Σάββατο 23 Αυγούστου 2025 - Κυριακή 24 Αυγούστου 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΗΠΑ - ΚΙΝΑ
Η αρένα του Ινδο-Ειρηνικού στην αντιπαράθεση για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα

Η ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας μέσα από τα κείμενα στρατηγικής των ΗΠΑ, ο υπό διαμόρφωση ευρασιατικός πόλος και η ανεπίστρεπτη κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων

«Οι ΗΠΑ είναι μια χώρα του Ινδο-Ειρηνικού. Ως η πιο δυναμική και ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή του πλανήτη, ο Ινδο-Ειρηνικός αποτελεί βασικό μοχλό για τη μελλοντική ασφάλεια και ευημερία της Αμερικής.

Η περιοχή φιλοξενεί περισσότερο από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού και αντιπροσωπεύει το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, καθώς και τα δύο τρίτα της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης.

Το εμπόριο μεταξύ των ΗΠΑ και της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού έφτασε τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2022, ενώ οι HΠA επωφελούνται από 956 δισεκατομμύρια δολάρια σε άμεσες ξένες επενδύσεις από τον Ινδο-Ειρηνικό».

Αυτά γράφει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε μια από τις πολλές στρατηγικές αναλύσεις του για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, βασικό πεδίο στην αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Παρακάτω θα δούμε κι άλλα κείμενα στρατηγικής των ΗΠΑ που αναλύουν τη βαρύτητα της περιοχής στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τον σχεδιασμό των ΗΠΑ να ενισχύσουν τη θέση τους στον Ινδο-Ειρηνικό.

Τα κείμενα αυτά και οι αποφάσεις που τα συνοδεύουν, αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για να «διαβάσει» κανείς τις εξελίξεις και να συνθέσει τη μεγάλη εικόνα των ανταγωνισμών.

Ειδικά τώρα που οι διαφορές ανάμεσα στις ΗΠΑ και την πλειοψηφία των ΝΑΤΟικών κρατών της ΕΕ στο ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία δίνουν χώρο στην αμερικάνικη - και όχι μόνο - προπαγάνδα να εμφανίζει τον Τραμπ περίπου ως ...ειρηνοποιό!


Οι αντιθέσεις τους και σ' αυτό το ζήτημα έχουν κοινή αφετηρία: Πώς το ευρωατλαντικό στρατόπεδο θα δώσει από καλύτερες θέσεις την αντιπαράθεση με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό.

Η στάση των ΗΠΑ δείχνει ξεκάθαρα την επιλογή τους να επικεντρώσουν στον Ινδο-Ειρηνικό, να υπονομεύσουν τη στρατηγική σχέση Κίνας - Ρωσίας και με άλλους συμμάχους τους, να φορτώσουν στην ΕΕ το κόστος της «ασφάλειας» της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να οξύνονται οι αντιθέσεις και η σύγκρουση συμφερόντων στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Από «αναθεωρητική δύναμη» σε «βασικό ανταγωνιστή»

Με μεγάλη ταχύτητα, μέσα στην τελευταία 15ετία, η Κίνα μετατράπηκε από «αναδυόμενο ανταγωνιστή» και «αναθεωρητική δύναμη», την οποία οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν «από θέση ισχύος», σε «βασικό ανταγωνιστή».

Την προσαρμογή αυτή στα κείμενα στρατηγικής ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις, Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις τους για το ποια οικονομική πολιτική και ποιες προσαρμογές στις διεθνείς σχέσεις θα την υπηρετήσουν καλύτερα. Θα θωρακίσουν δηλαδή τις ΗΠΑ στη μάχη για τη διατήρηση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας τους.

Ενδεικτικά ορισμένοι σταθμοί:

- Κυβέρνηση Ομπάμα (2009 - 2017): Η έννοια της «επανισορρόπησης» («Pivot to Asia») ήταν ο προάγγελος μιας πιο επιθετικής στροφής στον Ινδο-Ειρηνικό. Ξεκίνησε το 2011-2012 και περιλάμβανε στρατηγικές, οικονομικές και διπλωματικές κινήσεις για να ενισχυθεί η παρουσία των ΗΠΑ στην Ασία, ανταγωνιστικά προς την Κίνα.


- Πρώτη κυβέρνηση Τραμπ (2017 - 2021): Η στρατηγική εξειδικεύεται σε επίσημα έγγραφα («Στρατηγική Ινδο-Ειρηνικού») και περιλαμβάνει αναβάθμιση της συνεργασίας με συμμάχους όπως Ιαπωνία, Αυστραλία και Ινδία, καθώς και την ενίσχυση στρατιωτικών δυνατοτήτων στην περιοχή.

- Κυβέρνηση Μπάιντεν (2021-2025): Η στρατηγική Ινδο-Ειρηνικού έχει πλέον κατοχυρωθεί ως επίσημο πλαίσιο πολιτικής των ΗΠΑ, με σαφή στόχο τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής και την ενίσχυση της συνεργασίας με συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή.

Κατά την πρώτη θητεία του Ομπάμα, η Κίνα περιγραφόταν στα επίσημα κείμενα ως «αναδυόμενη δύναμη». Στην Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2010 (NSS 2010), η διοίκηση τόνιζε την ανάγκη για θετική εμπλοκή και συνεργασία με το Πεκίνο, με στόχο την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή και η μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής.

Ηδη όμως από το 2011, η ανακοίνωση της «επανισορρόπησης» (Pivot to Asia / Rebalance to Asia) έθετε ως στόχο την ενίσχυση των συμμάχων, την οικονομική διείσδυση και την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή ως προτεραιότητες, απέναντι σε ανταγωνιστικές «προθέσεις» του Πεκίνου.

Παράλληλα, στον αμερικανικό στρατό αναπτύχθηκαν νέα δόγματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες μιας πιθανής σύγκρουσης στην περιοχή, όπως το «AirSea Battle», με στόχο την ενίσχυση της ικανότητας των ΗΠΑ να επιχειρούν σε κρίσιμες περιοχές (π.χ. Θάλασσα της Νότιας Κίνας).


Η τότε υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, σε άρθρο της στο περιοδικό «Foreign Policy», έδινε το στίγμα για τον «αμερικανικό αιώνα του Ειρηνικού»: «Το μέλλον της πολιτικής θα αποφασιστεί στην Ασία, όχι στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται στο επίκεντρο των εξελίξεων».

Την ίδια εποχή, στη σύνοδο κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας - Ειρηνικού, ο Ομπάμα ανακοίνωνε ότι οι ΗΠΑ και οκτώ άλλες χώρες της περιοχής έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση. Μια πολυεθνική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που στόχευε στην ενίσχυση της οικονομικής παρουσίας των ΗΠΑ και στη μείωση της επιρροής της Κίνας.

Αργότερα, ο Ομπάμα ανακοινώνει σχέδια για την αποστολή 2.500 πεζοναυτών στην Αυστραλία. Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση, αν και υπογράφτηκε στις ΗΠΑ το 2016, δεν επικυρώθηκε και τελικά ο Τραμπ απέσυρε επίσημα τις ΗΠΑ από τη συμφωνία, επιδιώκοντας καλύτερους όρους για τα αμερικανικά μονοπώλια.

Στην αναθεωρημένη Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2015 (NSS 2015), η Κίνα περιγράφεται πλέον ως «αναθεωρητική δύναμη» που αμφισβητεί την υπάρχουσα διεθνή τάξη. Ωστόσο αναφέρεται ότι οι ΗΠΑ «θα διαχειριστούν τον ανταγωνισμό από θέση ισχύος».

Με την εκλογή Τραμπ το 2017, στην Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας (NSS 2017), η Κίνα χαρακτηρίζεται πλέον «ενεργός ανταγωνιστής»: «Η Κίνα επιδιώκει να εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, να επεκτείνει την εμβέλεια του κρατικού οικονομικού μοντέλου της και να αναδιατάξει την περιοχή προς όφελός της. Δημιουργεί τον πιο ικανό και καλά χρηματοδοτούμενο στρατό στον κόσμο, μετά τον δικό μας.

(...) Η Κίνα και η Ρωσία άρχισαν να επαναβεβαιώνουν την επιρροή τους σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο (...) Εν ολίγοις, αμφισβητούν τα γεωπολιτικά μας πλεονεκτήματα και προσπαθούν να αλλάξουν τη διεθνή τάξη προς όφελός τους».

«Το Πεκίνο έχει φιλοδοξίες να γίνει η κορυφαία δύναμη στον κόσμο»

Στην Εθνική Στρατηγική Αμυνας του 2018 (NDS 2018) η Κίνα τίθεται ως ο κύριος μακροπρόθεσμος στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ, που πλέον δίνουν έμφαση στον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνατοτήτων και στη συνεργασία με συμμάχους για την αντιμετώπιση των στρατηγικών προκλήσεων που θέτουν οι ένοπλες δυνάμεις της:

«Σήμερα, βγαίνουμε από μια περίοδο στρατηγικής ατροφίας, συνειδητοποιώντας ότι το ανταγωνιστικό μας στρατιωτικό πλεονέκτημα έχει υπονομευθεί. Η Κίνα είναι ένας στρατηγικός ανταγωνιστής, που χρησιμοποιεί επιθετική οικονομική πολιτική για να εκφοβίσει τους γείτονές της, ενώ ταυτόχρονα στρατιωτικοποιεί περιοχές στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας (...) καθώς συνεχίζει τη στρατηγική της (...) για την επίτευξη παγκόσμιας υπεροχής στο μέλλον.

Οι μακροπρόθεσμες στρατηγικές ανταγωνιστικές σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία αποτελούν τις κύριες προτεραιότητες του υπουργείου (Αμυνας) και απαιτούν αυξημένες και διαρκείς επενδύσεις, λόγω του μεγέθους των απειλών που θέτουν σήμερα για την ασφάλεια και την ευημερία των ΗΠΑ, καθώς και της πιθανότητας αυτές οι απειλές να αυξηθούν στο μέλλον».

Η θητεία Μπάιντεν συνεχίζει και επεκτείνει αυτή την τάση. Η Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2022, η οποία δημοσιεύεται τον Νοέμβρη, δηλαδή μετά τη ρώσικη εισβολή και την κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία, οι κίνδυνοι για την «ασφάλεια των ΗΠΑ» συνεχίζουν να επικεντρώνονται στην Κίνα, επιβεβαιώνοντας ότι μέσα από αυτό το πρίσμα βλέπουν και τη σύγκρουση ΝΑΤΟ - Ρωσίας.

Στις βασικές προτεραιότητες της αμερικανικής στρατηγικής τονίζεται: «Η Κίνα και η Ρωσία ευθυγραμμίζονται όλο και περισσότερο μεταξύ τους, αλλά οι προκλήσεις που θέτουν είναι, σε σημαντικούς τομείς, διαφορετικές. Θα δώσουμε προτεραιότητα στη διατήρηση ενός διαρκούς ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι της Κίνας, περιορίζοντας παράλληλα μια Ρωσία που εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.

Η Κίνα είναι ο μόνος ανταγωνιστής που έχει τόσο την πρόθεση να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη όσο και, όλο και περισσότερο, την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη να το πράξει. Το Πεκίνο έχει φιλοδοξίες να δημιουργήσει μια ενισχυμένη σφαίρα επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό και να γίνει η κορυφαία δύναμη στον κόσμο».

Ακόμα, σημειώνεται: «Στον ανταγωνισμό με την Κίνα, όπως και σε άλλους τομείς, είναι σαφές ότι τα επόμενα δέκα χρόνια θα είναι η αποφασιστική δεκαετία. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα σημείο καμπής, όπου οι επιλογές που κάνουμε και οι προτεραιότητες που επιδιώκουμε σήμερα, θα μας οδηγήσουν σε μια πορεία που θα καθορίσει την ανταγωνιστική μας θέση για πολύ καιρό στο μέλλον».

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και στη Στρατηγική Ινδο-Ειρηνικού (2022) της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία αναγνωρίζει πως «η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους κατανόησε την αυξανόμενη σημασία της Ασίας και συνεργάστηκε στενά με την Κίνα, την Ιαπωνία και την Ινδία. Η κυβέρνηση Ομπάμα επιτάχυνε σημαντικά την προτεραιότητα που έδινε η Αμερική στην Ασία, επενδύοντας νέους διπλωματικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους στην περιοχή. Και η κυβέρνηση Τραμπ αναγνώρισε επίσης τον Ινδο-Ειρηνικό ως το κέντρο βάρους του κόσμου.

Υπό την προεδρία του Μπάιντεν, οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να ενισχύσουν τη μακροπρόθεσμη θέση τους και τη δέσμευσή τους στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Θα επικεντρωθούμε σε κάθε γωνιά της περιοχής, από τη Βορειοανατολική Ασία και τη Νοτιοανατολική Ασία, έως τη Νότια Ασία και την Ωκεανία, συμπεριλαμβανομένων των νησιών του Ειρηνικού.

Αναγνωρίζουμε ότι τα αμερικανικά συμφέροντα μπορούν να προωθηθούν μόνο αν εδραιώσουμε σταθερά τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και ενισχύσουμε την ίδια την περιοχή, μαζί με τους στενότερους συμμάχους μας».

Μάλιστα, η τελική έκθεση της Επιτροπής για την Εθνική Αμυντική Στρατηγική των ΗΠΑ, που υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2024, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προς το Κογκρέσο και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ: «Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, από πολλές απόψεις, η Κίνα ξεπερνά τις ΗΠΑ και έχει σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώσει το στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ στον Δυτικό Ειρηνικό μέσω δύο δεκαετιών εστιασμένων στρατιωτικών επενδύσεων. Χωρίς σημαντικές αλλαγές από την πλευρά των ΗΠΑ, η ισορροπία δυνάμεων θα συνεχίσει να μετατοπίζεται υπέρ της Κίνας».

Η ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό

Ολα τα παραπάνω δεν είναι απλά «σχέδια επί χάρτου». Παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις για τον τρόπο υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, οι αμερικανικές κυβερνήσεις, η μία μετά την άλλη, κάνουν σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της θέσης των ΗΠΑ στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, σε στρατιωτικό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο.

Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν αναβαθμίσει σημαντικά τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή, με ενίσχυση των στρατιωτικών βάσεων σε μέρη όπως το Γουάμ, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και οι Φιλιππίνες, στρατιωτικές ασκήσεις «ελεύθερης ναυσιπλοΐας» στη Νότια Θάλασσα της Κίνας, αλλά και ενίσχυση συμμαχιών και συνεργασιών, ιδιαίτερα με την Ταϊβάν.

Χαρακτηριστικό είναι το σχήμα Quad, που συγκροτούν η Αυστραλία, η Ινδία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ. Συστάθηκε το 2017 για την αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας ενόψει των συνόδων κορυφής της ASEAN τον Νοέμβριο του 2017. Μετά τις ναυτικές ασκήσεις Malabar του 2020, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών και πρώην διευθυντής της CIA, Μάικ Πομπέο, συναντήθηκε με μέλη του Quad για να συζητήσουν τη μετατροπή της συμφωνίας ασφάλειας σε ένα «ασιατικό ΝΑΤΟ» με «κοινούς στόχους ασφάλειας και γεωπολιτικής».

Σε κοινή δήλωση, τα μέλη της Quad περιέγραψαν «ένα κοινό όραμα για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό» και μια «θαλάσσια τάξη βασισμένη σε κανόνες στην Ανατολική και Νότια Κινεζική Θάλασσα», τα οποία, όπως δήλωσαν, ήταν απαραίτητα για την αντιμετώπιση των θαλάσσιων διεκδικήσεων της Κίνας.

Στο μεταξύ, προχώρησε η σύσταση και του AUKUS, μιας τριμερούς «εταιρικής σχέσης ασφάλειας» μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ με στόχο την «προώθηση ενός ελεύθερου και ανοιχτού Ινδο-Ειρηνικού που θα είναι ασφαλής και σταθερός».

Η συμμαχία αυτή ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβρη του 2021, με βασικούς άξονες δράσης την προμήθεια πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, αλλά και τη συνεργατική ανάπτυξη προηγμένων δυνατοτήτων σε έξι τεχνολογικούς τομείς: Υποβρύχιες δυνατότητες, κβαντικές τεχνολογίες, τεχνητή νοημοσύνη και αυτονομία, προηγμένες δυνατότητες στον κυβερνοχώρο, υπερηχητικές και αντιυπερηχητικές δυνατότητες, καθώς και ηλεκτρονικός πόλεμος. Περιλαμβάνει επίσης συνεργασίες στην καινοτομία και την ανταλλαγή πληροφοριών.

Η κινεζική κυβέρνηση δήλωσε, όταν ανακοινώθηκε η συνεργασία, ότι αυτή ενέχει τον κίνδυνο «σοβαρής βλάβης της ειρήνης στην περιοχή» και έχει «νοοτροπία ψυχρού πολέμου».

Περικύκλωση της Νότιας Σινικής θάλασσας

Η Ουάσιγκτον έχει αυξήσει κατακόρυφα τις πωλήσεις όπλων και τη στρατιωτική συνεργασία με την Ταϊβάν τα τελευταία χρόνια, παρέχοντας μαχητικά F-16V, συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας Patriot, HIMARS, αντιαρματικά Javelin και άλλα οπλικά συστήματα. Παράλληλα, «στρατιωτικοί σύμβουλοι» και «εκπαιδευτές» εργάζονται στενά με τις ταϊβανέζικες ένοπλες δυνάμεις.

Με τις Φιλιππίνες, το 2023 υπογράφηκε συμφωνία που παραχωρεί πρόσβαση στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ σε τέσσερις νέες στρατιωτικές βάσεις, συμπεριλαμβανομένων σημείων κοντά στην Ταϊβάν. Παράλληλα, η Ιαπωνία παραμένει ένας από τους βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, όπου είναι ανεπτυγμένοι πάνω από 50.000 στρατιώτες.

Η Ιαπωνία έχει αυξήσει δραματικά τους στρατιωτικούς της προϋπολογισμούς και συμμετέχει σε διαρκώς διευρυνόμενες κοινές αεροναυτικές ασκήσεις με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Την περίοδο 2021-2023 προχώρησε σε μια σειρά συμφωνίες στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, αναβαθμίζοντας τις στρατιωτικές της δυνατότητες.

Η στρατιωτική συνεργασία βαθαίνει και με τη Νότια Κορέα, όπου είναι ανεπτυγμένοι πάνω από 28.000 Αμερικανοί στρατιώτες. Η κοινή διοίκηση αμερικανικών - νοτιοκορεατικών ενόπλων δυνάμεων διοργανώνει περισσότερες πολυεθνικές ασκήσεις, ειδικά για σενάρια αποτροπής κινεζικών κινήσεων στη Θάλασσα της Κίνας.

Το 2017, παρά τις έντονες αντιδράσεις της Κίνας, η Σεούλ αποφάσισε να εγκαταστήσει το αντιπυραυλικό σύστημα THAAD, το οποίο στοχεύει στην αναχαίτιση βαλλιστικών πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς. Η κίνηση αυτή σφράγισε τη Νότια Κορέα ως βασικό κρίκο στην αλυσίδα αντιπυραυλικής άμυνας των ΗΠΑ στην Ασία.

Στη συνέχεια, το 2023, τα δύο κράτη υπέγραψαν τη «Διακήρυξη της Ουάσιγκτον», η οποία προέβλεπε την ενίσχυση της πυρηνικής αποτροπής μέσω τακτικών αναπτύξεων αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων στην Κορεατική Χερσόνησο, αλλά και τη δημιουργία κοινής επιτροπής διαβούλευσης για ζητήματα πυρηνικής στρατηγικής.

Οικονομικά «εργαλεία»

Η στρατηγική αναχαίτισης της κινεζικής επιρροής προωθείται και στο οικονομικό επίπεδο. Κεντρικό εργαλείο αποτελεί ο εμπορικός ανταγωνισμός, οι δασμοί και οι περιορισμοί στις εξαγωγές και εισαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, απ' όλες τις αμερικάνικες κυβερνήσεις, Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών.

Το 2018, η κυβέρνηση Τραμπ εγκαινίασε τον αποκαλούμενο «εμπορικό πόλεμο» επιβάλλοντας δασμούς σε κινεζικά προϊόντα. Οι δασμοί αυτοί κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα αγαθών, από χάλυβα και αλουμίνιο μέχρι ηλεκτρονικά και μηχανήματα.

Το 2018 επιβλήθηκαν δασμοί 25% σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 50 δισ. δολαρίων και επεκτάθηκαν σε εισαγωγές 200 δισ. δολαρίων με 10% δασμούς που στη συνέχεια το 2019 αυξήθηκαν σε 25%. Στη συνέχεια, άρχισε να διαμορφώνεται μια «μαύρη λίστα» με κινεζικές τεχνολογικές εταιρείες, περιορίζοντας την πρόσβασή τους σε αμερικανικούς ημιαγωγούς και λογισμικού.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν όχι μόνο διατήρησε μεγάλο μέρος των δασμών, αλλά προχώρησε σε πιο στοχευμένες παρεμβάσεις, δίνοντας έμφαση σε τομείς στρατηγικής σημασίας, όπως η πράσινη ενέργεια, τα ηλεκτρικά οχήματα και τα κρίσιμα μέταλλα. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον ενίσχυσε τα δίκτυα εμπορικών συμμαχιών της, επιδιώκοντας να αποτρέψει τρίτες χώρες από το να γίνουν εξαρτώμενες από την κινεζική οικονομία. Εγιναν οι κινήσεις για «αποσύνδεση» (decoupling) στην αλυσίδα εφοδιασμού ημιαγωγών.

Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ πιέζουν συμμάχους, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, να περιορίσουν την πώληση κρίσιμων μηχανημάτων και λογισμικού στην Κίνα. Με τον τρόπο αυτόν επιχειρείται η δημιουργία ενός τεχνολογικού «τείχους» γύρω από το Πεκίνο, ώστε να επιβραδυνθεί η ανάπτυξη των κινεζικών δυνατοτήτων σε τομείς που σχετίζονται με την άμυνα και την τεχνητή νοημοσύνη.

Πέρα από τις επιμέρους εμπορικές συμφωνίες των αμερικανικών κυβερνήσεων με κράτη της περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού, ένας βασικός πυλώνας προώθησης της στρατηγικής των ΗΠΑ σε οικονομικό επίπεδο είναι η πρωτοβουλία «Build Back Better World» (B3W) της κυβέρνησης Μπάιντεν, που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Partnership for Global Infrastructure and Investment» (PGII).

Τον Ιούνη του 2021, η ομάδα του G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία και Ηνωμένο Βασίλειο) ανακοίνωσαν την υιοθέτηση της πρωτοβουλίας B3W ως εναλλακτική στην πρωτοβουλία «Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος» της Κίνας, τον αποκαλούμενο και ως «σύγχρονο Δρόμο του Μεταξιού».

Σύμφωνα με τις διακηρύξεις, στο πλαίσιο του PGII, οι κυβερνήσεις του G7 μαζί με επιχειρηματικούς ομίλους σκοπεύουν να επενδύσουν 600 δισ. δολάρια μέχρι το 2027, κυρίως σε έργα υποδομής σε αναπτυσσόμενες χώρες, ως εναλλακτική στα περίπου 1 τρισ. δολάρια που έχει επενδύσει η Κίνα σε όλο τον κόσμο την τελευταία δεκαετία για τον «δρόμο του μεταξιού».

* * *

Είναι φανερός από τα παραπάνω ο κρίσιμος ρόλος που αποδίδουν οι ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό για την έκβαση της αντιπαράθεσης με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η στρατηγική ενίσχυσης της παρουσίας τους σ' αυτήν την περιοχή γίνεται σε κενό αέρος. Κάθε άλλο μάλιστα.

Η Κίνα αναπροσαρμόζει κι αυτή τη στρατηγική της, παίρνοντας υπόψη την κλιμάκωση της αμερικάνικης επιθετικότητας. Προσπαθεί να διεμβολίσει ακόμα και στρατηγικούς συμμάχους των ΗΠΑ, «επενδύει» στρατιωτικά και οικονομικά στη διαμόρφωση ενός πιο συνεκτικού ευρασιατικού ιμπεριαλιστικού πόλου, μέσω της διεύρυνσης των BRICS, της ενίσχυσης των σχέσεων με την Ινδία, τη στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία κ.ά.

Ετσι, κάθε κίνηση στην παγκόσμια σκακιέρα από τους δυο βασικούς ανταγωνιστές, ΗΠΑ και Κίνα, προκαλεί μετατοπίσεις σε όλο τον χάρτη και τροφοδοτεί νέες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, επιβεβαιώνοντας την ανεπίστρεπτη τάση κλιμάκωσης των αντιθέσεων, που δεν χωρούν πλέον σε παλιούς συμβιβασμούς...


Δ. Μ.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Μπαράζ ανταγωνιστικών στρατιωτικών σχεδιασμών και κινήσεων (2023-01-07 00:00:00.0)
Μπαράζ κινήσεων ΗΠΑ - Κίνας που ρίχνουν νέο «λάδι στη φωτιά» του ανταγωνισμού (2022-05-28 00:00:00.0)
Εντείνουν επαφές με χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας (2021-12-08 00:00:00.0)
Εντείνουν ανταγωνιστικές κινήσεις στην οξυνόμενη ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση (2021-09-18 00:00:00.0)
Στρατιωτικές ασκήσεις και σχεδιασμοί «ανεβάζουν το θερμόμετρο» (2021-05-15 00:00:00.0)
Οι ΗΠΑ ψάχνουν επίμονα αντι-κινεζικές συμμαχίες (2020-08-14 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ