Σάββατο 4 Μάη 2002 - Κυριακή 5 Μάη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το δίλημμα

Το δικαστήριο είχε φτάσει στο τέλος του. Η «ακροαματική» διαδικασία δεν είχε να προσθέσει τίποτε παραπάνω και ο δικαστής έπρεπε να βγάλει την απόφαση. Και όσο για τα παροιμιώδη δρομολόγια «από τον Αννα στον Καϊάφα», κι αυτά είχαν παίξει το ρόλο τους «κατά τας γραφάς», χωρίς να φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Ετσι, το ερώτημα είχε παραμείνει αναπάντητο και ο δικαστής σε πολύ δύσκολη θέση, μια και έπρεπε να πάρει την απόφαση, αφού είχαν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα που προέβλεπαν οι ρωμαϊκοί και οι ιουδαϊκοί νόμοι και που σε πολλές περιπτώσεις ανάγκαζαν τον κατηγορούμενο να ομολογήσει το έγκλημα για τον οποίο τον κατηγορούσαν. Ο Χριστός όμως δε λύγισε. Δέχτηκε με καρτερικότητα το μαστίγωμα, την περιπαικτική χλαμύδα, τον ακάνθινο στέφανο και όταν ο δικαστής τον ρώτησε, αν εξακολουθεί να ισχυρίζεται πως είναι ο «βασιλιάς των Ιουδαίων, εκείνος απάντησε «συ είπας». Μια απάντησε που πιστεύω ότι είναι η πιο σιβυλλική απάντηση της Ιστορίας. Γιατί μπορεί να σημαίνει: εσύ είπες πως εγώ είμαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, άρα δεν μπορείς να κατηγορήσεις μένα για έναν τέτοιο ισχυρισμό. Για να το πεις εσύ, ένας Ρωμαίος άρχοντας, πρέπει να είναι έτσι. Κι αφού είναι έτσι δεν μπορείς εσύ, ένας απλός τοποτηρητής να δικάσεις εμένα, τον βασιλιά αυτής της χώρας. Αρα το δικαστήριό σου είναι παράνομο και η απόφασή σου δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί, αν δε στηρίζεται στη θέληση του λαού. Κι εδώ ο δικαστής βρέθηκε στο πιο φριχτό δίλημμα της ζωής του: να καταφύγει στο λαό; Αυτό θα σήμαινε πως το ρωμαϊκό δικαστήριο δεν ήταν ικανό να δικάσει έναν Ιουδαίο πολίτη. Να αδιαφορήσει γι' αυτή την ομολογία αναρμοδιότητας της ρωμαϊκής δικαιοδοσίας και να καταφύγει στο λαό; Αυτό θα σήμαινε πως αναγνώριζε τη βασιλική ιδιότητα του κατηγορουμένου, γιατί μόνο έναν βασιλιά ανακηρύσσουν ή καταδικάζουν οι λαοί. Ο δικαστής, όμως, δεν άφησε να τον παρασύρει το δίλημμα. Ητανε ένας Ρωμαίος κατακτητής, που εκπροσωπούσε τη δικαστική κρίση του αυτοκράτορά του και δεν είχε να αγνοήσει τη σημασία μιας τέτοιας εκπροσώπησης. Και ήτανε πάνω απ' όλα ένας πονηρός ιμπεριαλιστής. Θυμήθηκε, λοιπόν, πως σύμφωνα με έναν ιουδαϊκό νόμο είχε το δικαίωμα να απελευθερώσει έναν από τους κατηγορούμενους που βρίσκονταν τις μέρες του Πάσχα στις φυλακές και περίμεναν τη δίκη τους. Ο ένας ήτανε ο Χριστός και ο άλλος ο Βαραβάς, ένας ρομαντικός επαναστάτης, που πίστευε πως θα μπορούσε να απαλλάξει την Ιουδαία από τους Ρωμαίους κατακτητές. Ο δικαστής δεν έχασε την ευκαιρία. Ζήτησε να του φέρουν το ασημένιο τάσι με το νερό, έπλυνε τα χέρια του, για να δείξει συμβολικά πως δεν ένιωθε καμιά τύψη για την απόφαση της δίκης και γύρισε προς το πλήθος

-Ποιον θέλετε να αφήσω ελεύθερο, τον Ιησού ή τον Βαραβά; ρώτησε

-Τον Βαραβά, απάντησε το πλήθος

-Το αίμα του ας βαραίνει εσάς και τα παιδιά σας.

Είπε και έφυγε. Το πλήθος δεν έφυγε όμως. Τώρα βρισκόταν εκείνο μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα... Σκέφτονταν όλοι μαζί για το ποιο αίμα θα ήταν πιο βαρύ, να κουβαλάνε στους ώμους τους. Το αίμα ενός προδομένου θεού ή ενός προδομένου επαναστάτη. Στην αυλή του μεγάλου δικαστηρίου σώπαιναν όλοι. Σώπαιναν μέχρι τη στιγμή που πάνω στην εξέδρα του δικαστηρίου φάνηκε ο Βαραβάς. Από τα χέρια του κρέμονταν οι κομμένες αλυσίδες.

-Ο Βαραβάς, ξεφώνισε το πλήθος, ο Βαραβάς. Και ξέσπασαν όλοι σε χειροκροτήματα. Η απόφαση είχε βγει. Ο λαός έκρινε!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ