότι η χώρα θα συνεχίσει να έχει σημαντικές εξωτερικές χρηματοδοτικές ανάγκες, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη στις διεθνείς συνθήκες χρηματοδότησης».
Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη σημειώνει ότι το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,1% το 2025, ωστόσο ότι «η βιομηχανική παραγωγή έχει ουσιαστικά στασιμότητα φέτος, αντικατοπτρίζοντας την αδύναμη ζήτηση από βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, όπως η Γερμανία και η Γαλλία».
Αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης σημειώνει ότι αυτό τελειώνει του χρόνου, εκτιμώντας ωστόσο ότι «μια απότομη κατάρρευση των επενδύσεων μετά τη λήξη του προγράμματος δεν φαίνεται πιθανή», καθώς οι προθεσμίες εκτέλεσης των έργων εκτείνονται έως το 2028. Παράλληλα, «το νέο πολυετές προϋπολογιστικό πλαίσιο της ΕΕ (2028-2034) αναμένεται να προσφέρει σημαντική στήριξη στις μελλοντικές επενδυτικές ανάγκες της χώρας».
Φυσικά, ο οίκος δίνει και σήμα επιτάχυνσης του αντιλαϊκού έργου, λέγοντας πως οι «διαρθρωτικές αδυναμίες» εξακολουθούν να επιβαρύνουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ο Standard & Poor's υπενθυμίζει ότι «οι μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη έχουν έως τώρα περιορισμένη αποτελεσματικότητα», ενώ «η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και η διατήρηση της αντίληψης περί υψηλής διαφθοράς εξακολουθούν να αποτελούν εμπόδιο».
Τέλος, ο οίκος εστιάζει και στο δημογραφικό πρόβλημα, σημειώνοντας πως «η Ελλάδα είναι πλέον η τέταρτη πιο γηρασμένη χώρα της ΕΕ, με τον πληθυσμό να έχει μειωθεί πάνω από 6% από το 2011». Αυτή η εξέλιξη, όπως προειδοποιεί, «θα συνεχίσει να ασκεί πίεση στις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας», δίνοντας επί της ουσίας και σήμα για νέες ανατροπές σε Ασφαλιστικό και Εργασιακά.