Αυτήν την εμπειρία τη διασώζει στο πολεμικό ημερολόγιο «Από την εποποιίαν του 1912. Πολεμικαί σελίδες»
Ο πατέρας, Γεώργιος Μ. Θεοδωράκις, στην ηλικία των 16 ετών, με τη στρατιωτική στολή του |
Επιμένουμε και αυτό το Σαββατοκύριακο στον κρητικό κλώνο από τον πατέρα, γιατί καθ' ομολογία του Μίκη Θεοδωράκη η προστατευτική προσωπικότητα του Γεωργίου Μ. Θεοδωράκι τον καθόρισε ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Θα πάμε πίσω, κατά την εισβολή των Ιταλών στη χώρα, οπότε θα βρούμε την οικογένεια να έχει εγκατασταθεί στην Τρίπολη, όπου έχει πάρει μετάθεση ο γεννήτοράς του λόγω του επαγγέλματός του.
Διαβάζουμε στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του Μίκη Θεοδωράκη «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» («Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης») απόσπασμα (σελ. 92 - 93) μέσα από το οποίο αποδεικνύεται ότι το πατρικό ημερολόγιο του κάποτε νεότατου εθελοντή Κρητικού πολεμιστή στο ηπειρώτικο μέτωπο αποτελούσε κοινό ανάγνωσμα στα δύο αγόρια, στον μεγάλο και στον μικρό Γιάννη:
«Οταν ξέσπασε ο πόλεμος (...) είχαμε ήδη αρχίσει μαθήματα. Πήγαινα στην τέταρτη τάξη του Α' Γυμνασίου Αρρένων Τριπόλεως (...). Σε λίγο όμως οι Ιταλοί επιτάξανε το κτίριο κι εμείς μετακομίσαμε κοντά στο Πεδίον του Αρεως. Και μεις, φυσικά, πηγαίναμε στο σχολείο μόνο για ζητωκραυγές, κουβέντα, τραγούδια και κανένα χορό πάνω στην πατριωτική έξαρση.
Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι θα πει πόλεμος.
Στα τζάμια μπήκαν χάρτινες ταινίες. Τη νύχτα υποχρεωτική συσκότιση. Σκάφτηκαν τάφροι για πρόχειρη προφύλαξη από τους βομβαρδισμούς. Διαλέχτηκαν υπόγεια που διαμορφώθηκαν σε καταφύγια. Εγιναν ομάδες αεράμυνας. Ομως, παράλληλα, αυτή η νέα δυναμική άλλαξε την καθημερινή ρουτίνα της επαρχίας. Σαν καθαρός άνεμος παρέσυρε τις ομίχλες πάνω από τις ψυχές των ανθρώπων, που ξαφνικά έγιναν φωτεινοί και ωραίοι. Τα μάτια έλαμπαν. Τα χείλη γελούσαν».
Χειρόγραφο των προσωπικού ημερολογίου «Πολεμικαί σελίδες»: Τρίτη 23 Οκτώβρη 1912 |
«Χωρίς να το πολυσκεφτώ αποφάσισα να πάω στο μέτωπο. Είχα διαβάσει τις σημειώσεις του πατέρα μου, "Πολεμικαί Σελίδες", που με τόση υπερηφάνεια διηγούνταν τη φυγή του από την Κρήτη - κρυφά από τους δικούς του - για να πάει στο μέτωπο, που, κατά σύμπτωση και τότε, βρισκόταν στην Ηπειρο. Ακολουθώντας το ρεύμα των φαντάρων, πήγα στον σταθμό και μπήκα στο τρένο. Δεν πήρα τίποτα μαζί μου, για να μην κινήσω υποψίες».
Στις επόμενες αράδες περιγράφει το σύντομο ταξίδι του, του οποίου όμως δεν ευοδώθηκε ο σκοπός του:
«Εξαντλημένος από το ταξίδι, κοιμόμουν βαθιά, κουβαριασμένος στον ξύλινο πάγκο του τρένου, όταν με ξύπνησαν. Ηταν χωροφύλακες. Κατάλαβα αμέσως ότι το ταξίδι μου έφτανε στο τέρμα του. Χωρίς πολλές κουβέντες, αλλάξαμε τρένα και μπήκαμε στον δρόμο του γυρισμού. Απογοητευμένος και πληγωμένος, αρνήθηκα να φάω. Ακόμα και να πιω νερό. Μισούσα τον πατέρα μου και βιαζόμουν να τον δω, να του τα πω και να ξεσπάσω».
«Με περίμενε στον σταθμό στην Τρίπολη. Δεν είπαμε τίποτα μπροστά σε τρίτους. Βαδίσαμε σιωπηλοί έως το σπίτι μας, όπου η μάνα μου με τον αδελφό μου κρεμάστηκαν πάνω μου, κλαίγοντας και σκούζοντας. Αφού πέρασε η πρώτη μπόρα, τότε μίλησα ήρεμα στον πατέρα μου: "Είσαι ψεύτης, γιατί μιλάς για πατριωτισμό και με εμποδίζεις να κάνω κι εγώ το καθήκον μου όπως το 'κανες εσύ". Δεν βρήκε άλλο επιχείρημα, παρά το ότι αυτός ήταν 16 κι εγώ μόνο 15 χρονών. Ηταν αστείο. Τότε τους δήλωσα ότι δεν έχω θέση στο σπίτι και, όπως ήμουνα, κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και βγήκα στον δρόμο».
Τρεις στιγμιογραφήσεις από το ηπειρώτικο μέτωπο, κατά τη Μάχη του Μπιζανίου, με την υπογραφή των φωτογράφων Ρωμαΐδη - Zeitz (Μουσείο Μπενάκη) |
Και λίγες λέξεις για το ύφος της γραφής του κειμένου: Το πρώτο μέρος σε ρέουσα Καθαρεύουσα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, το δεύτερο μέρος - και το μικρότερο - γραμμένο μετά από 63 χρόνια, σε ηλικία 80 ετών, σε λαγαρή Δημοτική.
Αξίζει τον κόπο να σταθούμε σε ορισμένες κρίσεις της επιμελήτριας, ώστε να καταλάβουμε τη βαρύτητα της αξίας του. Πρέπει να σκεφτόμαστε ότι είναι παιδί άμαθο και άβγαλτο, μόλις 16 ετών, που σκαστός πηγαίνει να πολεμήσει. Ωστόσο, με την αφήγησή του «παρέχει σχεδόν πάντα ακριβείς πληροφορίες για όσα έζησε ο ίδιος ή υπέπεσαν στην αντίληψή του. Με την αφήγησή του ζωντανεύει την καθημερινή ζωή των στρατιωτών στο μέτωπο, τις μαρτυρικές πορείες μέσα σε βάλτους, χαράδρες και βουνά, κάτω από τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες εκείνον τον βαρύτατο χειμώνα στην Ηπειρο, αλλά και τις δυσκολίες από την έλλειψη τροφής και νερού, από τις ασθένειες, κυρίως δυσεντερία και τύφο, και προπαντός από τις ψείρες. Ωστόσο, παρά τις ταλαιπωρίες, δεν χάνει την αισιοδοξία του και προπάντων την προσήλωσή του στο πατριωτικό καθήκον».
Τρεις στιγμιογραφήσεις από το ηπειρώτικο μέτωπο, κατά τη Μάχη του Μπιζανίου, με την υπογραφή των φωτογράφων Ρωμαΐδη - Zeitz (Μουσείο Μπενάκη) |
Σ' αυτό το σημείο ο λόγος στον Γεώργιο Μ. Θεοδωράκι, όπου περιγράφει τον τραυματισμό του στις 8 Δεκέμβρη 1912:
«Δέχτηκα τη σφαίρα από τους Τούρκους που βρισκότανε ψηλότερα αριστερά μας. Μπήκε λίγο πιο κάτω από το δεξιό μέρος του λαιμού μου και βγήκε από την αριστερή ωμοπλάτη, περνώντας από δίπλα της σπονδυλικής στήλης, της οποίας έκοψε σύρριζα μια απόφυση. Μου φάνηκε πως έπεσε ένα βουνό από πάνω μου και έπεσα κάτω κεραυνόπληκτος».
Και θα κλείσουμε το αφιέρωμα μας στον Μπιζανομάχο Κρητικό τραυματία με τις ακροτελεύτιες αποτυπώσεις του, μετά τη νοσηλεία του σε πολιτικό αθηναϊκό νοσοκομείο, στους Αμπελόκηπους:
«Υστερα μου δόθηκε άδεια αναρρωτική τριών μηνών, επέστρεψα στον ηρωικό Γαλατά μας και δέχτηκα τους εναγκαλισμούς και τα φιλιά των γονέων μου, που ήτανε περήφανοι για το παιδί τους, αλλά και τον θαυμασμό και τα συγχαρητήρια των γνωστών και των συγχωριανών μου».
Τρεις στιγμιογραφήσεις από το ηπειρώτικο μέτωπο, κατά τη Μάχη του Μπιζανίου, με την υπογραφή των φωτογράφων Ρωμαΐδη - Zeitz (Μουσείο Μπενάκη) |