...και οι «ανησυχίες» για την πορεία των σχέσεων και του ανταγωνισμού της ΕΕ με την Κίνα
Christine Olsson/TT |
Από τη συνάντηση των ΥΠΕΞ της ΕΕ και του Ινδο-Ειρηνικού... χωρίς την Κίνα, στη Στοκχόλμη |
Η πρώτη συνάντηση ΥΠΕΞ ΕΕ - Ινδο-Ειρηνικού είχε γίνει στο Παρίσι, στις 22 Φλεβάρη 2022, δηλαδή μόλις δύο 24ωρα πριν αρχίσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος ήρθε με τη σειρά του να οξύνει πολλαπλά τον ανταγωνισμό του ευρωατλαντικού μπλοκ με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και να φέρει στην επιφάνεια σοβαρές αντιθέσεις που σιγοκαίνε στο εσωτερικό του ευρωατλαντικού άξονα.
Η νέα συνάντηση έγινε λίγο μετά την πρόσφατη περιοδεία του Κινέζου ΥΠΕΞ στην Ευρώπη, αφού λίγους μήνες νωρίτερα είχε προηγηθεί και άλλος γύρος, αντίστοιχων επαφών του υπεύθυνου για τις διεθνείς σχέσεις του κυβερνώντος κόμματος της Κίνας, αλλά και επισκέψεις Ευρωπαίων ηγετών (όπως του Γάλλου Προέδρου) στην Κίνα.
Σημειωτέον, μιλώντας σε Φόρουμ στις Βρυξέλλες την περασμένη Πέμπτη, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, είπε ότι «αν η Κίνα χρησιμοποιεί τη δύναμή της σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αν δεν θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα και τις αξίες μας, πρέπει να ζήσουμε μαζί με την Κίνα στην παγκόσμια σκηνή». Επανέλαβε δε ότι η «αποσύνδεση» της ΕΕ από την Κίνα θα ήταν καταστροφική, οπότε αυτό που προέχει είναι η «μείωση των κινδύνων» από τομείς «εξάρτησης» της Ευρώπης στις συναλλαγές της με το Πεκίνο.
Ενδεικτικό της «κινητικότητας» και του προβληματισμού για τη διαχείριση της σχέσης με την Κίνα είναι non paper που φέρεται να κυκλοφόρησε ενόψει της συνάντησης στη Στοκχόλμη η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας.
Οπως διέρρευσε το δίκτυο Euractiv, με τίτλο «Αναμορφώνοντας τη σχέση μας με την Κίνα, αλληλεπιδρώντας με την Κίνα, ανταγωνιζόμενοι με την Κίνα», το συγκεκριμένο έγγραφο κάνει λόγο για «παράθυρο ευκαιρίας» για τη «μείωση του κινδύνου» που γεννά η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας σε ζητήματα οικονομίας και ασφάλειας.
Μεταξύ άλλων μιλά για μια «καθαρή» αλλά «όχι συγκρουσιακή» προσέγγιση που η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει απέναντι στην Κίνα ενώ εκείνη επιδιώκει «να οικοδομήσει μια νέα παγκόσμια τάξη». Επίσης, το έγγραφο επανέρχεται στη γνώριμη πια αξιολόγηση της Κίνας ως «εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου», ενώ αναφέρεται επίσης στον αυξανόμενο ανταγωνισμό ΗΠΑ - Κίνας, όπως και στην ενίσχυση της προσπάθειας του Πεκίνου να δυναμώσει τον ρόλο του «στα περιφερειακά και τα παγκόσμια θέματα».
Μεταξύ άλλων καταλήγει: «Κίνα και Ευρώπη δεν μπορούν να γίνουν περισσότερο ξένη η μία στην άλλη (...) Αν γίνει κάτι τέτοιο, υπάρχει κίνδυνος οι παρεξηγήσεις να μεγαλώσουν και να επεκταθούν και σε άλλους τομείς».
Ενώ επιβεβαιώνοντας πως η διατήρηση αλλά και απαιτητική διαπραγμάτευση της συνεργασίας με την Κίνα απασχολεί έντονα τα ευρωενωσιακά επιτελεία, το έγγραφο σημείωνε: «Η συστημική αντιπαλότητα μπορεί να χαρακτηρίσει σχεδόν όλους τους τομείς της (διμερούς) δέσμευσης. Αλλά αυτό δεν πρέπει να αποτρέψει την ΕΕ να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και να αναζητήσει μια εποικοδομητική συνεργασία με την Κίνα».
Την ίδια στιγμή, το έγγραφο εκτιμά ότι «η μείωση του κινδύνου (σ.σ. de-risking - όρος με τον οποίο οι Ευρωπαίοι αναφέρονται στον βαθμό έκθεσής τους στη συνεργασία με την Κίνα) μπορεί να διασφαλίσει προβλεψιμότητα και διαφάνεια στις οικονομικές και εμπορικές μας σχέσεις, προωθώντας ταυτόχρονα μια ασφαλή και βασισμένη σε κανόνες προσέγγιση».
Σημειωτέον, σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Μπορέλ έστειλε και χωριστή επιστολή στα κράτη - μέλη, τονίζοντας πως ανεξάρτητα από το τι τελικά θα συμβεί στην Ουκρανία, η ανέλιξη της Κίνας δεν μπορεί να αποτραπεί και γι' αυτό οι Βρυξέλλες καλούν τις χώρες - μέλη να επεξεργαστούν τις σχέσεις τους με το Πεκίνο. Η επιστολή φέρεται ακόμα να υποστηρίζει ότι πρέπει να αναζητηθεί συνεργασία (με το Πεκίνο) οπουδήποτε αυτό είναι πιθανό, κάτι που θα συμβάλει «στη διάρρηξη της αυξανόμενης αυτο-προκαλούμενης απομόνωσης της κινεζικής ηγεσίας αλλά κυρίως θα δώσει ώθηση στα βασικά συμφέροντα της ΕΕ».