Ο 1ος όρμος σε φωτογραφία του 1952, μετά τη διαμόρφωση των χώρων για τις σκηνές των κρατουμένων και τα καταλύματα της φρουράς. Συνήθως εδώ γινόταν και το «ξεφόρτωμα» των κρατουμένων που μεταφέρονταν με αρματαγωγά |
Οσοι και όσες επιθυμούν να συμμετάσχουν, θα πρέπει να το δηλώσουν έγκαιρα στις αντίστοιχες Κομματικές Οργανώσεις και θα κρατηθεί σειρά προτεραιότητας. Επίσης, από τις Κομματικές Οργανώσεις θα γίνεται η ενημέρωση για όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού.
Η απόφαση για την ίδρυση των «Εγκληματικών Φυλακών Γυάρου» πάρθηκε στις αρχές 1947 από την κοινοβουλευτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Δημήτριο Μάξιμο, η κυβέρνηση εκείνη ονομαζόταν και επτακέφαλος, καθώς συμμετείχαν επτά αστικά κόμματα. Η απόφαση πάρθηκε παρότι ήταν γνωστό ότι στο νησί επικρατούν αντίξοες συνθήκες, η πρόσβαση είναι εξαιρετικά δύσκολη και το ακατοίκητο νησί είναι απομονωμένο από τον έξω κόσμο. Τελικά η απόφαση για τη χρήση της Γυάρου ως φυλακή για κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους πάρθηκε ακριβώς για αυτόν τον λόγο της απομόνωσης και του σκληρού βασανισμού των αγωνιστών. Επιλέχθηκε ενώ ήταν γνωστό ότι και η μεταξική δικτατορία είχε απορρίψει τη χρήση της Γυάρου ως τόπου εξορίας - φυλακής και παρά το γεγονός ότι ήταν οικονομικά ασύμφορο, καθώς ήταν άνυδρη, χρειάζονταν συνεχείς μεταφορές με πλοίο που έδενε με δυσκολία.
Ο 2ος όρμος όπως είναι σήμερα. Τότε γέμισε ασφυκτικά από φυλακισμένους αγωνιστές |
Η περιγραφή που ακολουθεί είναι δημοσιευμένη στην έκδοση «Γιούρα Ματωμένη Βίβλος» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», που αποτελεί ανατύπωση της ομώνυμης έκδοσης που έγραψαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι, συγκεντρώνοντας χιλιάδες μικρά σημειώματα από τους βασανισμούς τους. Τα σημειώματα τότε στάλθηκαν παράνομα στο εξωτερικό και τυπώθηκαν σε βιβλίο από το εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα».
«Στις 11.7.47 έφτασε στη Γιούρα μ' αρματαγωγό η πρώτη αποστολή πολιτικών κρατούμενων. Την αποτελούσαν 551 κρατούμενοι απ' τις φυλακές Καλαμάτας, με ανάλογο προσωπικό απ' τις ίδιες φυλακές και με διευθυντή τον Βιτζιλόγιαννη.
Η "υποδοχή" τους είχε ετοιμαστεί από τον τότε Διοικητή του Τάγματος Σκαπανέων, αντισυνταγματάρχη Κωνσταντόπουλο. Αποβιβάστηκαν στον Α' Ορμο, ώρα 5 πρωινή. Μόλις άνοιξε η πόρτα του αρματαγωγού και βγήκαν όλοι οι κρατούμενοι έξω, φορτωμένοι με τα πράγματά τους, παρατάχτηκε η δύναμη της χωροφυλακής που τους συνόδευε με "εφ' όπλου λόγχη" και με αυτόματα απ' τις δυο πλευρές και ο αντισυνταγματάρχης διέταξε ησυχία. Αρχισε να τους μιλάει "Συνέλθετε! Βρισκόσαστε στη Γιούρα! Θα τα ξεχάσετε όλα όσα ξέρατε. Πας άφρων θα παταχθεί αμειλίκτως, πληρώνοντας το παράπτωμά του ακόμα και με τη ζωή του. Εχω δώσει διαταγήν εις τη φρουράν για καθετί που θ' αντιληφθεί, ν' ανοίξει πυρ άνευ νεωτέρας μου διαταγής"! Στο μεταξύ έφτασε και Αστυνομία μονάδας και όλοι μαζί, χωροφύλακες και αλφαμίτες, ρίχτηκαν στους κρατούμενους με ρόπαλα, σπρωξιές και κλωτσιές. Με τον ίδιο τρόπο, βρίζοντάς τους χυδαία, τους οδήγησαν στον Β' Ορμο. Ο Β' Ορμος ήταν τότε μια χαράδρα γεμάτη βράχια μ' όλα τα χαραχτηριστικά του αγριότοπου με μια γλώσσα μόνο κοντά στη θάλασσα, στενή, σα χωραφάκι μέχρι 1μισι στρέμμα.
Σ' αυτόν το μικρό χώρο καθηλώσαν όλους τους κρατούμενους μ' απειλή πυροβολισμού για όποιον κουνηθεί απ' τη θέση του. Ολη τη μέρα, μέσα στο ιουλιάτικο λιοπύρι, χωρίς νερό και χωρίς να μπορεί να πάει ένας για σωματική του ανάγκη. Κάθε λίγη ώρα τους επισκεπτόταν ο ανθυπασπιστής Τσιπάκης, που ήταν αποσπασμένος απ' το Γενικό Επιτελείο για την επίβλεψη του σκηνικού υλικού κλπ., για να δείρει κάθε φορά από 2-3 γιατί ήταν ή δεν ήταν παντρεμένοι (!), φεύγοντας πάντα με την απειλή ότι "θα ξανάρθω και θα με γνωρίσετε καλά εμένα". Κόντευε πια να βασιλέψει ο ήλιος και το μαχαίρι είχε φτάσει στο κόκαλο. Την πείνα και την κούραση κανείς δεν τις υπολόγιζε. Μα η δίψα και η ανάγκη να κατουρήσει κανένας ήταν μεγαλύτερη κι απ' την ίδια την ανάγκη της ζωής. Ξεχύθηκαν μερικοί στη θάλασσα ν' ανοίξουν λάκκους και με το νερό τους να δροσίσουν τα χείλη τους ή να κατουρήσουν. Αυτό ήταν. Φονικότατη μάχη, όπως λένε οι πολεμικοί ανταποκριτές, επακολούθησε. Χωροφύλακες, αλφαμίτες, φύλακες όπως ο Γκάβαλος Αρκαδινός και άλλοι, ο υπαρχιφύλακας Σκαλιώτης, χτύπησαν, καταμάτωσαν τον κόσμο όσο έπαιρνε! Κουράστηκαν! Τους κρατούμενους Μπίθα Γ., Λαμπρόπουλο Παν., Γιαννέτσο Βασ. και Γιαννέτσο Τάσο, τους βασάνισαν μέχρι που μείναν αναίσθητοι. Είχε απλωθεί νεκρική σιγή.
Πού και πού ακουγόταν κανένα παράνομο βογγητό απ' τους τραυματίες. Η ατμόσφαιρα ήταν τρομερά πνιγερή. Ο ήλιος μόλις βασίλεψε. Τους διέταξαν να κατακλιθούν. ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΓΙΟΥΡΑ! Νύχτα δίψας, πόνου και πυρετού!
Την άλλη μέρα άρχισε η έρευνα στις αποσκευές τους για να κρατήσει δυο ολόκληρες μέρες. Ολοι οι φύλακες, χωροφύλακες κι αλφαμίτες που βρίσκονταν εκεί, μαζεύονταν γύρω απ' τον κρατούμενο που ερευνούσαν (έναν-έναν) και μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο άγριου ξυλοδαρμού, έκαναν μεταξύ τους μοιρασιά τα πράγματά του και τον έδιωχναν σακατεμένο και καταματωμένο. Πολλοί κρατούμενοι είχαν κιβώτια ολόκληρα γεμάτα πράγματα, απ' τις καντίνες που διατηρούσαν στις φυλακές για τις ανάγκες τους. Χιλιάδες ξυραφάκια, πινέλα, ξυριστικές μηχανές, σαπούνια, γραμματόσημα, οδοντόπαστες, φαγώσιμα και καθετί που μπορεί να 'χει μια φροντισμένη καντίνα. Αλλοι είχαν μαζί τους είδη συνεργείων, τσαγκάρικου, ξυλουργείου, ραφείου, κουρείου κ.ά. Ολα λεηλατήθηκαν. Τα χρήματά τους (μέχρι τα χωρίς αξία εκατοστάρικα), χρυσά ρολόγια, δαχτυλίδια, στυλό, ταμπακέρες, αναπτήρες, βαλίτσες όπως ήταν, κουβέρτες, παπούτσια, πουκάμισα, ακόμα και κάλτσες, σώβρακα, επιστημονικά βιβλία αξίας, χαρτικά ΟΛΑ μαζεύονταν σε σωρούς από τους ερευνητές και κουβαλιόνταν στις σκηνές τους για μοιρασιά κι ιδιοποίηση. Ο,τι βαρέθηκαν να πάρουν το έριξαν στη φωτιά, για να κάνουν γούστο με το κάψιμο. Σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια υπολογίζονται τα είδη που πλιατσικολογήθηκαν ή κάηκαν.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ που να μη ληστεύτηκε. Αναφέρουμε λίγα χαραχτηριστικά ονόματα απ' αυτούς που λεηλατήθηκαν: Καφαντάρης Σαράντος, Κανελλόπουλος Παναγ. (γιατρός), Λώλος Κ., Μελέτης Β. κι όλοι οι υπόλοιποι».1
Ακολούθησαν αλλεπάλληλες καραβιές κρατούμενων κομμουνιστών απ' όλες τις φυλακές της χώρας: 269 στις 14.7, 1.361 στις 17.7, 650 στις 18.7, 750 στις 21.7, 1.080 την 1.8, 380 στις 19.8, 192 στις 20.8, 420 στις 23.8. Στον άνυδρο αυτό ξερόβραχο, μέχρι να βγει ο Σεπτέμβρης του 1947 είχαν φτάσει περισσότεροι από 7.000 κρατούμενοι. Δίχως καμιά υποδομή ρίχτηκαν στους πέντε όρμους στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, σε ασφυκτικές συνθήκες διαβίωσης, μέσα σε αντίσκηνα που τα έλειωνε το λιοπύρι και τα έσκιζε ο άνεμος.
Τον Μάρτη του 1950 η δύναμη της Γυάρου έφτασε τους 9.750, ενώ στα τρία πρώτα χρόνια υπολογίζεται ότι πέρασαν από τη Γυάρο 18.000 κρατούμενοι.
Τα δολοφονικό όργιο υποδοχής της πρώτης καραβιάς επαναλήφθηκε πολλές φορές ακόμα πιο άγριο. Μα και η ακλόνητη θέληση των αγωνιστών, μελών και στελεχών του ΚΚΕ να βγουν νικητές από την κόλαση και βγήκαν.
Παραπομπή:
1. «Γιούρα Ματωμένη Βίβλος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 122-123