Σάββατο 6 Σεπτέμβρη 2025 - Κυριακή 7 Σεπτέμβρη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 38
ΙΣΤΟΡΙΑ
70 χρόνια από το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης («Σεπτεμβριανά»)
Αναζητώντας τις ρίζες του ζητήματος (αρχές του 20ού αιώνα)

Συγκέντρωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών
Συγκέντρωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών
Τα βίαια γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη στις 6 - 7 Σεπτεμβρίου 1955 (και καταγράφηκαν στην ιστορική μνήμη ως «Σεπτεμβριανά») δεν ήταν ούτε «κεραυνός εν αιθρία», ούτε κάποιο μεμονωμένο συμβάν. Απεναντίας, είχαν τις ρίζες τους πολύ βαθύτερα στον χρόνο.

Πράγματι, για να κατανοήσει κανείς επί της ουσίας το πώς και γιατί φτάσαμε στα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1955 θα πρέπει να ανατρέξει: α) Στις γενικότερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, β) στις ιδιαίτερες επιδιώξεις των αστικών τάξεων Τουρκίας και Ελλάδας (της μεν πρώτης για κυριαρχία εντός ενός αστικού έθνους - κράτους επί των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της δε δεύτερης για εδαφική επέκταση), γ) στις ειδικότερες στρατηγικές της αστικής πολιτικοθρησκευτικής ηγεσίας της ελληνορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης και δ) στον τρόπο με τον οποίο διαπλέχθηκαν όλα τα παραπάνω κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα - ιδιαίτερα την περίοδο της πρώτης γενικευμένης καπιταλιστικής πολεμικής σύγκρουσης για τη νομή του κόσμου (του Α' Παγκοσμίου Πολέμου).

Στις αρχές του 20ού αιώνα οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν τη δεύτερη πολυπληθέστερη εθνικοθρησκευτική κοινότητα της πολυεθνοτικής και πολυθρησκευτικής αυτής πόλης, μετά τους μουσουλμάνους Τούρκους (αριθμώντας 205.375 μέλη σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1914, ή 364.459 σύμφωνα με την ελληνική απογραφή του 1918 / 1919 - ποσοστό 22,57% ή 31,05% αντίστοιχα). Στην ηγεσία αυτής της κοινότητας βρίσκονταν το Πατριαρχείο και μια ισχυρότατη αστική τάξη, που ήλεγχε ένα ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι της εμπορικής και τραπεζικής δραστηριότητας της οθωμανικής πρωτεύουσας (και κατ' επέκταση της ίδιας της αυτοκρατορίας). Λόγω των στενών δεσμών της με την οθωμανική εξουσία και της προνομιούχου θέσης της στη σχετικά μεγάλη οθωμανική αγορά, η κυρίαρχη τάση - στρατηγική κατεύθυνση στις γραμμές της ελληνορθόδοξης άρχουσας τάξης ήταν υπέρ της διατήρησης της αυτοκρατορίας. Ακόμα και στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελληνικοί πληθυσμοί άρχισαν να υφίστανται διώξεις και εκτοπίσεις, το Πατριαρχείο, οι Ελληνες αστοί βουλευτές κ.λπ. παρέμειναν «σιωπηλοί» και «νομιμόφρονες», κρατώντας «πολιτική στάση συμμόρφωσης προς τις αρχές» και «καλές σχέσεις με το ενωτικό καθεστώς (σ.σ. των Νεότουρκων)».1

Λεηλασίες και καταστροφές στα «Σεπτεμβριανά»
Λεηλασίες και καταστροφές στα «Σεπτεμβριανά»
Ωστόσο, η περίοδος της αναζήτησης συμμαχιών από την πλευρά της τουρκικής αστικής τάξης με τις αστικές τάξεις των μειονοτήτων είχε παρέλθει. Η συμμαχία αυτή επιδιώχθηκε κατά την πρώτη φάση της ανόδου της (με την εκδήλωση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908), αφού και η ίδια η τουρκική αστική τάξη ήταν ακόμα αδύναμη και οι δυνάμεις του παλιού σουλτανικού καθεστώτος δεν είχαν ηττηθεί πλήρως. Αυτό, βεβαίως, δεν σήμαινε πως η τουρκική αστική τάξη δεν διεκδικούσε για τον εαυτό της την οικονομική και πολιτική πρωτοκαθεδρία σε έναν γεωγραφικό - κρατικό χώρο που θεωρούσε δικό της. Εκτιμούσε ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει με ένα πιο ήπιο μείγμα καταναγκασμών και ενσωματώσεων (που περιλάμβανε τη σταδιακή συγχώνευση του πολυεθνικού μωσαϊκού της αυτοκρατορίας σε ένα καπιταλιστικό «οθωμανικό έθνος» - κράτος, πιστού σε μία «οθωμανική πατρίδα»).

Ολα αυτά αποδείχθηκαν πολύ γρήγορα μη πραγματοποιήσιμα σε μια εποχή όπου οι αλληλοεφαπτόμενοι και αλληλοσυγκρουόμενοι βαλκανικοί αστικοί εθνικισμοί παρήγαν δύο απανωτούς πολέμους (1912 - 1913), καταδεικνύοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τους σκληρότατους όρους διαμόρφωσης των αστικών κρατών, αλλά και την εργαλειοποίηση των μειονοτήτων προς αιτιολόγηση και επίτευξη των σκοπών τους.


Η εργαλειοποίηση των μειονοτήτων σε μια περιοχή που αποτελούσε πραγματικό μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών τις εξέθεσε στο στόχαστρο των ανταγωνιστριών εθνικών αστικών τάξεων, που επεδίωκαν διαρκώς την επέκταση του κυρίαρχου χώρου τους η μία σε βάρος της άλλης (και εν τέλει σε βάρος όλων των λαών ανεξαιρέτως). Οσο οι μειονοτικοί πληθυσμοί αξιολογούνταν από το εκάστοτε «ομογενές» κέντρο ως παράγοντας πολύμορφης παρέμβασης ή ακόμα και επίκλησης «ιστορικών δικαιωμάτων» σε βάρος τρίτων, άλλο τόσο αξιολογούνταν από το εκάστοτε αλλογενές κέντρο ως μια εν δυνάμει «πέμπτη φάλαγγα» που όφειλε να εξαλειφθεί.

Ακολούθως, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και ιδιαίτερα στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι αλλοεθνείς αστικές τάξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία - και κατ' επέκταση οι μειονοτικοί πληθυσμοί στους οποίους εδράζονταν - βρέθηκαν στο στόχαστρο ποικίλων διώξεων και καταπιέσεων. Αν μη τι άλλο, ο πόλεμος διευκόλυνε και επιτάχυνε τις επιδιώξεις της τουρκικής αστικής τάξης, που πλέον «καλύπτονταν» πίσω από την εμπόλεμη κατάσταση. Οι διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης επί της Μικράς Ασίας (δημόσια διατυπωμένες το 1915) και η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό του αντίπαλου προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία ιμπεριαλιστικού συνασπισμού της Αντάντ (επισήμως από το 1917) επιβάρυναν την ήδη δυσμενή θέση των ελληνικών πληθυσμών.

Οι μειονότητες στη μέγγενη των αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών

Μετά την Ανακωχή του Μούδρου (1918), που σηματοδότησε και την - επίσημη τουλάχιστον - έναρξη των παζαριών για τον διαμελισμό της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των νικητών του πολέμου, η κατάσταση άλλαξε άρδην αναφορικά με τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνορθόδοξης αστικής ηγεσίας της Κωνσταντινούπολης. Πράγματι, «συνειδητοποιώντας ότι η αυτοκρατορία διαλυόταν (...) παρουσιάστηκαν αποφασισμένοι να αποκόψουν τους δεσμούς της κοινότητας με το οθωμανικό κράτος και να εκφράσουν ανοιχτά την ευθυγράμμισή τους με την Ελλάδα του Βενιζέλου». Στις 16 Μαρτίου 1919, μάλιστα, εκδόθηκε ψήφισμα που ζητούσε την ένωση με την Ελλάδα, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της Υψηλής Πύλης. «Η διακοπή των σχέσεων με την Πύλη και η σταδιακή συγκρότηση ενός "κράτους εν κράτει" εξυπηρετούσαν τους στόχους Βενιζέλου αναφορικά με το μέλλον της Κωνσταντινούπολης». Ωστόσο, όταν ο τελευταίος ήρθε αντιμέτωπος με την πρόταση των Συμμάχων (και συγκεκριμένα των Βρετανών) για προσάρτηση της Κωνσταντινούπολης, με ταυτόχρονη παραίτηση από κάθε αξίωση αναφορικά με τη Σμύρνη, αρνήθηκε.2 Η εξαιρετικά πλούσια Μικρά Ασία, άλλωστε, βρισκόταν ήδη από το 1915 στο επίκεντρο της στρατηγικής επέκτασης της ελληνικής αστικής τάξης.

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνορθόδοξη αστική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης συνέχισε να διευρύνει το ρήγμα με το τουρκικό στοιχείο, απέχοντας από τις εκλογές για το οθωμανικό κοινοβούλιο του 1919 και με άλλες παρόμοιες κινήσεις.3

Αυτό όμως που «σφράγισε» το μέλλον των ελληνικών πληθυσμών στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν άλλο από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η ανάληψη του έργου επιβολής των συμμαχικών ιμπεριαλιστικών όρων διαμελισμού της αυτοκρατορίας από τον ελληνικό στρατό (με τα ανάλογα ανταλλάγματα για την ελληνική αστική τάξη) είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τον άμαχο πληθυσμό, που έμεινε εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα (εν πλήρη γνώσει της αστικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας και των Συμμάχων).4

Μέσα στη γενίκευση της σύγκρουσης των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, οι αντίστοιχοι πληθυσμοί αξιολογούνταν συνεχώς ως εργαλείο ή εμπόδιο προς την επίτευξη των στόχων τους, με αποτέλεσμα την όξυνση των εθνικών εκκαθαρίσεων, των εκτοπίσεων και των σφαγών.

Ολα τα παραπάνω κατέστησαν αδύνατη την παραμονή των ελληνικών πληθυσμών στο νέο τουρκικό κράτος μετά τον πόλεμο (και τη συγκεκριμένη έκβασή του υπέρ των τουρκικών δυνάμεων). Βεβαίως, σε συνθήκες συγκρότησης ενός αστικού έθνους - κράτους, οι αφομοιωτικές πιέσεις απέναντι στις μειονότητες ήταν δεδομένες. Ο πόλεμος όξυνε τη βιαιότητά τους.

Οι κινήσεις της ελληνορθόδοξης αστικής ηγεσίας της Κωνσταντινούπολης το 1921 - 1922 για την αυτονόμηση της περιοχής δεν είχαν αντίκρισμα. Καταρχάς, οι ίδιοι οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης δεν έδειχναν να συνερίζονται τους σχεδιασμούς της, αρνούμενοι όλο και περισσότερο να καταβάλλουν την «Πατριωτική Εισφορά» που τους είχαν επιβάλει και βεβαίως να στρατευτούν σε αυτήν την υπόθεση (πράγματι, «οι ντόπιοι Ρωμιοί δεν είχαν δείξει προθυμία να καταταγούν εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και να πολεμήσουν στο μέτωπο, φτάνοντας στην καλύτερη περίπτωση τους 300 με 400 εθελοντές». Μέχρι τον Μάρτη του 1922 «μόλις 2.850 εθελοντές είχαν περάσει από το στρατολογικό γραφείο της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής»).5

Ούτε όμως και οι σύμμαχοι της ελληνικής αστικής τάξης την εμπιστεύονταν πλέον για τη φύλαξη των Στενών, με βάση τα νέα δεδομένα (την αδυναμία του ελληνικού στρατού στο μέτωπο, την προσέγγισή τους με την τουρκική αστική εθνικιστική κυβέρνηση του Μ. Κεμάλ και τη νικηφόρα έκβαση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία). Οπως ανέφερε ο Ρ. Γκράχαμ στο βρετανικό υπουργείο Πολέμου, καθώς πλέον οι Ελληνες αποδείχθηκαν «άχρηστοι ως φύλακες των Στενών», η εναλλακτική δεν ήταν άλλη από «τους Τούρκους, τους οποίους μπορούμε να εμπιστευτούμε να διεκπεραιώσουν πιστά (αυτήν) την αποστολή...».6

Η ιμπεριαλιστική ειρήνη της Λοζάνης

Ολα τα παραπάνω προσμετρήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις στη Λοζάνη (20/11/1922 - 24/7/1923), με το κύριο επίμαχο για τους Βρετανούς και τους Γάλλους να είναι η διατήρηση των πολεμικών κερδών που είχαν αποσπάσει με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) πάση - άλλη - θυσία. Η θυσία αυτή περιλάμβανε τα εδαφικά κέρδη της συμμάχου τους (και ηττημένης στο πεδίο της μάχης) ελληνικής αστικής τάξης και, βεβαίως, τις μειονότητες (Ελληνες, Αρμένιους και Κούρδους).

Πράγματι, καθώς τα παζάρια στη Λοζάνη έδιναν και έπαιρναν επ' αόριστον, οι λαοί της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής δεινοπαθούσαν.

«Οι τελευταίες πληροφορίες», ανέφερε ο Αμερικανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μπρίστολ προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, «με έχουν πείσει πως η Εθνικιστική Κυβέρνηση θέλει να ξεφορτωθεί το σύνολο του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Ανατολίας και της Κωνσταντινούπολης. (...) Οι Τούρκοι πιστεύουν πως η παρουσία αυτών των ανθρώπων έχει εξυπηρετήσει πολλές φορές στο παρελθόν ως αφορμή για την πολιτική παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων, και περαιτέρω παρεμβάσεις αυτού του είδους είναι πλέον ασύμβατες προς τα προσφάτως αφυπνισθέντα εθνικιστικά ιδεώδη στην Τουρκία».7

Ο Ελληνας αξιωματικός Κ. Μαυρίδης (σύνδεσμος με τις βρετανικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη) υπήρξε κατηγορηματικός ως προς τις ευθύνες που βάρυναν την αστική πολιτική ηγεσία της μειονότητας γι' αυτήν την κατάσταση, κατηγορώντας τους ότι «είχαν αποξενώσει τον ελληνικό πληθυσμό από τους Τούρκους και κατόπιν είχαν διαφύγει στην Ελλάδα, αφήνοντας την κοινότητα ακέφαλη και ανυπεράσπιστη».8

Ολα τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη γνώριζαν την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι μη τουρκικοί άμαχοι πληθυσμοί στην Τουρκία. Ωστόσο κανένα δεν ήταν διατεθειμένο να προβεί σε οτιδήποτε πέραν μιας τυπικής - διπλωματικού τύπου - (κενής) «διαμαρτυρίας», που δεν θα υπονόμευε τη διαπραγματευτική του θέση έναντι άλλων ανταλλαγμάτων.

Ο Αμερικανός αιδεσιμότατος Σ. Ραλφ Χάρλοου, που έζησε από πρώτο χέρι τις ωμότητες εναντίον αμάχων στη Μικρά Ασία, έγραφε τον Ιούλη του 1923: «Η Λοζάνη ήταν ό,τι ακριβώς δεν πρέπει να είναι μια διεθνής διάσκεψη. Ηταν η θυσία κάθε ανθρώπινου και ανθρωπιστικού συμφέροντος στη σκοπιμότητα».9

Μεταξύ των Πράξεων που υπογράφτηκαν κατά το Συνέδριο της Λοζάνης ήταν και η απάνθρωπη Ανταλλαγή - προσφυγοποίηση - των Πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας, με εξαίρεση «τους Ελληνες κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως» και τους «μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης».10

Οπως αποδείχθηκε από την Ιστορία, η εξαίρεση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από την Ανταλλαγή των Πληθυσμών δεν διασφάλισε την παρουσία τους εκεί. Η επίμονη άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να δεχθεί πίσω τους Κωνσταντινουπολίτες που είχαν γίνει πρόσφυγες (έως το 1922 - 1923), οι διαρκείς, πολλαπλές και πολύμορφες πιέσεις προς τη μειονότητα (πολύ συχνά σε ευθεία και ωμή παραβίαση των όρων της Συνθήκης της Λοζάνης) αλλά και η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της μειονότητας (καθώς η προσέγγιση των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έθετε άλλες προτεραιότητες) οδήγησαν στην περαιτέρω συρρίκνωσή της. Σύμφωνα με την απογραφή του 1927, η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε μόλις 100.214 άτομα (ποσοστό 12,6%).11

Το Κυπριακό

Τη δεκαετία του 1950 οι ελληνικοί πληθυσμοί της Κωνσταντινούπολης βρέθηκαν για μία ακόμα φορά εκτεθειμένοι στη μέγγενη των αντιτιθέμενων καπιταλιστικών συμφερόντων, επιδιώξεων και σχεδιασμών.

Αφορμή για τη νέα όξυνση της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης και του κράτους της έναντι της μειονότητας αποτέλεσαν οι εξελίξεις στο Κυπριακό. Το Κυπριακό υπήρξε, βεβαίως, ένα κουβάρι πολλών - και διαπλεκόμενων μεταξύ τους - αντιθέσεων, με μεγάλο ιστορικό βάθος, όπου κεντρική θέση κατείχε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας για αναβάθμιση του ρόλου τους στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε συνάρτηση με τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή. Η πολυεθνική σύνθεση της Κύπρου «προσέφερε» τόσο το πάτημα για την αιτιολόγηση όσο και το πεδίο για την υλοποίηση των αντιτιθέμενων αυτών επιδιώξεων, με την ταυτόχρονη καλλιέργεια του εθνικισμού εκατέρωθεν.

Στην όξυνση του εθνικιστικού μίσους ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και στους Τουρκοκυπρίους συνέβαλε ποικιλοτρόπως και η Μ. Βρετανία (υπό την κυριαρχία της οποίας ήταν τότε η Κύπρος), σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει τις θέσεις της σε μια περιοχή ιδιαίτερα κρίσιμη για τα οικονομικά και γεωστρατηγικά της συμφέροντα (ειδικά μετά την άνοδο του Γκ. Νάσερ στην εξουσία στην Αίγυπτο και τις γενικότερες εξελίξεις στη Μ. Ανατολή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο). Σε μια εποχή που σημαδευόταν από το τέλος της αποικιοκρατίας σε πολλές περιοχές του πλανήτη, η βρετανική πολιτική όφειλε να προσαρμοστεί ανάλογα προκειμένου να διατηρήσει στην Κύπρο τα στρατιωτικά στηρίγματα της κυριαρχίας της.

Στο πλαίσιο αυτό, στις 29 Αυγούστου 1955 η βρετανική κυβέρνηση συγκάλεσε στο Λονδίνο Τριμερή Διάσκεψη για το Κυπριακό, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Μ. Βρετανίας. Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει μέρος παρά την αντίρρηση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Η Τριμερής Διάσκεψη άνοιξε και επίσημα τον δρόμο για τις τουρκικές διεκδικήσεις στη Κύπρο.12

Η ιστορικός Ντ. Γκιουβέν σημειώνει τη βρετανική συμβολή στα «Σεπτεμβριανά», αναφέροντας πως ήδη «από το 1950» οι Βρετανοί προσπαθούσαν να μετατρέψουν την «κυπριακή κρίση» σε μια «ελληνοτουρκική σύγκρουση». «Στα βρετανικά αρχεία», τόνισε, «υπάρχουν έγγραφα στα οποία τίθεται το ερώτημα πόσο ωφέλιμο θα ήταν για την Αγγλία αν υπήρχε στην Πόλη κάποιος ξεσηκωμός εναντίον των Ρωμιών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι έναν χρόνο πριν τα γεγονότα Αγγλος διπλωμάτης που υπηρετούσε στην Αθήνα σε τηλεγράφημά του ενημέρωνε το Λονδίνο ότι "αρκεί ένα χτύπημα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη για να προκληθεί μείζονα κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών"... Με λίγα λόγια, στη διοργάνωση των γεγονότων υπήρξε αγγλική προτροπή». Βεβαίως, όλα τα παραπάνω διαπλέκονταν σαφώς με τις χρόνιες επιδιώξεις του τουρκικού αστικού κράτους αναφορικά με τις μειονότητες.13

Στο φόντο των παραπάνω, και με την Τριμερή Διάσκεψη να βρίσκεται σε εξέλιξη, το βράδυ της 5ης προς 6ης Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε προβοκατόρικη βομβιστική επίθεση κατά του τουρκικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη (που υπήρξε και οικία του Μ. Κεμάλ Ατατούρκ). Η βομβιστική αυτή ενέργεια - που, όπως αποδείχθηκε αργότερα, πραγματοποιήθηκε από δύο Τούρκους, τον O. Engin και τον H. Ucar - έδωσε την αφορμή για το ξετύλιγμα όλων των σχεδιασμών και επιδιώξεων που προαναφέρθηκαν.

Τα «Σεπτεμβριανά»

Πράγματι, την επόμενη μέρα ο τουρκικός αστικός Τύπος γέμισε με εμπρηστικά - όσο και ψευδή - «έκτακτα» ρεπορτάζ που εμφάνιζαν την οικία του Μ. Κεμάλ να έχει καταστραφεί από Ελληνες διαδηλωτές, ενώ εθνικιστικά σχήματα όπως η οργάνωση «Η Κύπρος είναι τουρκική» (που πρωτοστάτησε στα γεγονότα) κ.ά. κινητοποιήθηκαν καλώντας σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.

Η μαζικότερη συγκέντρωση έγινε στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, από όπου πολύ σύντομα εξαπολύθηκε ένα βίαιο πογκρόμ κατά των ελληνικών πληθυσμών της Πόλης (επιθέσεις μικρότερης κλίμακας έγιναν επίσης στη Σμύρνη και αλλού).

Οπως καταδεικνύεται από διάφορες καταθέσεις (όπως του νομάρχη Κωνσταντινούπολης) που περιλαμβάνονται στο αρχείο του στρατοδίκη Φ. Τσοκέρ (ο οποίος κατόπιν ανέλαβε την εκδίκαση της υπόθεσης), τα γεγονότα ήταν οργανωμένα, προμελετημένα και κατευθυνόμενα, με συγκεκριμένους στόχους και σκοπούς.

«Οι επιθέσεις και καταστροφές στις κινητές και ακίνητες περιουσίες», διαβάζουμε σχετικά, «έγιναν με τόσο σχεδιασμένο τρόπο, που δίνουν την εντύπωση ότι τα καταστήματα είχαν οριστεί εκ των προτέρων (...) Πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις με τον ίδιο τρόπο στις εκκλησίες διαφόρων συνοικιών, σε ρωμαίικα νεκροταφεία, σχολεία, νοσοκομεία, προκλήθηκαν φωτιές και καταστροφές (...) Κάποια άτομα (...) φώναζαν "αυτό το κατάστημα είναι ελληνικό, εκείνο είναι τουρκικό, μην κάνετε λάθος", δηλαδή έδειχναν τι πρέπει να καταστραφεί και τι όχι (...) Αυτό είναι ένδειξη ότι κάποια άτομα είχαν συγκεκριμένα καθήκοντα καθοδήγησης του πλήθους (...).

Τα όργανα ασφαλείας, παρότι έλαβαν εντολές να εμποδίσουν οποιοδήποτε επεισόδιο, αναφέρουν ότι δεν τους δόθηκε εντολή (...) Ακόμη περισσότερο, ορισμένοι αστυνομικοί έπαιξαν ρόλο υποστηρικτή, υπαγορεύοντας στο πλήθος τι να κάνει και τι να μην κάνει. Σχεδόν βοηθούσαν το πλήθος (...).

Συμπεραίνουμε ότι το θέαμα της νύχτας των γεγονότων προκαλούσε υπόνοιες πως τα γεγονότα ήταν ηθελημένα, επιπλέον ότι η κυβέρνηση ήταν πληροφορημένη για τις εξελίξεις, επίσης ότι ήταν προπαγανδιστικά και τέλος ότι παρότρυναν την αγανάκτηση του κόσμου. Εξάλλου, το γεγονός επιβεβαιώνεται από τις μαρτυρίες».14

Αυτό δεν εμπόδισε την τουρκική αστική τάξη να υποδείξει «κομμουνιστικό δάκτυλο» πίσω από τα γεγονότα, κατηγορώντας τους Κυπρίους και τους Τούρκους κομμουνιστές (μεταξύ αυτών και τον «προδότη της πατρίδας» Ν. Χικμέτ), καθώς και γενικότερα το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (την Κομινφόρμ), ότι επεδίωκαν να δημιουργήσουν «ρήγμα στη φιλία και τη στρατιωτική συμμαχία των δύο κυβερνήσεων», Ελλάδας και Τουρκίας!15

Τόσο τα συνθήματα των επιτιθέμενων (που συνδύαζαν το «Η Κύπρος είναι τουρκική» με το «Εμείς πεινάμε ενώ εσείς τριγυρίζετε με αυτοκίνητα αξίας χιλιάδων λιρών») όσο - κυρίως - οι στόχοι των επιθέσεων σκιαγραφούσαν και το πραγματικό υπόβαθρο, τη βασική κατευθυντήρια γραμμή των γεγονότων, που ήταν η περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής ισχύος - αλλά και της φυσικής παρουσίας - του εναπομείναντος μη τουρκικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης. Το 80% των καταστροφών αφορούσε εμπορικά καταστήματα, επιχειρήσεις, εργοστάσια κ.ο.κ., ενώ οι ζημιές δεν περιορίστηκαν μόνο σε στόχους ελληνικών συμφερόντων, αλλά και αρμενικών (σε ποσοστό περίπου 20%), καθώς επίσης εβραϊκών (12%).16

Οι επιθέσεις της 6ης και της 7ης Σεπτέμβρη 1955 άφησαν πίσω τους δεκάδες θύματα (νεκρούς και τραυματίες), ενώ επιτάχυναν την αντίστροφη μέτρηση για την παρουσία των ελληνικών πληθυσμών στην Κωνσταντινούπολη.

Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν υποτονική, αφού δεν είχε σκοπό να διαταράξει τις σχέσεις με την Τουρκία και κατ' επέκταση τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Απεναντίας, η «Αυγή» (όργανο της ΕΔΑ) στο κύριο άρθρο της στις 8/9/1955 (διά χειρός πιθανότατα του διευθυντή της εφημερίδας Βασίλη Εφραιμίδη) έγραφε: «Φλόγες πάλι στη Σμύρνη! Φλόγες και στην Κωνσταντινούπολη! Οι Τούρκοι σοβινισταί, με το ΝΑΤΟΣΗΜΟ σφραγισμένο κατακούτελά τους, τσαλαπατώντας την "εγκάρδιον ελληνο-τουρκικήν φιλίαν", καίνε, κλέβουν, δέρνουν, ατιμάζουν! (...) Είναι υπεύθυνοι, αναγκαίοι συνεργοί η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, γιατί δεν έσπευσαν και δεν σπεύδουν ακόμη να αποκαθηλώσουν τη χώρα από την προκρούστεια κλίνη της ψυχροπολεμικής πολιτικής που επιβάλλουν το ΝΑΤΟ και τα παραρτήματά του (...) Η προσκόλληση ως την υποταγή στο σύστημα των μονόπλευρων συμμαχιών, που φορτώνουν τη χώρα με βάρη, δεσμεύσεις και θυσίες χωρίς κανένα δικαίωμα, όπλισε τους Αγγλους αποικιστάς με τη θρασύτητα και το χέρι των Τούρκων σοβινιστών με τον δαυλό που άναψε τις φλόγες στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη».

Παραπομπές:

1. Δημήτρης Καμούζης, «Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη», εκδ. «Εστία», 2024, σελ. 39 - 43 και 56 - 57.

2. Δημήτρης Καμούζης, ό.π., σελ. 71, 76, 81 - 83 και 86.

3. Δημήτρης Καμούζης, ό.π., σελ. 90.

4. Βλ. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επ.), «1922. Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2022, σελ. 54 - 56.

5. Δημήτρης Καμούζης, ό.π., σελ. 135, 145.

6. Graham to the War Office, 10/9/1922 και 12/9/1922, WO106/1505 (Βρετανικά Αρχεία του Κράτους - PRO).

7. Αναστάσης Γκίκας, «100 χρόνια από την ιμπεριαλιστική ειρήνη της Λοζάνης», στην ΚΟΜΕΠ τ. 3 2023, σελ. 70.

8. Δημήτρης Καμούζης, ό.π., σελ. 181.

9. Αναστάσης Γκίκας, ό.π., σελ. 72.

10. «Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη», στο Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 238, τόμ. Α', 25/8/1923, σελ. 58.

11. Δημήτρης Καμούζης, ό.π., σελ. 252 - 253.

12. Για το Κυπριακό βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμοι Γ1 (1949 - 1967) και Γ2 (1967 - 1974), εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

13. «Καθημερινή» 11/9/2005.

14. Αρχείο Fahri Coker, «Κωνσταντινούπολη. Τα γεγονότα της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου 1955», εκδ. «Νίκας», 2024, σελ. 253 - 255.

15. Αρχείο Fahri Coker, ό.π., σελ. 409 και 413.

16. Αρχείο Fahri Coker, ό.π., σελ. 188 - 191, και «Καθημερινή» 11/9/2005.


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
* Ο Αν. Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ